Σπασμένες γλώσσες

Γιάννης Παπαθεοδώρου 06 Οκτ 2015

«Οι Αμερικάνοι είναι φονιάδες των λαών, ιστορικά έχουν καταγραφεί ως τέτοιοι» δήλωσε πρόσφατα —και σχεδόν παράλληλα με το ταξίδι του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ— ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Μάκης Μπαλαούρας. Η δήλωση του κ. Μπαλαούρα, παρ’ ότι ξέφευγε από το κλίμα του διάχυτου κυβερνητικού φιλοαμερικανισμού, δεν αιφνιδίασε κανέναν. Στην πραγματικότητα, άλλωστε, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ επανέλαβε το πιο ανθεκτικό και στερεοτυπικό σύνθημα του ελληνικού αριστερού αντιαμερικανισμού, το οποίο ακούστηκε χιλιάδες φορές στις διαδηλώσεις της μεταπολίτευσης: «Φονιάδες των λαών, Αμερικάνοι!»

Οι ρίζες του συνθήματος έχουν βέβαια συγκεκριμένη ιστορική διαδρομή, καθώς συμπυκνώνουν γεγονότα αλλά και προκαταλήψεις που προέρχονται από τις μνήμες του εμφυλίου, της δικτατορίας αλλά των αμερικανικών στρατιωτικών επεμβάσεων σε διάφορες χώρες του μεταπολεμικού κόσμου. Πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη πολιτική δύναμη, η ελληνική Αριστερά στις δύο κύριες εκδοχές της, στην παραδοσιακή (ΚΚΕ) και στη ριζοσπαστική (ΣΥΡΙΖΑ), αποτέλεσε έναν προνομιακό φορέα του αντιαμερικανισμού, ακριβώς επειδή οι ΗΠΑ είχαν ταυτιστεί με τη διπλή δαιμονοποίηση του ιμπεριαλισμού και του καπιταλισμού.

Ο αντιαμερικανισμός ωστόσο δεν είχε μόνο πολιτικό πρόσημο αλλά και πολιτισμικό. Δεν χρειάζεται να υπενθυμίσουμε ότι η ίδια η έννοια της «αμερικάνικης κουλτούρας» συγκέντρωνε για χρόνια τα πυρά της Αριστεράς, θεωρούμενη ως συνώνυμο της πολιτισμικής παρακμής, της χειραγωγούμενης «αποξένωσης» και της ηθικής διαφθοράς των κοινωνικών υποκειμένων. Όπως σωστά έχει επισημανθεί, ο αντιαμερικανισμός εξελίχθηκε σταδιακά σε έναν ιδιότυπο «εθνικισμό των καταπιεσμένων», καθώς συναιρούσε τον καταγγελτικό λόγο του «αντιστασιακού ελληνικού έθνους» με τον υπόρρητο φιλοσοβιετισμό της κομμουνιστογενούς ελληνικής Αριστεράς.

Από αυτή την άποψη, έχει ιδιαίτερη σημασία ο τρόπος που αντιμετωπίζει τη σχέση της με την Αμερική η νέα «αριστερή» κυβέρνηση, καθώς ήδη έχει εντάξει τις ΗΠΑ στους υπαρκτούς αλλά και δυνητικούς συμμάχους της, γύρω από το ζήτημα του ελληνικού χρέους. Ήδη από το καλοκαίρι άλλωστε, ο υπουργός Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής Τζακ Λιου είχε δηλώσει ότι πρέπει να συμφωνηθεί μια «μορφή αναδιάρθρωσης» του χρέους της Ελλάδας, ενώ επισήμανε ακόμη πως η αμερικανική κυβέρνηση θα φροντίσει για να μη συμβεί οποιοδήποτε «ατύχημα» στις διαπραγματεύσεις της Ελλάδας με τους πιστωτές της.

Ο νέος «μνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ» έκανε σημαία το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους, θεωρώντας ότι είναι το μόνο άλλοθι που διαθέτει για να πείσει τους ψηφοφόρους ότι η «δεύτερη φορά» Αριστερά στην κυβέρνηση μπορεί να προσφέρει μια νέα υπόσχεση. Ξεκινώντας από τη Μεγάλη Ιδέα της «διαγραφής» του χρέους, ο ΣΥΡΙΖΑ προσχώρησε σύντομα στη Μικρά Ιδέα της «ελάφρυνσης», με όπλο τη γεωπολιτική σημασία της χώρας μας και την φιλική πίεση των Αμερικανών συμμάχων προς την Ευρώπη.

