Την Πέμπτη 31 Αυγούστου, κατά την διάρκεια της προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή για τις δασικές πυρκαγιές, έλαβαν χώρα εξελίξεις που εν προκειμένω έχουν να κάνουν με το κοινοβουλευτικό κόμμα ‘Σπαρτιάτες’ του Βασίλη Στίγκα. Πιο συγκεκριμένα, ο επικεφαλής του κόμματος που μέχρι προ ολίγου φαινόταν πως διαθέτει μόνο κοινοβουλευτική ομάδα, προχώρησε στη διαγραφή τριών βουλευτών του κόμματος: Του Γιάννη Κόντη, του Γιάννη Δημητροκάλη και του Χαράλαμπου Κατζιβαρδά.
Επισημαίνει σχετικά η δημοσιογράφος Μυρτώ Λιαλιούτη με άρθρο της στην εφημερίδα ‘Τα Νέα’: «Η εικόνα του Βασίλη Στίγκα ως αρχηγού χωρίς βουλευτές στα έδρανα, κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τις πυρκαγιές στην Ολομέλεια, ήταν ενδεικτική του τι θα ακολουθούσε, με τις διαγραφές τριών βασικών προσώπων (Ιωάννης Κόντης, Ιωάννης Δημητροκάλης, Χαράλαμπος Κατζιβαρδάς), κατηγορώντας τους ως υποκινούμενους από «ξένα κέντρα» που παραπέμπουν σε «Greek Mafia και Δον Κορλεόνε».[1]
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως τα άδεια κοινοβουλευτικά έδρανα των ‘Σπαρτιατών’ ή αλλιώς, η στάση απείθειας και αποχής που επέλεξαν οι βουλευτές του κόμματος δεν αποτέλεσαν (δεν στεκόμαστε κριτικά απέναντι στην ανάλυση της Μυρτώς Λιαλιούτη), αιτία για την διαγραφή των τριών συγκεκριμένων βουλευτών.
Σε μία τέτοια περίπτωση, η στάση τους λειτούργησε ως ‘θρυαλλίδα’ που ανέδειξε στην επιφάνεια τις βαθύτερες πολιτικοϊδεολογικές διαιρέσεις που ενυπάρχουν εντός κόμματος,[2] την ‘σύγκρουση’ εξουσίας που εκτυλίσσεται στο προσκήνιο μεταξύ του Βασίλη Στίγκα και του Ηλία Κασιδιάρη, του οποίου η ισχυρή προσωπικότητα ασκεί μία ιδιαίτερη επιρροή σε βουλευτές του κόμματος (ο Γιάννης Κόντης δεν εμπίπτει στην κατηγορία των ‘ιδεολόγων’), εξέλιξη η οποία διαμορφώνει φυγόκεντρες τάσεις, τις διαφωνίες για την αντιπολιτευτική στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσει αυτό το εθνικο-πατριωτικό ή εθνικιστικό, κατά δήλωση του προέδρου του, πολιτικό κόμμα.[3]
Και είναι η αλήθεια πως ο Βασίλης Στίγκας δυσκολεύεται πολύ να ‘ανταγωνιστεί’ τον Ηλία Κασιδιάρη σε ηγετικό προφίλ,[4] κάτι που αφενός μεν επιτείνει το χάσμα εντός του κόμματος, και, αφετέρου δε, θέτει τις βάσεις για την διαμόρφωση συνθηκών μίας άτυπης διαρχίας, με τον Ηλία Κασιδιάρη να ενισχύει με αυτόν τον τρόπο τον ήδη διαμορφωθέν ‘μύθο’ του, επιτυγχάνοντας δια της απουσίας όσα δεν θα μπορούσε να καταφέρει εάν ήσαν ‘παρών’. Είτε ως βουλευτής είτε ως επικεφαλής κοινοβουλευτικού κόμματος.[5]
Η ‘απουσία’ του (προφυλακισμένος στις φυλακές Δομοκού), τον θέτει στο επίκεντρο, του προσφέρει την δυνατότητα όχι να ‘χτίσει’ μία νέα πολιτική καριέρα πάνω στο αφήγημα ‘είμαι πολιτικός κρατούμενος του σάπιου ανθελληνικού συστήματος’, αλλά, αντιθέτως, να προσλάβει οιονεί Μεσσιανικά χαρακτηριστικά, καλλιεργώντας και συντηρώντας την προσδοκία: ‘Θα έρθω ως πολιτικός Μεσσίας και τότε θα αλλάξουν όλα’.[6] Εν τη απουσία του, αλλάζουν οι ‘Σπαρτιάτες’, εν τη απουσία του ο Βασίλης Στίγκας που δεν έχει ‘προφίλ Βελόπουλου’, αδυνατεί να διαχειριστεί την νέα κατάσταση.
