Τουλάχιστον είκοσι χρόνια πριν, είχαν ξεκινήσει στην Ευρώπη έντονες συζητήσεις πάνω στο φαινόμενο της ανόδου του δεξιού εξτρεμισμού.
Κυριαρχούσε η αναζήτηση αναλογιών ανάμεσα στα νεοφασιστικά κινήματα του τέλους του 20ου αιώνα με τον ιστορικό φασισμό του ?20 και του ΄30. Η Βαϊμάρη είχε βγει στη φόρα στα στόματα και στα φόρα.
Η τάση αυτή γρήγορα υποχώρησε, ακόμα και μεταξύ των αντιφασιστών της αριστερής διανόησης, καθώς οι σύγχρονες συνθήκες έδειχναν σαφή αδυναμία των νεοφασιστικών κομμάτων να αποτελέσουν εναλλακτικούς πόλους διακυβέρνησης, αλλά και πλήρη αδυναμία πειστικής επίκλησης βασικών προταγμάτων του ιστορικού φασισμού, όπως αυτά της οικονομικής καταστροφής, της εξαθλίωσης, της σοβιετικής απειλής και του ζωτικού χώρου.
Έγραφε ο Stanley Payne «Ο Δυτικός κόσμος έχει αποκτήσει αντισώματα κατά του φασισμού και όλες οι πολιτιστικές τάσεις του δεύτερου μισού του αιώνα μας (του 20ου δηλαδή), τον αντιμάχονται. Ακόμη και μία μεγάλη οικονομική κρίση δεν θα είναι αρκετή κατά πάσα πιθανότητα να τον ξαναζωντανέψει, επειδή οι αντίπαλοί του είναι καλύτερα προετοιμασμένοι, ενώ ο φασισμός δεν διαθέτει μία ευρύτερη φιλοσοφική βάση που θα τον έκανε αξιόπιστο σε όλον τον πληθυσμό».(1)
Σήμερα είναι ολοφάνερη η υπερβολική αισιοδοξία του.
Στους εν γένει προβληματισμούς των υπερασπιστών της Δημοκρατίας έκανε την εμφάνισή της η τάση έρευνας της σχέσης «παλιού και νέου φασισμού» στο πεδίο της ρητορικής και της προπαγάνδας, αναδεικνύοντας το λαϊκισμό ως διαχρονικό εργαλείο του φασιστικού φαινομένου.
Κομμάτι της αριστερής διανόησης έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εμπέδωση αυτής της άποψης.
Σύντομα, η πίεση της πραγματικότητας των δύο τελευταίων (κυρίως) δεκαετιών του 20ου αιώνα περιθωριοποίησε την αντίληψη ότι ο λαϊκισμός είναι συστατικό μόνο του φασισμού, ιστορικού και νέου, αφού στοιχεία του ήταν έντονα και διάχυτα σε μαρξιστικούς σχηματισμούς μερικοί από τους οποίους είχαν ήδη έντονη ιδεολογική επιρροή και κομματικές αναφορές σε δημοκρατικές χώρες μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Δεν ήταν δύσκολο να τύχει αποδοχής η άποψη ότι ο λαϊκισμός ως οικουμενικό φαινόμενο, διαπερνώντας τις σχέσεις των κοινωνικών δίπολων Λαός-Ελίτ, Πολίτης-Κράτος, Ατομικότητα-Συλλογικότητα, καθίσταται συστατικό στοιχείο του γενικότερου φαινομένου του Ολοκληρωτισμού. Μία απλή αναστοχαστική ματιά στο παρελθόν των κομμουνιστικών κρατών, εύκολα επανέφερε στο προσκήνιο τις εμβληματικές ομοιότητες φασιστικών και κομμουνιστικών καθεστώτων.
To ευρωκομμουνιστικό ρεύμα του δημοκρατικού σοσιαλισμού εκμετρώντας το ζην είχε αποσυρθεί ήδη, με έναν λυρικό λυγμό(!) αντί κάποιου επαναστατικού ταρατατζούμ του τύπου «όπλα παρά πόδας» στο περιθώριο της Ιστορίας, κληρονομώντας μας (για να είμαστε δίκαιοι) την πανηγυρική φαντασμαγορία αποκαθήλωσης του λενινισμού και ταυτόχρονης αποθέωσης κάποιου (νέο)μαρξισμού.
