Σπαράζει και η δημοσιογραφία της «ηδονοβλεψίας»

Πόπη Διαμαντάκου 19 Ιαν 2014

Την ώρα που οι δημοκρατίες της Ευρώπης αναζητούν διέξοδο από τα πνιγηρά προβλήματα της κρίσης και ετοιμάζονται για τις πιο καθοριστικές εκλογές στην ιστορία της Ενωσής τους, η δημοσιογραφία –της– κλειδαρότρυπας, κοινώς της τύφλωσης, κάνει ηχηρή αναδίπλωση και αντιπροτείνει μια γνώριμα ηδονική «ένωση» των Ευρωπαίων διά της μαζικής κατανάλωσης των τοξικών προϊόντων της. Το επέτυχε.

Η υπόθεση απιστίας του Γάλλου προέδρου Φρανσουά Ολάντ ήρθε στη δημοσιότητα με όλο το τελετουργικό της ηδονικής θέας στο «κρυφό», την παπαρατσική δηλαδή φωτογράφιση μιας κλεμμένης προσωπικής στιγμής. Μιας στιγμής, η οποία υπόκειται στον έλεγχο της κοινωνικής ηθικής, ενδεχομένως και των προσωπικών σχέσεων του Ολάντ, αλλά απέχει μακράν από το να αποτελεί «δημόσια υπόθεση» με άλλο τρόπο πλην του κουτσομπολιού.

Αυτό το τελευταίο, ωστόσο, αποτέλεσε το πανίσχυρο υπνωτικό των κοινωνιών της αφασικής κατανάλωσης, των κοινωνιών όπου το δημοκρατικό ιδεώδες της ισότητας εκφυλίστηκε σε ύπουλα βίαιη εξομοίωση του πλήθους διά του βομβαρδισμού του με μιντιακές ψευδαισθήσεις. Τα ισχυρά ίχνη αυτής της εποχής ήρθαν και πάλι στην επιφάνεια με την κριτική που ξέσπασε για την ερωτική συμπεριφορά Ολάντ, προφανώς πιο «γκουρμέ» από την κριτική στις αποτυχημένες προσπάθειές του να μειώσει την ανεργία. Αλλά ακριβώς γι’ αυτό, οι κλυδωνισμοί στην πολιτική σκηνή είναι και ισχυρότεροι. Γιατί η δημοσιογραφία της «κλειδαρότρυπας» νομιμοποιεί τον πιο άγριο κιτρινισμό και εξ αυτού την κορύφωση θεωριών συνωμοσίας. Πρόκειται για τους κρίκους της μιντιακής αλυσίδας που, παγιδεύοντας την κρίση των πολιτών, ανοίγει τον δρόμο για σπασμωδικές πολιτικές εξελίξεις.

Αν έχει νόημα για τους Ευρωπαίους πολίτες η υπόθεση Ολάντ, είναι μόνο για να υπενθυμίσει ότι η συζήτηση για τα ήθη της δημοσιογραφίας παραμένει ανοιχτή και ας ξεκίνησε στα τέλη του προπερασμένου αιώνα, όταν ένα κόμικ στριπ με ήρωα ένα ατίθασο χαμίνι της Νέας Υόρκης, που φορούσε κίτρινο κοστουμάκι, πρόσφερε τον όρο «κιτρινισμός» σε ένα είδος της δημοσιογραφίας, η οποία εκείνη την εποχή άρχισε να μπερδεύει είδηση και συναίσθημα. Με την ενίσχυση του δεύτερου εις βάρος των αρχών της πρώτης, μετακινήθηκε οριστικά η μέχρι τότε ιερή για τη δημοκρατία ενημέρωση των πολιτών σε σφαίρες πιο ψυχαγωγικές, όπου η πραγματικότητα άρχισε να υποχωρεί μπροστά στην αφήγηση ενός γαστριμαργικού story.

Η ίδια συζήτηση συνεχίστηκε όταν ο ανταγωνισμός των εκδοτικών γιγάντων Πούλιτζερ και Χιρστ καθιέρωσε το ψυχαγωγικό σκέλος στην ενημέρωση και εξελίχθηκε με την εμφάνιση του Μέρντοχ στη Βρετανία, τη δεκαετία του 1960, του οποίου ο εκδοτικός κολοσσός –θερμός υποστηρικτής του θατσερισμού– βρέθηκε εντέλει πριν από τρία χρόνια να κατηγορείται για ποινικά κολάσιμες μεθόδους, όπως οι τηλεφωνικές υποκλοπές, προκειμένου να εξασφαλίσει γαστριμαργική «ενημέρωση» για το κοινό του.

Στην υπόθεση Ολάντ η τοξική βόμβα είναι το «κρυφό». Αυτό ερεθίζει τις μύχιες ηδονές του φιλοθεάμονος, για να ακολουθήσει η μιντιακή έκρηξη, η οποία αφορά πλέον την αγωνία επιβίωσης Μέσων και δημοσιογράφων. Γιατί μπορεί οι Γάλλοι να δήλωσαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία (77%) ότι ουδόλως τους αφορά η προσωπική ζωή του προέδρου, αλλά το πολιτικό ρεπορτάζ υποχώρησε στο λαϊφστάιλ, ενώ έκαναν τις δέουσες απευθείας συνδέσεις τα γαλλικά κανάλια με το νοσοκομείο όπου βρέθηκε με νευρικό κλονισμό η επίσημη συμβία του, Τριερβελέρ –δημοσιογράφος και αποκαλούμενη «χαϊδευτικά» από τους συναδέλφους της «ροντβάιλερ»–, για τα μάτια της οποίας είχε χωρίσει τη μητέρα των τεσσάρων παιδιών του Σεγκολέν Ρουαγιάλ. Ιδανικά υλικά για αποκτήσει διαστάσεις σαπουνοπερικού σκανδάλου μια υπόθεση που αφορά την κρεβατοκάμαρα ενός ηγέτη.

Ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος. Τι έχει αλλάξει από την εποχή Κένεντι ή και Μιτεράν, οι οποίοι επίσης είχαν ανάλογες ερωτικές δραστηριότητες; Τότε ακόμη υπήρχε η «δημοσιογραφία κυρίων», γράφουν Αμερικανοί αναλυτές.

Ως εκ τούτου, θα μπορούσαμε να δούμε την υπόθεση και σαν σύγκρουση δύο διαφορετικών ειδών δημόσιας κουλτούρας και εντέλει δημοκρατικής κουλτούρας. Η μία της παραδοσιακής αστικής δημοκρατίας, που αντιστέκεται στη σύγχυση ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας, και η άλλη, η κουλτούρα του ριάλιτι και της αμερικανικής ηθικολαγνείας, η οποία έχει σταδιακά ταυτίσει την πολιτική με το θέαμα στο όνομα μιας ψευδοδιαφάνειας με τα γνωστά τραγελαφικά αποτελέσματα στην αμερικανική πολιτική σκηνή (υπόθεση Κλίντον).

Οι Γάλλοι δείχνουν να αντιστέκονται στη δεύτερη, παρά τις προσπάθειες Σαρκοζί να την καταλύσει με το προσωπικό του παράδειγμα, και λένε ότι δικός του «δάκτυλος» βρίσκεται στο σύστημα που αποκάλυψε τις αταξίες Ολάντ. Πάντως, οι φανατικοί θεατές της συγκλονιστικής πολιτικής σαπουνόπερας «Scandal» (από την έξοχη Shonda Rhimes) μπορούν να διαπιστώσουν πόσο η πραγματικότητα της πολιτικής τροφοδοτεί μια συναρπαστική τηλεόραση.