Στρεφόμενοι, επιστημονικά πάντα, στην πάντα χρήσιμη θεωρία των πολιτικών κομμάτων, θα επισημάνουμε πως η έλλειψη εσωκομματικών οργάνων που θα λειτουργούσαν ως δικλείδα ασφαλείας σε μία τέτοια περίπτωση, επιτείνει την κρίση στο εσωτερικό του κόμματος.
Και η έλλειψη αυτή αρκεί για να μας θυμίσει πως οι ‘Σπαρτιάτες’ ουσιαστικά αναδημιουργήθηκαν μετά τις βουλευτικές εκλογές της 25ης Ιουνίου του 2023 ως κοινοβουλευτικό κόμμα, το οποίο πλέον στερείται όχι μόνο των εσωκομματικών οργάνων, αλλά και της κοινοβουλευτικής ηγεσίας. Ο επικεφαλής υπάρχει,[7] που είναι όμως οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι; Κάποιος άλλος μπορεί να αναρωτηθεί βέβαια ‘που είναι οι βουλευτές του κόμματος’;
[1] Βλέπε σχετικά, Λιαλιούτη, Μυρτώ, ‘Σκηνικό διάλυσης στους «Σπαρτιάτες»,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα’, 01/09/2023, σελ. 13. Αυτό που θα μπορούσε να εκπλήξει τόσο τους βουλευτές των άλλων κοινοβουλευτικών κομμάτων όσο και τους πολίτες που ενδιαφέρονται για όσα λαμβάνουν χώρα σε αυτό το κόμμα, θα ήσαν η επίδειξη ρητορικών ικανοτήτων από πλευράς του Βασίλη Στίγκα. Αυτό όμως δεν συνέβη, με μία την ομιλία του από το βήμα της Βουλής να είναι κοινότοπη και αδιάφορη, πράγμα που συνεπάγεται πως όχι απλά θα ξεχαστεί γρήγορα από τους παριστάμενους βουλευτές και αρχηγούς πολιτικών κομμάτων, αλλά ξεχάστηκε ήδη. Είναι περισσότερο δόκιμο θεωρητικά να μιλάμε με παρελθοντικούς όρους. Η επιχειρηματολογία που χρησιμοποίησε ήσαν καθ’ όλα καταγγελτική, εστιασμένη στα ‘πεπραγμένα’ και στις ‘παραλείψεις’ της κυβέρνησης, καθ’ όλα γραμμική, ήτοι τα επιχειρήματα είχαν μία συνέχεια (από όλους τους τύπους κοινοβουλευτικής ομιλίας, η καταγγελτική ομιλία είναι αυτή που περισσότερο θυμίζει ‘έκθεση ιδεών’), με εμφανή τον στόχο του ίδιου να μην παρεκκλίνει ούτε κατ’ ελάχιστον από το κείμενο, και, επίσης, καθ’ όλα ‘γλωσσική.’ Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως ο Βασίλης Στίγκας απέφυγε να επενδύσει πόρους στο «περιστασιακό μεσο-περικείμενο» (situational ‘’meso-context’’), για να παραπέμψουμε στους Van Eemeren & Τσαγκαράκη. Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως ο Βασίλης Στίγκας δεν διάνθισε την ομιλία του με εξω-γλωσσικές πρακτικές, όπως μία «έκφραση δυσπιστίας» (αλά Ζωή Κωνσταντοπούλου, που είναι η ‘πρώτη διδάξασα’ του «περιστασιακού-μεσο-περικείμενου»), για όσα υποστήριξε ο Πρωθυπουργός και για όσα μπορεί να του είπε ο Πρόεδρος της Βουλής. Για έναν πολιτικό τέτοιου τύπου και επιπέδου, το πιο δύσκολο κομμάτι μίας κοινοβουλευτικής συζήτησης είναι η δευτερολογία, καθότι δεν είναι σε θέση να μπορέσει πλήρως να αντιμετωπίσει, γλωσσικώ τω τρόπω, την προηγηθείσα επιχειρηματολογία, ειδικά εάν λάβουμε υπόψιν πως για να συμβεί κάτι τέτοιο απαιτείται στοχασμός εντός της αίθουσας: Δηλαδή, σκέψη