Κάπως έτσι, οι μισές αλήθειες γέννησαν νέα ψέματα. Η Αμερική πράγματι ενδιαφέρεται για μια λύση στη συνεχιζόμενη ελληνική κρίση, γνωρίζοντας ωστόσο ότι το 70% του ελληνικού χρέους βρίσκεται πλέον οριστικά στα χέρια της Ευρώπης. Ακόμη και μετά την πιθανή απομάκρυνση του ΔΝΤ από το νέο Μνημόνιο της χώρας, (όπως και όποτε γίνει αυτή η απομάκρυνση), η Ευρώπη θα ρυθμίζει τους όρους μιας πιθανής «αναδιάρθρωσης» του ελληνικού χρέους, σύμφωνα με τους κανόνες της δανειακής σύμβασης και την εφαρμογή των μέτρων που απορρέουν από αυτή.

Εδώ και καιρό, ο ΣΥΡΙΖΑ προβάλλει επικοινωνιακά, στο πλαίσιο της υποτιθέμενης «σκληρής διαπραγμάτευσης», τη διεθνοποίηση του ελληνικού χρέους. Ο νέος —και μάλλον ευκαιριακός— φιλοαμερικανισμός του εξυπηρετεί βέβαια αυτή τη γραμμή. Πρόκειται για μια λανθασμένη γραμμή που θα αποτύχει και πιθανόν να δημιουργήσει νέα προβλήματα. Ένας Ευρωπαίος πρωθυπουργός που δηλώνει επί Αμερικανικού εδάφους ότι κάποιοι θέλουν να «διαιρέσουν την Ευρώπη», ότι βρήκε περισσότερα «ευήκοα ώτα στην Αμερική παρά στις Βρυξέλλες» και ότι αναμένει την «αμερικανική υποστήριξη στις ελληνικές θέσεις», έχει κάνει τρία μεγάλα λάθη: α) αγνοεί βασικές αρχές της διπλωματίας και παραβιάζει τα βασικά πρωτόκολλα της εξωτερικής πολιτικής β) αγνοεί ότι το ελληνικό χρέος αποτελεί πλέον αμιγώς ευρωπαϊκή υπόθεση και γ) αγνοεί ότι νέες συμμαχίες δεν μπορεί να στηρίζονται στο γραφικό και απλουστευτικό δίπολο «καλοί Αμερικανοί-κακοί Ευρωπαίοι».

Πολύ φοβάμαι ότι στη νέα κυβερνητική ρητορική ο φιλοαμερικανισμός του ΣΥΡΙΖΑ είναι ένας καινούργιος «αντιευρωπαϊσμός». Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ματέο Ρέντσι, με σχεδόν παρόμοια αγγλικά με αυτά του Αλέξη Τσίπρα, κέρδισε το ενδιαφέρον του αμερικανικού κοινού, επειδή ακριβώς υπερασπίστηκε με πάθος την ευρωπαϊκή υπόθεση. Στο κάτω-κάτω, το πρόβλημα δεν ήταν τα ατελή αγγλικά των πρωταγωνιστών αλλά οι «σπασμένες γλώσσες» μιας ευρύτερης πολιτισμικής μετάφρασης. Ο Ρέντσι υπερασπίστηκε την Ευρώπη ενώ ο Τσίπρας φρόντισε να την καταγγείλει για να βγάλει ένα αμήχανο κομματικό μεροκάματο. Σε λίγες μέρες, όταν θα ολοκληρωθεί η πρώτη «αξιολόγηση του νέου ελληνικού Προγράμματος», το υπερατλαντικό ταξίδι θα μοιάζει με ένα jet lag με πολλαπλές διαταραχές για το νέο κυβερνητικό επιτελείο. Ο αποπροσανατολισμός θα είναι μάλλον το κυρίαρχο σύμπτωμα σε ένα ακαθόριστο και θολό χάρτη, χωρίς σαφή σύνορα, συμμάχους και πολιτικές οικογένειες. Κι όμως. Το νέο ερώτημα που φέρει την «αριστερή» υπογραφή του κ. Τσίπρα θα γίνεται ολοένα και πιο πιεστικό. Σε ποια Δύση ανήκουμε, μετά τα συνθήματα της Μεταπολίτευσης; Όταν μάθει την απάντηση ο κ. Τσίπρας, ας την πει και στον κ. Μπαλαούρα για να γλυτώσουμε επιτέλους από τις «σπασμένες γλώσσες» της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Δημοσιεύτηκε στο blog DimArt