Ήταν 18 χρόνων, ομοφυλόφιλος και είχε γοητευτεί από τη ναζιστική ιδεολογία – «ήταν απλή: το άσπρο και το μαύρο. Δεν μου άρεσε που χάναμε την πατρίδα μας απ΄ τους ξένους, που μας κυβερνούσε το κεφάλαιο των εβραίων». Ο Κάρστεν S., 33 χρόνων σήμερα, δικάζεται στο Μόναχο με άλλους τέσσερις Γερμανούς για δέκα ρατσιστικούς φόνους (εναντίον Τούρκων κι ενός Έλληνα, όλοι μετανάστες) στην περίοδο 2000-2010. Εμφανίστηκε στο δικαστήριο φορώντας ένα μπλε φούτερ με το κεφάλι του στην κουκούλα. Έχει ξεκόψει (κατά δήλωσή του, εδώ και 13 χρόνια) από τους νεοναζιστές, συνεργάστηκε με την αστυνομία, έχει αποφυλακιστεί με εγγύηση, κουκουλώθηκε για να μη γίνει στόχος ακροδεξιών και, αν κριθεί ένοχος, η ποινή του θα είναι 3-15 χρόνια φυλακής.
Η κατάθεση του Κάρστεν S. αποτελεί ένα έξοχο ψυχογράφημα ενός ακροδεξιού-νεοναζιστή. Σε μιαν απλοϊκή αφήγηση, ο Γερμανός κατηγορούμενος επεξηγεί την προσχώρησή του στην ακροδεξιά ομάδα ανατρέχοντας στο εφηβικό παρελθόν του. Φοιτώντας σε επαγγελματικό λύκειο γοητεύθηκε από έναν ακροδεξιό συμμαθητή του. «Πήγαινα μαζί του κι ακούγαμε ακροδεξιά συγκροτήματα. Έγινα μέλος της ομάδας τους, ένιωθα να με σέβονται, ένιωθα καλά, ένιωθα δυνατός. Μου άρεσε η αίσθηση ότι ανήκα κάπου, νόμιζα ότι είχα γίνει μεγάλος»…
Απαντώντας σε ερωτήσεις των δικαστών, κατά το σχετικό δημοσίευμα του Spiegel, εξηγεί απλά (και ανατριχιαστικά) πώς συμμετείχε στο σπάσιμο της βιτρίνας ενός μαγαζιού ντόνερ-κεμπάπ Τούρκου μετανάστη. «Κάποιος είχε την ιδέα κι ακολουθούσαμε. Είχα δώσει κι εγώ μερικές μπουνιές. Δεν θυμάμαι συγκεκριμένα περιστατικά, υποθέτω ότι το μαγαζί με το κεμπάπ εκλαμβανόταν ως εχθρός. Σπάγαμε πλάκα», είπε.
Κατά το ανακριτικό υλικό, ο συγκεκριμένος ενέχεται ότι διαμεσολάβησε ανάμεσα στον Ρ. Βόλεμπεν και την ομάδα – ο πρώτος έδωσε τα λεφτά, ο Κάρστεν αγόρασε το όπλο των εγκλημάτων (ένα Ceska 83 με σιγαστήρα) και το παρέδωσε στην ομάδα. Το γεγονός ότι το όπλο είχε σιγαστήρα και άρα ήταν ευνόητο ότι δεν θα το χρησιμοποιούσαν «για άμυνα», έκανε τους δικαστές να επιμείνουν: «όταν σου ζήτησαν να αγοράσεις το όπλο, σου εξήγησαν τι το θέλουν;», ρώτησαν τον κατηγορούμενο. «Δεν θυμάμαι, νομίζω πως κάναμε μια απλή κουβέντα που δεν είχε κάτι περίεργο. Δεν ήξερα τίποτα γι΄ αυτούς, ήθελα όμως να τους βοηθήσω», είπε.
Ξέκοψε, κατά δήλωσή του, το 2000, μετακόμισε από την ανατολική Γερμανία στο Ντίσελντορφ, σπούδασε κοινωνική παιδαγωγική, εργάσθηκε σε μια εκστρατεία κατά του AIDS ενθαρρύνοντας ομοφυλόφιλους να χρησιμοποιούν προφυλακτικά. Προφανώς, εκείνο το περιθωριακό φοβισμένο αγόρι, που θέλησε να ανταποδώσει το γεγονός ότι κάποιοι το ξεχώρισαν, το έβαλαν στην «παρέα» τους, του έδωσαν ρόλο και του ζήτησαν ταπεινά τη βοήθειά του, στα χρόνια που πέρασαν, εξελίχθηκε. Μπορεί και όχι. Μπορεί η αποσύνδεση να έγινε για τυχαίους λόγους, το κύμα της ζωής να τον έφερε τη μια φορά πλάι στους νεο-ναζί και την άλλη πλάι στις μειονότητες. Μπορεί να παρέμεινε ένα παιδί χωρίς έρμα.
Χτες στο Παρίσι έγινε σάλος: ένας έφηβος 18 χρόνων βρέθηκε κλινικά νεκρός, έπειτα από το ξύλο που έφαγε από μια νεο-ναζιστική ομάδα. Μέλος της «αντιφασιστικής δράσης» πήγε να ψωνίσει ρούχα σε ένα «μπαζάρ». Εκεί πήγαν και τα καλόπαιδα με τα τατουάζ «Τιμή και Αίμα», αρπάχτηκαν, βγήκαν έξω και τον άφησαν σε κώμα. «Για πλάκα», όπως θα έλεγε ο Κάρστεν S.
Παιδιά της ίδιας μήτρας, ξεβαριούνται δέρνοντας. Όπως ακριβώς είχε ψυχανεμιστεί η (δική μας) Λίνα Παπαδάκη όταν πέρσι είχε γράψει το εξαιρετικό «Ψηφοφόρος Χρυσής Αυγής, ετών 25». Δεν ξέρω αν ήταν ή δεν ήταν σωστή η μη προώθηση του αντι-ρατσιστικού νομοσχεδίου. Ξέρω ότι πολιτικά ήταν επιβεβλημένη η προώθησή του – σαν μια απάντηση της ελληνικής πολιτείας, μια στάση στήριξης της δημοκρατικής κοινωνίας. Όταν δεν μπορείς να περάσεις απ΄ το «ντιβάνι» όσους βρέθηκαν στο περιθώριο, πρέπει να υπενθυμίζεις το πλαίσιο της κοινωνίας όπου ζούμε. Η απάντηση της Πολιτείας μέχρι τώρα στις κάθε είδους «Μανωλάδες» είναι οι διώξεις. Σύντομο ανέκδοτο. Και άδικο. Για όλους τους υπόλοιπους που τρώνε «για πλάκα» τη γροθιά του «ισχυρού».