Δύο στάσεις, από διαφορετικούς χώρους αλλά συμπληρωματικές, εικονογραφούν το ζοφερό κλίμα μέσα στο οποίο ζούμε τον τελευταίο καιρό. Και οι δύο έχουν σχέση με το αίσθημα –ή μάλλον την έλλειψη αισθήματος- ευθύνης που (θα έπρεπε να) χαρακτηρίζει τα δημόσια πρόσωπα και τους θεσμούς.
Η πρώτη περίπτωση αφορά τη Δικαιοσύνη αλλά κυρίως αντανακλά την απώλεια ανεξαρτησίας της. Γιατί απώλεια ανεξαρτησίας δεν είναι μόνο να επιβάλλεται έξωθεν, ή να υποβάλλεται, μια δικαστική απόφανση, αλλά και να παραλύει το Δικαστήριο λόγω «περιρρέουσας ατμόσφαιρας». Η πρωτοφανής επιλογή του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας να ματαιώσει αρξάμενη διάσκεψη για υπόθεση την οποία παρακολουθεί όλη η χώρα –Γιατί δεν του έβγαιναν οι συσχετισμοί δύναμης; Γιατί κατάλαβε ότι η όποια απόφαση θα δημιουργούσε αντιδράσεις; Γιατί δέχτηκε παραινέσεις προς αυτή την κατεύθυνση;- βαρύνει προσωπικά τον ίδιο και πληγώνει ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία του. Πλήττει όμως καίρια και το κύρος όλου του ανώτατου Δικαστηρίου. Γιατί Δικαστήριο που αποφασίζει ότι δεν μπορεί να αποφασίσει, ή, το ίδιο κάνει, που λυγίζει κάτω από το βάρος της σοβαρότητας, της σημαντικότητας ή της δημοσιότητας μιας υπόθεσης ή του εν γένει ρόλου του, παύει πλέον να είναι εγγυητής όχι μόνο της δικαιότητας αλλά και της νομιμότητας. Αυτοϋπονομεύεται υπονομεύοντας το κοινωνικό αγαθό το οποίο είναι επιφορτισμένο να προστατεύει. Καταλύει αντί να ενσαρκώνει το Κράτος Δικαίου. Η αποστολή, αλλά και η ευθύνη, ενός τέτοιου θεσμού είναι να κάνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που έκανε: να ίσταται υπεράνω περιστάσεων, πιέσεων και δυσκολιών και να «λέει» το Δίκαιο. Η άρνηση εκτέλεσης αυτού του καθήκοντος είναι πιο βαρύ ατόπημα ακόμα και από μια λανθασμένη απόφαση –που όλα δείχνουν ότι αποτελούσε τον ομολογημένο στόχο κάποιων, με τους οποίους, δυστυχώς, στοιχήθηκαν κατ’ αποτέλεσμα οι δικαστές.
Ποιοτικά παρόμοια στάση αποτελεί και η αυξανόμενη, όσο η κυβερνητική πολιτική χάνει και τα τελευταία ψήγματα εναντίωσης σε οτιδήποτε «μνημονιακό», καταφυγή στελεχών και Υπουργών της συμπολίτευσης σε οιμωγές για τα μέτρα που οι ίδιοι λαμβάνουν. «Πονάει η καρδιά μου αλλά σώζω την πατρίδα (μήπως την παρτίδα;)», «υποχωρούμε προσωρινά αλλά ο στόχος παραμένει ο ίδιος», «είμαι κι εγώ συνταξιούχος και καταλαβαίνω» και μύρια άλλα παρόμοια, σπαραξικάρδια και εντελώς υποκριτικά. Οι βουλευτές της συμπολίτευσης έχουν όχι μόνο συνταγματικό δικαίωμα αλλά και συνειδησιακή υποχρέωση εάν διαφωνούν με κάποια διάταξη ή μέτρο να τα καταψηφίσουν –υπερψήφιση και κλάμα κατά την αποχώρηση δεν συνιστά κοινοβουλευτική συμπεριφορά αλλά άρνηση της. Οι δε Υπουργοί δεν έχουν, στην αντίστοιχη περίπτωση, παρά έναν μόνο δρόμο: της παραίτησης. Συμμετοχή σε συλλογικές αποφάσεις με τις οποίες είναι αντίθετη η καρδιά τους, σημαίνει απλώς ότι η καρέκλα τους είναι ισχυρότερη από την καρδιά τους. Εδώ η χαλάρωση του αισθήματος ευθύνης αγγίζει επικίνδυνα την απώλεια της προσωπικής αξιοπρέπειας –πόσο μάλλον της από καρό χαμένης «αριστερής» αξιοπρέπειας.