Σταθερά σημεία μιας ζωής. Για τον Σταύρο Τσακυράκη

Γιάννης Βούλγαρης 28 Αυγ 2019

Η ομιλία του Γιάννη Βούλγαρη στο Συμπόσιο  για τον Στ. Τσακυράκη στον Μόλυβο της Λέσβου

  1. Ανατρέχοντας στην πολιτική-κομματική και στην επιστημονική διαδρομή του Σταύρου Τσακυράκη προκύπτουν δύο συμπλεκόμενες διαδρομές που πάνε από την ευρωκομμουνιστική Αριστερά και τον μαρξισμό στον φιλελευθερισμό, στην αδιάλλακτη υπεράσπιση ανθρώπινων δικαιωμάτων και στον δημοκρατικό εκσυγχρονισμό της χώρας. Μάλιστα, η δεύτερη φάση του φιλελευθερισμού ταυτίζεται με την περίοδο που ο Σταύρος Τσακυράκης λειτουργεί ως «δημόσιος διανοούμενος». Όσο αληθής και αν είναι αυτή η εικόνα της προσωπικής εξέλιξης, συσκοτίζει ωστόσο τις συνέχειες, τα σταθερά σημεία που καθόρισαν τη ζωή και τη δημόσια παρουσία του Σταύρου Τσακυράκη. Θα είναι παραπειστικό οι ηλικιωμένοι να μιλάμε για τον «σύντροφο της ανανεωτικής Αριστεράς» και οι νεώτεροι, ιδίως οι μαθητές του, για «τον Γκουρού του φιλελευθερισμού». Θέλω να σταθώ λοιπόν στις συνέχειες, στα «σταθερά σημεία» της πολιτικής-διανοητικής διαδρομής του Σταύρου Τσακυράκη. Επιλέγω αυτή την οπτική όχι γιατί θεωρώ οπωσδήποτε «αξία» το να μένει κάποιος σταθερός στη διαδρομή της ζωής του. Μπορεί απλώς να σημαίνει δογματισμό, ψυχαναλυτική καθήλωση ή απλώς κόλλημα. Νομίζω όμως ότι οι συνέχειες στις οποίες θα αναφερθώ φωτίζουν εξίσου, αν όχι περισσότερο από τις ασυνέχειες, την προσωπικότητα και την πολιτική παρουσία του Σταύρου Τσακυράκη.
  2. Επειδή αναφέρομαι στην πορεία του επιτρέψτε μου λίγες σύντομες αναφορές για τη γνωριμία μας. Άλλωστε αυτή καθαυτή η εκδήλωση γεννά αυθόρμητα την ανάγκη αναπόλησης. Γνωριστήκαμε το 1969-70 με τα ψευδώνυμα που είχαμε στην παρανομία με τη μεσολάβηση του Σωτήρη Βαλντέν. Το εγχείρημα ήταν να ανασυγκροτήσουμε τον «Ρήγα Φεραίο», πρακτικά μετά τις συλλήψεις της προηγούμενης γενιάς των Λαμπράκηδων. Βρεθήκαμε λοιπόν στο κεντρικό καθοδηγητικό όργανο του παράνομου Ρήγα Φεραίου, αργότερα σε διπλανά κελιά στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, αργότερα με τη Μεταπολίτευση στα καθοδηγητικά όργανα του νόμιμου πλέον Ρήγα Φεραίου, αργότερα συγκάτοικοι στη Ρώμη, Μέκκα τότε του ευρωκομμουνισμού, όπου ο καθένας μας αναζήτησε να θεωρητικοποιήσει μια πλούσια για την ηλικία μας βιωμένη πολιτική εμπειρία. Εκεί έγινα τρόπον τινά «αυτόπτης μάρτυρας» της γοητείας που άρχισε να ασκεί η φιλελεύθερη θεωρία και φιλοσοφία στον Σταύρο Τσακυράκη με κύριους μαγνήτες τότε τον Ν.Μπόμπιο και τον Χ.Κέλσεν, ο οποίος Κέλσεν όχι τυχαία άρεσε στον Μπόμπιο. Παράλληλα γινόταν όλο και πιο κριτικός στις μαρξιστικές και ευρωκομμουνιστικές αντιλήψεις. Θα το υπογραμμίσει αργότερα στην τελευταία συνέντευξή του στο BsJ που θα δώσει στους Ηλία Κανέλη και Γιώργο Καμίνη. «Δεν έχω καλή γνώμη γι αυτούς» λέει με την αμεσότητα του προφορικού λόγου αναφερόμενος στον Γκράμσι, Τολιάττι, Ινγκράο. Εγώ συνέχιζα να έχω καλή γνώμη γι αυτούς, ενώ ο Σταύρος Τσακυράκης συνέχισε εμβαθύνοντας στη φιλελεύθερη σκέψη, στον Ντουόρκιν, στον Ρόουλς, κάνοντάς τους θεμέλιο της δημόσιας πολιτικο-επιστημονικής παρουσίας του στην Ελλάδα αργότερα. Κοντολογίς, η δική μου στενή συνοδοιπορία με τον Σταύρο ανάγεται στην πρώτη φάση της ζωής μας. Νιώθω όμως απόλυτα σίγουρος να μιλήσω για τα σταθερά σημεία που έδεσαν τη ζωή του και στον μετέπειτα χρόνο, όταν η επαφή μας ήταν χαλαρότερη, οι επιστημονικές μας επιλογές διαφορετικές, ενώ παρέμενε πάντα η πολιτική εγγύτητα.