Χρειάστηκε λιγότερο από δύο δεκαετίες για να αποδειχθεί κι αυτός τόσο παλαιός όσο και οι (νέες) ΘΕΣΕΙΣ ενός Αλτουσέρ που διέτρεχαν και είχαν εμπνεύσει όλο κείνο το γνωστό ευρωκομμουνιστικό πόνημα του Σαντιάγκο Καρίγιο, ΓΓ του Ισπανικού ΚΚ, με τίτλο «Ευρωκομμουνισμός και Κράτος» που σημειωτέον είχε κυκλοφορήσει ταυτόχρονα σε Ισπανία και Ελλάδα.(2)
Που τελείωνε ως εξής: «Οι πρόοδοι του σοσιαλιστικού κινήματος στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες είναι δυνατό να βοηθήσουν τη σοβιετική κοινωνία και τους σοβιετικούς κομμουνιστές να ξεπεράσουν τον τύπο αυτού του Κράτους να κάνουν βήματα προς την κατεύθυνση του μετασχηματισμού του σε γνήσιο Κράτος της δημοκρατίας των εργαζομένων. Αυτό αποτελεί ιστορική αναγκαιότητα που θα έκανε μεγάλο καλό στην υπόθεση του σοσιαλισμού σ? ολόκληρο τον κόσμο και θα ?πνιγε στη ρίζα τους πολλά από τα αστικά προπαγανδιστικά τεχνάσματα. Γι αυτό και είναι πολύ θλιβερό το ότι το 1968 δεν επιτράπηκε στους Τσέχους συντρόφους να συνεχίσουν το πείραμά τους»!
Βρισκόμενος τότε με την πλευρά της μαρξιστικής ορθοδοξίας, υποστήριζα ότι επρόκειτο προφανώς για υπονόμευση του ιμπεριαλισμού και των μονοπωλίων και έπρεπε οι αιρετικοί να ριφθούν πάραυτα στην πυρά διότι όταν μιλάγαμε για ιστορική αναγκαιότητα εμείς οι επαναστάτες μαρξιστές δεν παίζαμε με τις λέξεις όπως οι ρεβιζιονιστές, με τους τελευταίους να βρίσκονται με άλλη μία πανουργία της Ιστορίας σε παρόμοιο με εμάς διαζύγιο με την πραγματικότητα όπως δείχνει και το παραπάνω εδάφιο.
Σήμερα, με την απόσταση να μας επιτρέπει και την Ιστορία να μας προτρέπει να σχολιάσουμε με την πολυτέλεια του θεατή (to make coments and stay behind όπως λένε και στην κοινότητα Κάτω Παναγιάς) τι άλλο μπορεί συντρόφισσες και σύντροφοι να μας ενώνει από το να χαμογελάσουμε συμφωνώντας ότι «πάντως όσο κράτησε το διασκεδάσαμε»!
Τι άλλο;
Γιατί έρχεται ο άλλος και σου λέει: «Μόνο ο Τσίπρας δεν φωτογραφήθηκε με τον Λιγνάδη» και σκέφτεσαι από μέσα σου «πώς να φωτογραφηθεί βρε μαλάκα αφού δεν έχει πάει ποτέ του σε θέατρο» αλλά δε λες τίποτα σκύβεις το κεφάλι κι απομακρύνεσαι βυθισμένος στις σκέψεις σου:
-Έχει καμιά διαφορά, λες με το νου σου, αν ο κάθε Λιγνάδης είναι ηθοποιός, γεωργός, γιατρός, υδραυλικός η αστροναύτης;
-Δυστυχώς έχει! Έχει για όσους ανήκουν στον «καλό λαό» της κάθε ΑΥΡΙΑΝΗΣ και της κάθε ΑΥΓΗΣ που πολεμάνε τις «διεφθαρμένες ελίτ», που «ή θα τις τελειώσουμε ή θα μας τελειώσουν».
Και με αυτές τις μελαγχολικές σκέψεις για το σύγχρονο φασιστικό φαινόμενο κάθομαι και γράφω άλλο ένα άρθρο για τη «Μεταρρύθμιση», το στέλνω και μου απαντάει ο άγιος Μιχάλης στο mail «μα πώς ρε Θόδωρε να το ανεβάσω με τέτοια φρασεολογία»;
Τι λέτε και σεις συντρόφισσες και σύντροφοι;
Να το ανεβάσει ναι ή ού;
1. Stanley Payne, A History of Fascism: 1914-1945 University of Wisconsin Press 1955 p. 511
2. Στην Ισπανία από τις εκδόσεις Editorial Critica Barcelona 1977 και στην Ελλάδα από τις εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ 1977.