πάνω σε όσα αναφέρθηκαν, ώστε είτε να ανασχεδιαστεί κατάλληλα η ομιλία, είτε να προκύψει μία καινούργια ex nihilo. Εκ του μηδενός. Από την στιγμή όπου ο Βασίλης Στίγκας δεν κατάφερε να κερδίσει τις εντυπώσεις σε ρητορικό επίπεδο, το πιθανότερο ήσαν το απασχολήσει την επικαιρότητα με αρνητικό τρόπο. Μία καλή κοινοβουλευτική του παρουσία, θα μπορούσε να εξισορροπούσε την κατάσταση. Βλέπε σχετικά, Van Eemeren, F.H., ‘Argumentation theory. A pragma-dialectical perspective,’ Dordecht, Springer, 2018. Βλέπε και, Τσαγκαράκη, Ειρήνη., ‘Ελληνικός κοινοβουλευτικός λόγος,’ Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2022, Διαθέσιμη στο: Ελληνικός κοινοβουλευτικός λόγος (didaktorika.gr)
[2] Και όμως, δεν είναι σπάνιο για την κοινοβουλευτική μας παράδοση και κουλτούρα, να ανακύπτουν εντάσεις και ‘συγκρούσεις’ στα μικρότερα κοινοβουλευτικά κόμματα τα οποία συν τοις άλλοις βιώνουν με πιο έντονο τρόπο τις συνέπειες συγκριτικά με τα μεγαλύτερα κόμματα λόγω μεγέθους. Τα προβλήματα και οι εσωκομματικές-κοινοβουλευτικές ‘συγκρούσεις’ δεν κρύβονται ή δεν μπορούν να κρυφτούν σε μία τέτοια περίπτωση.
[3] Εν αντιθέσει με πολιτικά κόμματα που ανήκουν στην ίδια πολιτική οικογένεια, όπως είναι η ‘Εναλλακτική για την Γερμανία’, οι ‘Σπαρτιάτες’ δεν είναι καθόλου εξοικειωμένοι με το είδος εκείνο του λαϊκισμού που οι Γκερμπάουντο & Πίντο, προσδιορίζουν ως «ψηφιακό λαϊκισμό» ή αλλιώς, ως «λαϊκισμό 2.0». Αυτό το είδος λαϊκισμού ή ορθότερα, εθνικο-λαϊκισμού αναπτύσσεται μέσα σε διάφορα διαδικτυακά blog και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κατά κύριο λόγο στο Facebook, εκεί όπου στελέχη του κόμματος και υποστηρικτές του συγκροτούν ‘κοινότητες φίλων και μελών’ που λειτουργούν ως ιδιαίτερα ‘γλωσσικά-πολιτικά οικοσυστήματα’ εντός των οποίων το ασύστολο ‘λαϊκίζειν’ μπορεί να προξενήσει ‘ευτυχία’ και χαρά ανάλογη του like (σύμφωνα με την διατύπωση του Momoc, «ο απλός λαός έχει μετατραπεί σε γενικούς χρήστες του διαδικτύου»), και του κοινοποίησης ‘δικού σου υλικού.’ Εάν υπήρχαν οργανωμένες ‘κοινότητες μελών και φίλων’ στο Facebook, οι οποίες θα τάσσονταν υπέρ του Βασίλη Στίγμα, τότε αυτός θα αισθάνονταν περισσότερο ενισχυμένος πολιτικά. Γιατί όμως δεν δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην ανάπτυξη ενός «ψηφιακού λαϊκισμού»; Πρώτον, διότι το κόμμα επέμεινε να προσπαθεί να διοχετεύσει τον εθνικο-λαϊκιστικό του λόγο προς συμβατικά κανάλια επικοινωνίας, δίχως όμως ιδιαίτερη επιτυχία, έως την στιγμή όπου ο Ηλίας Κασιδιάρης τάχθηκε υπέρ του προεκλογικά. Δεύτερον, διότι κατά βάση ήσαν κόμμα ‘αόρατο’, με μηδαμινή απήχηση ακόμη και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εκεί όπου υπήρχαν μόνο οι λογαριασμοί του Βασίλη Στίγμα και διαφόρων μελών. Τρίτον, διότι υπήρχε ο υπόρρητος φόβος πως ό,τι λαϊκιστικό