Όσο εξαντλούνται τα συνταγματικά περιθώρια για τη διεξαγωγή των επόμενων βουλευτικών εκλογών – που πιθανότατα θα γίνουν νωρίτερα – τόσο ανεβαίνουν οι τόνοι της αντιπαράθεσης ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση.
Το διχαστικό πρωθυπουργικό διάγγελμα, με το οποίο εγκαινιάστηκε και επίσημα η προεκλογική περίοδος, έδωσε ένα πρώτο δείγμα του πολιτικού κλίματος μέσα στο οποίο έχει επιλέξει η κυβέρνηση να στήσει τις κάλπες.
Το συριζανελικό γάντι της ακραίας πόλωσης που έριξε ο πρωθυπουργός φαίνεται ότι βρίσκει πολιτικούς πρόθυμους να το σηκώσουν από την πλευρά της ΝΔ και όχι μόνον. Οι δηλώσεις Βορίδη είναι ενδεικτικές των εμφυλιοπολεμικών διαθέσεων μιας πλευράς της συντηρητικής παράταξης που θεωρεί ότι έφτασε η στιγμή να ξεμπερδέψει οριστικά με την Αριστερά και τις ιδέες της.
Ταυτόχρονα, το φως της δημοσιότητας βλέπουν όλο και περισσότερο προτάσεις για μελλοντική παραπομπή των κυβερνώντων σε ειδικά δικαστήρια με τις κατηγορίες της πολύπλευρης ζημιάς που προξένησαν στη χώρα.
Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα για μια χώρα από το να αγνοεί την ιστορία και να αρνείται να αποδεχθεί τα διδάγματά της. Το διχαστικό κλίμα οδήγησε πάντα σε αρνητικές εξελίξεις και σε εθνικές συμφορές. Οι απειλές για παραπομπή σε πολιτικές στην ουσία δίκες, δεν οδήγησαν παρά στην όξυνση του ρεβανσισμού και του ακραίου φανατισμού.
Η καλοστημένη παγίδα της μισαλλοδοξίας είναι ο μεγαλύτερος προεκλογικός κίνδυνος για τη μελλοντική πορεία της χώρας. Η κυβέρνηση των Συριζανέλ έχει τεράστιες πολιτικές ευθύνες για τον τρόπο και τα αποτελέσματα της λαϊκίστικης διακυβέρνησής της, γι’ αυτό και η πολιτική της εκλογική καταδίκη πρέπει να είναι συντριπτική.
Η Ελλάδα ωστόσο, δεν χρειάζεται ρεβανσιστικά ειδικά δικαστήρια. Αναπτυξιακό σχέδιο εξόδου από την κρίση χρειάζεται και μια νέα πλειοψηφία αποφασισμένη να σηκώσει το πολιτικό κόστος της υλοποίησής του.