Αν κάποιος διαβάσει τις αξιολογήσεις των ελληνικών πανεπιστημίων, θα διαπιστώσει μερικές σταθερές αναφορές. Υπάρχουν υπερβολικά πολλοί φοιτητές.
Μπορεί κάποιος να χρωστά ένα μάθημα που είναι απαραίτητο για κάποιο που έχει περάσει, δεν υπάρχουν υποχρεωτικές παρουσίες, δεν υπάρχουν κανόνες ελέγχου της ροής.
Μπαίνουν πολλοί (για 80.000 θέσεις μπαίνουν 71.000, πτυχίο παίρνουν 49.000), αυτοί που μπαίνουν δεν είναι υποχρεωμένοι να παρακολουθούν (πάντα υπάρχουν δικαιολογίες), μπορούν να δηλώνουν όσες φορές θέλουν κάθε μάθημα. Δεν υπάρχουν προαπαιτούμενα. Πρακτικά ο καθένας έπειτα από τέσσερα χρόνια αρχίζει να δίνει μερικές φορές το χρόνο κάθε μάθημα, ελπίζοντας να το περάσει.
Όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου έχουν μία μέγιστη διάρκεια σπουδών. Σχεδόν όλα υποχρεωτικές παρακολουθήσεις και σε όλα υπάρχουν προαπαιτούμενα. Σε πολλά, αν κάποιος δεν πετύχει σε ένα έτος σπουδών, το επαναλαμβάνει και, αν αποτύχει και δεύτερη φορά, διαγράφεται. Σε εμάς αυτά ίσχυαν μέχρι τη χούντα, που καθιέρωσε τη «μεταφορά μαθημάτων», τη «μεταφορά μεταφερομένου», τις τρεις-τέσσερις εξεταστικές περιόδους, την κατάργηση των υποχρεωτικών παρακολουθήσεων και η δημοκρατία μεγάλωσε τον αριθμό θέσεων από 25.000 στις 185.000 γεννήσεων σε 80.000 στις 100.000.
Ο νόμος προσπάθησε να θέσει όρια. Οκτώ χρόνια που μπορεί να γίνουν και έντεκα. Επίσης έπειτα από έξι αποτυχημένες προσπάθειες να περάσεις ένα μάθημα διαγράφεσαι! Για να δώσει ακόμη μία δυνατότητα περιορισμού, ανέθεσε στα πανεπιστήμια να αποφασίσουν υπό ποιες προϋποθέσεις μπορείς να συνεχίσεις μετά έξι χρόνια σπουδών (προφανώς μέχρι τα οκτώ χρόνια). Δηλαδή λέει ένα πανεπιστήμιο: Αν δεν έχεις περάσει στα έξι χρόνια τα μισά μαθήματα, διαγράφεσαι! Αν τα έχεις περάσει, συνεχίζεις. Κάποιοι νομίζουν ότι, αν έχεις περάσει τα μισά, συνεχίζεις για πάντα. Αν είναι έτσι, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος να ασχοληθούμε τώρα με διαγραφές. Αν οι επόμενοι έχουν άλλη μεταχείριση, ας αφήσουμε και αυτούς στην ησυχία τους. Το μόνο σωστό στη συζήτηση είναι ότι πρέπει να εφαρμοστούν όλα αυτά μετά την ολοκλήρωση των επαναληπτικών εξετάσεων του Σεπτεμβρίου.
Αν κανείς μελετήσει τα στοιχεία, θα διαπιστώσει ότι ένας που δεν έχει περάσει τα μισά μαθήματα στα τέσσερα χρόνια δεν πρόκειται να πάρει ποτέ πτυχίο (υπάρχει μία αμελητέα πιθανότητα…), θα καταλάβει ότι αυτά που λέει η κοινή λογική προσπάθησε να τα νομοθετήσει η Βουλή. Άλλωστε -άλλος ακραίος παραλογισμός- είναι δυνατόν να θεωρηθεί κάποιος που τελείωσε σε δώδεκα-δεκαπέντε χρόνια ότι ολοκλήρωσε τις σπουδές ενός τετραετούς προγράμματος με επιτυχία;
Αυτά τα λέει η κοινή λογική. Μία ορθολογική πολιτεία θα μείωνε καταρχήν στις 50.000 τις θέσεις τριτοβάθμιας, θα ενίσχυε δεύτερες ευκαιρίες (δηλαδή ανοικτό πανεπιστήμιο, διά βίου εκπαίδευση, προγράμματα μικρής διάρκειας) και θα συζητούσε με τα πανεπιστήμια την αναμόρφωση της ακαδημαϊκής δομής τους. Μία μη ορθολογική πολιτεία διατηρεί τις δομές, αυξάνει τις θέσεις και τις μετεγγραφές. Μετά κλαίει, γιατί οι 50.000 πτυχιούχοι ανά έτος δεν μπορούν να βρουν δουλειά σε μία αγορά εργασίας που η ίδια δηλώνει ότι δεν χρειάζεται τόσους…