Στα χρόνια της γελοιότητας

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος 24 Ιαν 2014

Στη συλλογική μνήμη οι διάφορες εποχές μένουν συνήθως χαραγμένες ως αίσθηση, μας μένει δηλαδή μόνο η γεύση τους και το καταστάλαγμά τους. Ετσι η πρώτη μεταπολεμική περίοδος, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη εγγράφηκε στο συλλογικό ασυνείδητο ως «χρυσή 30ετία» λόγω της συνεχούς ανάπτυξης και της κοινωνικής ειρήνης, η αίσθηση που άφησε στην Ελλάδα ήταν μάλλον πικρή: η ανάπτυξη που επιτεύχθηκε είχε βαρύ κόστος για τα χαμηλότερα στρώματα (μετανάστευση), η δε πολιτική ζωή με τον αυταρχισμό της και τους αποκλεισμούς της έκρυβε μια σειρά ματαιώσεων για όποιον προσδοκούσε την αλλαγή, ενώ ο διάχυτος συντηρητισμός και ο κοινωνικός κομφορμισμός δημιουργούσαν ένα ασφυκτικό πλαίσιο για τις πιο χειραφετημένες ομάδες. Η επιβολή της δικτατορίας από κάτι ανθρωπάκια της σειράς, την ώρα που ένα σοβαρό τμήμα της κοινωνίας πάλευε για το ξεπέταγμά του προς τα εμπρός, ερχόταν να επισφραγίσει αυτή την αίσθηση: η χώρα βίωνε την ιστορία της ως τραγωδία, οι πρωταγωνιστές της γονάτιζαν από το βάρος μιας μοίρας που δεν χαλιναγωγούνταν, και μάλιστα όλα τούτα χωρίς να φαίνεται από πουθενά η κάθαρση.

Τελικά η κάθαρση άργησε εφτά χρόνια, αλλά ήρθε. Μόνο που δεν ήταν ακριβώς κάθαρση μέσω της εξιλέωσης. Η Μεταπολίτευση ήθελε, ιδίως μετά το 1981, να αποτελέσει μια τομή. Οι πολιτικές και κοινωνικές τραγωδίες έπρεπε να τελειώσουν, το πάνδημο αίτημα ήταν υπέρ του γλεντιού και όποιος έλεγε το αντίθετο ήταν απλώς μίζερος.

Και ύστερα ήρθε η κρίση, the party was over. Τι θα περίμενε κανείς από μια κοινωνία που καταρρέει και από ένα κράτος που έχει καταντήσει ρετάλι; Πρώτα και κύρια τη συνειδητοποίηση της κατάστασής τους. Πάνω στον αποκαθαρμένο άνθρωπο της μετεμφυλιακής Ελλάδας που είχε ζήσει την τραγωδία στο πετσί του, και είχε υποφέρει για να αλλάξει τη μοίρα του, θα περίμενε κανείς ότι η Ιστορία θα είχε εγγράψει μια υπόμνηση των παθών του. Θα του θύμιζε το βαρύ παρελθόν του και θα τον καθιστούσε υπόλογο στα παιδιά του, αν μη τι άλλο.

Τίποτα από αυτά δεν συνέβη. Ιδίως η τελευταία δεκαετία της Μεταπολίτευσης μοιάζει σαν να βιώθηκε ως φάρσα. Το γελοίο περίσσευε στην πολιτική εξουσία και την κοινωνία. Σήμερα, που το τσίρκο αυτό και οι κλόουν του ξεβάφουν τα ψεύτικα χαμόγελα από τα μούτρα τους, μένουμε άναυδοι από τον βαθμό της γελοιότητάς τους: πρώην πρωθυπουργός, απολύτως υπεύθυνος για τη δημοσιονομική χρεοκοπία, έχει πιει εδώ και 3 χρόνια το αμίλητο νερό, παραμένοντας όμως για αρκετούς ως «χρυσή εφεδρεία» (!), ένας πρώην υπουργός Αμυνας και ο γραμματέας του έπαιζαν μπουνιές (κυριολεκτικά) για να μοιράσουν τις μίζες τους και πρώην υπουργός Μεταφορών οδηγούσε με πλαστές πινακίδες κι έκλεβε το ρολόι της ΔΕΗ – και όλος τούτος ο συρφετός θεωρούνταν «πολιτική ελίτ». Αλλά ο θίασος συνεχίζει απτόητος τις παραστάσεις του: απίθανοι βουλευτές σκίζουν τα καλσόν τους υπέρ του λαού το πρωί και το βράδυ κάνουν μπίζνες εκατομμυρίων, πρόεδρος κόμματος φτιάχνει το εξοχικό του με κοινοτικά χρήματα, νεοναζιστές παλικαράδες της φακής, που τρομοκρατούσαν μέχρι πρότινος την κοινωνία, αποκηρύσσουν τα πάντα κλαίγοντας για να γλιτώσουν τη στενή, δημοσιογράφοι σε κεντρικά κανάλια αποθεώνουν κιτς «προσωπικότητες» της συμφοράς αποκαλώντας τους «προφήτες», επιχειρηματίες και μιντιάρχες της λαμογιάς, που ζούσαν από θαλασσοδάνεια, εξακολουθούν τις business as usual.

Αλλά και η «κομπαρσαρία» δεν πάει πίσω: δημόσιοι υπάλληλοι ήταν εξαφανισμένοι για χρόνια από τη δουλειά τους αλλά μισθοδοτούνταν κανονικά, γιατροί έκαναν αμύθητες περιουσίες με τα φακελάκια και καθηγητές πλούτιζαν με τα φροντιστήρια επειδή το ΕΣΥ είχε γίνει προέκταση του «εγώ» τους και το σχολείο επέκταση της παραπαιδείας, «αόμματοι» με μάτια και στην πλάτη ή «κουτσοί» με φτερά στα πόδια έπαιρναν συντάξεις τυφλών και αναπήρων.

Φυσικά, πλάι σε αυτά, υπάρχει η άνοδος της φτώχειας, η νεανική ανεργία που καλπάζει και οι χιλιάδες των συμπολιτών μας που έχουν χάσει τον μπούσουλα. Αλλά, ακόμη κι έτσι, δεν είναι τραγωδία αυτό που ζούμε στον δημόσιο βίο τα τελευταία 4 χρόνια. Δεν είναι αυτό το καταστάλαγμα της εποχής μας. Η αίσθηση που βιώνουν ακόμη και άνθρωποι ταλαιπωρημένοι δεν είναι εκείνη του ορυμαγδού, αλλά του τραγέλαφου. Διότι το γελοίο είναι σαν τα εσωτερικά τραύματα: δεν ξέρουμε τις μας φταίει, αλλά κάτι μας κατατρώει. Δεν πρέπει συνεπώς να μας κάνει καμία εντύπωση που το «ειδησεογραφικό» σάιτ το οποίο έχει συλλάβει καλύτερα το πνεύμα της εποχής μας είναι σήμερα το θρυλικό tokoulouri.com. Κάτω από τις πιστευτές παραδοξολογίες του κρύβεται όλη η φρίκη της γελοιότητάς μας.