    3. Οι συνέχειες που υπονοώ υπερβαίνουν καταρχάς την ατομική περίπτωση του Σταύρου Τσακυράκη, αποτελούν στοιχεία μιας «συλλογικής αυτοβιογραφίας» και αναφέρονται στον ιδιαίτερο και στενό τρόπο με τον οποίο συμπλέχτηκαν στη μεταπολεμική Ελλάδα και στο βίωμα ενός μέρους της δικής μας γενιάς, η Αριστερά και η Δημοκρατία, ο Μαρξισμός και ο Φιλελευθερισμός. Πράγματι, αν μείνουμε στο επίπεδο των θεωριών το άλμα από τον Κομμουνισμό/Μαρξισμό στον Φιλελευθερισμό φαίνεται μεγάλο. Αν τοποθετηθεί όμως στην ελληνική μεταπολεμική ιστορική συγκυρία μικραίνει. Μιλώντας για τη μεταπολεμική Ιταλία, μία φιλελεύθερη ιταλίδα διανοούμενη είχε γράψει σχετικά με τη συμβολή του ΙΚΚ στην υπεράσπιση πολλών φιλελεύθερων αντιλήψεων και ζητημάτων από την αυταρχική πίεση της Δεξιάς και του κληρικαλισμού: ο (ιταλικός) Κομμουνισμός λειτούργησε σαν φιλελευθερισμός εκτάκτου ανάγκης. Ως ένα βαθμό η διωκόμενη ελληνική Αριστερά είχε έναν τέτοιο ρόλο – εξ αντικειμένου, ερήμην του αυταρχισμού της ιδεολογίας της. Αυτό της προσέδωσε μια ελκτική δύναμη στις δικές μας γενιές. Από έρευνα που είχαμε κάνει στο Πάντειο μεταξύ των 1000 σταμπαρισμένων από την Ασφάλεια φοιτητών της λεγόμενης γενιάς του Πολυτεχνείου, πλειοψηφούσαν παιδιά κεντρώων οικογενειών. Ο ίδιος ο Σταύρος Τσακυράκης, γιός του γιατρού Ιγνάτιου, ήταν κεντρώας δημοκρατικής οικογενειακής παράδοσης. Η γνωστή ρήση ότι στη Μεταπολιτευτική Ελλάδα ηγεμόνευσε η κουλτούρα των ηττημένων του Εμφυλίου, αν ισχύει, αναφέρεται πιστεύω περισσότερο σε αυτό. Λίγοι μόνο κολλημένοι ή πολύ παραδοσιακοί, έλπιζαν στη ρεβάνς της ήττας ή στην «ακύρωση της Βάρκιζας». Αντιθέτως, ήταν πολύ πιο διάχυτη η μνήμη της υπεράσπισης των ελευθεριών και του Κράτους Δικαίου – παρότι παράλληλα γίνονταν αποδεκτά τα Γκουλάκ. Η ιστορία λοιπόν της μεταπολεμικής Ελλάδας και της Γενιάς μας προσέφερε τη γέφυρα μέσω της εν τοις πράγμασι αξιοδότησης των ελευθεριών.
  3. Ειδικά τώρα στη δική μας γενιά, στα νεανικά μας χρόνια, λόγω Δικτατορίας, συνυφάνθηκε στο προσωπικό μας βίωμα η Ελευθερία με την Αντίσταση. Η Ελευθερία ως μη αυτονόητο αγαθό, ως επιθυμία, ως διακύβευμα, ως διακινδύνευση και θυσία, η ελευθερία ως καρπός της αντίστασης. Δεν θα ήθελα να ακουστεί σαν βερμπαλισμός. Ούτε σαν γενική διαπίστωση του τύπου «οι ρίζες των ελευθεριών βρίσκονται στο θάρρος να αντιστέκεσαι» (H.Laski). Δεν μιλώ με όρους πολιτικής δράσης, άλλωστε αυτή η απόλυτη αξιοδότηση της ελευθερίας δεν χαρακτήρισε όλη τη Γενιά. Σε ένα μέρος της ωστόσο αυτή η συνύφανση έγινε ψυχολογική εγχάραξη. Και σίγουρα στον Σταύρο Τσακυράκη. Μάλιστα, η απολυτότητα που τον χαρακτήριζε έκανε ακόμα πιο απόλυτο το βίωμα. Καμμία άλλη αξία δεν θα μπορούσε να προταχθεί ή να σταθεί αν δεν δήλωνε τη συνέργεια της με την ελευθερία. Σοσιαλισμός, Δικαιοσύνη, Ισότητα, Αξιοκρατία δεν είχαν νόημα εκτός της Ελευθερίας και η Ελευθερία υποστασιοποιείτο στην εσωτερική πρακτική, θεωρητική και εννοιολογική σύνδεσή της με αυτές.