ειπωθεί (εντός του εν ευρεία εννοία «ψηφιακού λαϊκισμού», θα συμπεριλάβουμε και την ανάρτηση, αναπαραγωγή και διακίνηση υπό μορφή video, των Fake News και της σκόπιμης παραπληροφόρησης), από πλευράς κόμματος όλο και κάποιος θα βρεθεί να το υπερκεράσει, με αποτέλεσμα το comment (η πιο συντομευμένη εκδοχή «ψηφιακού λαϊκισμού»), να ‘χαθεί’ μέσα στην Φεϊσμπουκική ανωνυμία. Βλέπε σχετικά, Momoc, A., ‘Populism 2.0. Digital Democracy and the New ‘’Enemies of the People,’’ Communication Today, 9, 1, 2018, σελ. 58-76. Gerbaudo, P., ‘Social Media and Populism: An Elective Affinity?,’ Media, Culture & Society, 40, 5, 2018, σελ. 745-753. Και, Πίντο, Φιλίπε, Χοσέ., ‘Μύθοι, Πλάνες και Πραγματικότητες για το Λαϊκισμό: Προς Μια Νέα Τυπολογία,’ Αθηναϊκό Ακαδημαϊκό Περιοδικό, Τόμος 2, Τεύχος 2, Οκτώβριος 2022, σελ. 51. Ολόκληρο το άρθρο διαθέσιμο στο: 2022-AAP-2-3-Pinto.pdf (atiner.gr)
[4] Όσο περισσότερο εμπεδώνεται σε βουλευτές του κόμματος η αντίληψη πως ο Ηλίας Κασιδιάρης διαδραμάτισε τον πλέον καθοριστικό ρόλο για να εισέλθει το κόμμα στην Βουλή, τόσο περισσότερο σχηματίζουν την εντύπωση πως είναι ‘αυτός και μόνος αυτός’ που θα καταφέρει να ‘συντρίψει’ τον ‘Μπακογιαννισμό’ στην Αθήνα, ο οποίος εδώ εκλαμβάνεται ως ‘παρακλάδι’ του ‘συστημικού Μητσοτακισμού’. Όσο περισσότεροι ομνύουν σε μία καθαυτό αντι-συστημική ρητορική, τόσο περισσότερο είναι πιθανό να έλκονται από τις θέσεις και τις απόψεις Κασιδιάρη.
[5] Είναι γεγονός πως οι ‘Σπαρτιάτες’ δεν έσπευσαν να πλειοδοτήσουν σε πράξεις βίας και σε φαινόμενα εθνικο-πατριωτικού ή βίαιου εθνικιστικού ακτιβισμού, όπως έπραξαν στελέχη της Ελληνικής Λύσης του Κυριάκου Βελόπουλου στην περιοχή του Έβρου. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει πως τα μέλη του κόμματα δεν έχουν οικειοποιηθεί βίαιες πρακτικές, σε ένα λεπτό σημείο όπου ο επικεφαλής του κόμματος απέφυγε να να αξιοποιήσει την συγκεκριμένη περίοδο για την περαιτέρω ‘ριζοσπαστικοποίηση’ των μελών και των βουλευτών, όπως κάνει ο Κυριάκος Βελόπουλος.
[6] Η στρατηγική απονομιμοποίησης έως ‘δαιμονοποίησης’ του (ο ‘έγκλειστος’ ή ο ‘προφυλακισμένος του Δομοκού’ τον αποκαλούν και δημοσιογράφοι, δίχως να κάνουν ρητή αναφορά στο όνομα του, θεωρώντας απλοϊκά και εσφαλμένα πως η παράλειψη αυτή και θα τον ‘σβήσει’ από το προσκήνιο και θα υπενθυμίσει προς όλους την πραγματικότητα ως ‘έχει’: ‘Κοιτάξτε τον, είναι στη φυλακή, απλά είναι στη φυλακή’), δεν έχει καταστεί ιδιαίτερα αποδοτική, ειδικά εάν λάβουμε υπόψιν πως ο Ηλίας Κασιδιάρης μόνο συναισθήματα φόβου δεν γεννά σε φίλους, υποστηρικτές αλλά και αντιπάλους.
[7] Ο επικεφαλής και υπάρχει και αποδέχεται τις αρχές και τις αξίες που διέπουν την φιλελεύθερη δημοκρατία. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για βουλευτές που εκλέχθηκαν με τους ‘Σπαρτιάτες.’