Ωραία που πήρε το όσκαρ καλύτερης ταινίας το Spotlight. Ο Αμερικανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος Τομ Μακάρθι αφηγείται την πραγματική ιστορία της βραβευμένης με Pulitzer δημοσιογραφικής ομάδας με το όνομα Spotlight, της εφημερίδας Boston Globe, η οποία το 2002 αποκάλυψε σκάνδαλο παιδεραστίας στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας. Η έρευνα ξεκίνησε από την περίπτωση ενός ιερέα και τελικά αποκαλύφθηκαν εβδομήντα ανάλογα περιστατικά. Το κουβάρι ξετυλίχθηκε μέσα από 600 άρθρα που αφορούσαν εκατοντάδες παιδιά, όχι μόνο στη Βοστώνη αλλά και σε ολόκληρη τη χώρα.
Ειδικά για τους δημοσιογράφους είναι συγκινητικό. Θυμηθήκαμε πως κάνουμε μια από τις πιο συναρπαστικές δουλειές στον κόσμο και ότι για να συμβεί αυτό, για να είναι η εμπειρία τόσο ενδιαφέρουσα, θα πρέπει να είμαστε απέναντι στην εξουσία, όχι δίπλα. Θυμηθήκαμε ακόμη ότι το επάγγελμά μας είναι και τρόπος ζωής, ότι υπάρχει σκληρή μοναξιά πίσω από το ρεπορτάζ, ότι οι δυσκολίες στην προσωπική ζωή μπορεί να είναι αναπόφευκτες αν κανείς παίρνει στα σοβαρά αυτό που κάνει.
Οσοι δεν γνωρίζουν από μέσα τον κόσμο των εφημερίδων, ίσως ξαφνιάζονται διαπιστώνοντας ότι δεν υπάρχει τίποτα ηρωικό πίσω από την επιτυχία. Παίζει μεγάλο ρόλο η τύχη και η σύμπτωση, δεν είναι ένας αλλά περισσότεροι οι πρωταγωνιστές της, κάποιος έχει την ιδέα, άλλος την υλοποιεί, ο διπλανός του έχει μια καλύτερη πρόταση, η σύσκεψη οδηγεί τα πράγματα εκεί που μόνος του κανείς δεν μπορεί να δει. Αυτό που οπωσδήποτε δεν γίνεται να λείπει για να έρθει στο φως κάτι σημαντικό που χτυπάει κατεστημένα είναι η κάλυψη από πάνω, από την ιδιοκτησία και τη διεύθυνση.
Αν δεν εργάζονταν στην συγκεκριμένη εφημερίδα δεν θα είχαν τις ίδιες δυνατότητες γιατί το μέσο πολλές φορές είναι σημαντικότερο από το πρόσωπο, αν δεν είχε αλλάξει ο διευθυντής, ίσως και αν δεν ήταν Εβραίος, δεν θα ξεκινούσε αυτή η περιπέτεια, αν δεν κουβαλούσαν την ενοχή ότι πριν από χρόνια προσπέρασαν αδιάφορα τα στοιχεία που τώρα τους κινητοποίησαν μπορεί να μην υπήρχε το ίδιο πάθος, αν δεν είχαν τόσους μήνες στη διάθεσή τους μπορεί να μην τα κατάφερναν να φτάσουν ως την άκρη. Και βέβαια, αν δεν είχαν την ευαισθησία δεν θα έμπαιναν τόσο βαθιά σε ένα τόσο δύσκολο θέμα.
Ακόμη και αν συντρέχουν οι καλύτερες προϋποθέσεις, τίποτα καλό δεν θα γίνει αν δεν είσαι εκεί, στην ερημική όχθη της αλήθειας, κόντρα στο ρεύμα και στο σύστημα – όσο και αν ακούγεται σαν πομπώδες κλισέ. Χωρίς φωνές, χωρίς επίδειξη θάρρους, χωρίς φανατισμό, ήσυχα και απλά, αλλά πρέπει να έχεις διαλέξει πλευρά, να ξέρεις με ποιους είσαι.
Η ταινία παίζεται στους ελληνικούς κινηματογράφους σε μια συγκυρία δύσοσμων αποκαλύψεων για δημοσιογραφικά κυκλώματα εκβιαστών και για τη σύνδεση του υπόκοσμου με τα μέσα ενημέρωσης. Πέφτουμε από τα σύννεφα γιατί ακόμη και αν υποψιάζεσαι ότι υπάρχει τόση τοξικότητα γύρω δύσκολα βλέπεις όλη αυτή την αποκρουστική εικόνα. Η κοινή γνώμη αποκτά νέα επιχειρήματα για να καταδικάσει τους “αλήτες-ρουφιάνους-δημοσιογράφους” και όσοι συντάκτες χάνουν τον ύπνο και τη γαλήνη τους προσπαθώντας να πουν κάτι που να αξίζει τον κόπο διαπιστώνουν ότι δεν έχει νόημα, ειδικά στις μέρες μας. Καθυστερήσεις πληρωμών, εξοντωτικά ωράρια, πιέσεις από πολλές πλευρές, έλλειψη προοπτικής, ισοπέδωση, τόσο άγχος και τόση κούραση, τόσο ξόδεμα δυνάμεων για κάτι που μπορεί να μην έχει κοινό, ούτε αναγνώριση, ούτε καν στοιχειώδη επιρροή. Ασε που πάνω στο κρίσιμο τηλεφώνημα το κατραμένο στυλό δεν γράφει και χάνεις μέσα σε δευτερόλεπτα χρόνια από τη ζωή σου ψάχνοντας άλλο, όπως συνέβη στον Μαρκ Ραφάλο σε μια παράξενα μελαγχολική σκηνή της ταινίας.