Παρα το γεγονός ότι πέρασε τον κάβο της πρότασης δυσπιστίας, οι εξελίξεις δεν είναι ασφαλώς καλές για την κυβέρνηση καθώς βρισκόμαστε στο μέσον μιας κρίσεως με τις παραιτήσεις δύο υπουργών-που ήταν κατ´ουσίαν αποπομπές-για οποιονδήποτε λόγο κι αν συνέβησαν αυτές.
Μετα τον διπλό θρίαμβο του Μαΐου και του Ιουνίου που έστειλε τους αντιπάλους της στο καναβάτσο, θα περίμενε κανείς μια επιτάχυνση του κυβερνητικού έργου με βάση τη νωπή και ισχυρή λαϊκή εντολή.
Είδαμε αντ´ αυτού μια αδράνεια στο πρώτο τουλάχιστον πεντάμηνο, απότοκο εν πολλοίς του ανεξήγητα εκτεταμένου rotation που φρέναρε την παραγωγή πολιτικής την ώρα που κάποιοι επαναπαύθηκαν στις δάφνες και τη σιγουριά του 41%.
Οι εξελίξεις όμως στην πολιτική σπανίως είναι γραμμικές.
Και ναι μεν τα Τέμπη έπαιξαν ελάχιστα καθοριστικό ρόλο στις εκλογές, η δυσαρέσκεια όμως σιγόβραζε. Και κάποιοι την υποτίμησαν ενώ οι αντίπαλοι την εργαλειοποίησαν αριστοτεχνικά.
Το θέμα απλώθηκε ανεπίτρεπτα, η επικοινωνιακή διαχείριση ήταν κακή, τα αντανακλαστικά πολύ αργά, χάθηκε ο έλεγχος των εξελίξεων, εξέλιπε η ικανότητα διαμόρφωσης της ατζέντας και κάπως έτσι η κυβέρνηση βρέθηκε απολογούμενη και πανταχόθεν βαλλόμενη.
Κερασάκι στην τούρτα το θέμα της Άννας Μισέλ που ήταν ένα εντελώς αχρείαστο και βλακώδες αυτογκόλ.
9 μήνες μετά το διπλό 41%, η κυβέρνηση πρέπει επειγόντως να αλλάξει το τοπίο αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες τέτοιες που θα τη βοηθήσουν να ανακτήσει την εμπιστοσύνη του κόσμου.
Απαιτείται μιά φυγή προς τα μπρος καθώς οι αντίπαλοι είναι αδίστακτοι.
Κι ένα κακό αποτέλεσμα στις ευρωεκλογές θα είναι ό,τι χειρότερο για την πολιτική σταθερότητα και θα βάλει ξανά τη χώρα σε περιπέτειες.