Στην πρώτη φάση της ζωής μας, στη νεανική, η αξεδιάλυτη σχέση Αντίστασης – Ελευθερίας είχε προφανή στόχο. Αντίσταση κατά του Αυταρχισμού. Στην εξέλιξη της μεταπολιτευτικής Ελλάδας η Αντίσταση και η επιθυμία της Ελευθερίας πήρε μια πιο «τοκβιλιανή» θα έλεγα χροιά, ιδίως στον Σταύρο Τσακυράκη. Συνδυάζονταν πλέον ως κριτική στον διαχεόμενο Λαϊκισμό, σαν θάρρος να αντιπαρατεθείς στο ρεύμα όταν θεωρείς ότι αυτό αποκτά παθογενή χαρακτηριστικά που προσβάλλουν τον «πολιτισμό της Δημοκρατίας». Αυτή θα είναι η κατευθυντήρια γραμμή είτε στη δεκαετία του ’80 έναντι του αριστερόστροφου λαϊκισμού και του αυριανισμού, είτε πρόσφατα στην περίοδο της χρεοκοπίας έναντι του αντιμνημονιακού εθνικολαϊκισμού.

  1. Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο ο Σταύρος Τσακυράκης διαμόρφωσε ένα αξιακό – πολιτικό – ιδεολογικό πλαίσιο στο οποίο έμεινε σταθερός πέρα από τις κομματικές ταμπέλες και τις διάφορες θεωρητικές επιλογές. Αφοσίωση στη φιλελεύθερη δημοκρατία και στις κατακτήσεις του Δυτικού πολιτισμού. Προσήλωση στην Ευρώπη και στον διεθνισμό. Σεβασμό στους θεσμούς αλλά χωρίς δισταγμό να καυτηριάσει τους/τις εκπροσώπους τους. Ορθολογικό πολιτικό λόγο, απόρριψη του λαϊκισμού, κριτική διάθεση. Σεβασμό στη δημόσια σφαίρα, στο γενικό συμφέρον, και στην σημασία της μεγάλης Πολιτικής.

Και μια βαθιά, ενστικτώδης θα έλεγα, συμπαράσταση στους αδύναμους. Ελευθερία και Αλληλεγγύη, Ελευθερία και Δικαιοσύνη ήταν ο κοινός τόπος όχι μόνο της σκέψης του αλλά και του συναισθηματικού του κόσμου.

  1. Συχνά το φιλελεύθερο-εκσυγχρονιστικό credo παίρνει στην Ευρώπη και στη χώρα μας μια ελιτίστικη τροπικότητα, εκφράζει τον «πεφωτισμένο» σεχταρισμό των ανώτερων – μεσαίων λόγιων στρωμάτων Ο Σταύρος Τσακυράκης βρέθηκε πάντα μακριά από αυτό. Εξυμνούσε την Ατομικότητα αλλά είχε μέσα του την ικανότητα να κατανοεί τον συναισθηματικό κόσμο της βαθύτερης Ελλάδας.

Εδώ ήταν ο Μόλυβος. Η σχέση με την τοπικότητα και την κοινότητα, τους συγχωριανούς σαν διαρκή υπόμνηση της σημασίας της Λαϊκότητας και του Κοινωνικού Δεσμού. Ο Μόλυβος ήταν για τον Σταύρο ό,τι ήταν η Γη για τον μυθικό Ανταίο. Έπαιρνε δυνάμεις από τον τόπο του και ανανέωνε την επικοινωνία με τα μύχια της κοινότητας.

Βρίσκω κάτι βαθιά συμβολικό και αρχοντικό, αυτή είναι η λέξη, ότι γύρισε συνειδητά να πεθάνει στον Μόλυβο. Δεν είχε αυταπάτες ότι θα τον έσωνε από τον Θάνατο. Ήξερε πια. Θα έκανε όμως ασφαλώς τον Θάνατο πιο οικείο. Έτσι, δεξιώθηκε τον θάνατό του ως Οικοδεσπότης.