Το πλέον πιεστικό πρόβλημα της οικονομίας, εδώ και μήνες είναι η έλλειψη ρευστότητας, η χρηματοδοτική ασφυξία. Ακόμα και επιχειρήσεις με συνετή διαχείριση, που δεν ευημερούσαν κλέβοντας το κράτος ούτε παράγοντας «αέρα» αλλά δημιουργώντας νέα αξία, εμπορεύματα καθ’ όλα ανταγωνιστικά από πλευράς ποιότητας και τιμής, κινδυνεύουν να καταστραφούν εξαιτίας αυτής της έλλειψης. Η ασφυξία μεταφέρεται από κρίκο σε κρίκο στην αλυσίδα οικονομικής δραστηριότητας. Καμία (νόμιμη…) επιχείρηση δεν μένει αλώβητη.
Ανήκει στα «ελληνικά παράδοξα» ότι, όσο η κατάσταση επιδεινώνεται, τόσο η θεραπεία της παραπέμπεται στις καλένδες και τόσο πυκνώνουν οι ρητορείες περί «ανάπτυξης» και οικονομικής μεγέθυνσης που «θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας». Ωραία λόγια αλλά εν πολλοίς κενά, χωρίς πρακτικό περιεχόμενο, εφόσον τείνουν να παραπέμπουν την αντιμετώπιση του προβλήματος (με τρόπο «ριζικό» και «στέρεο»…) στο αόριστο μέλλον.
Χρήσιμο θα ήταν να προσγειωθούμε: Πριν από τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας (που δεν θα γίνει σήμερα ή αύριο…), ρεαλιστικό και δραματικά επείγον είναι να αναχαιτισθεί η μαζική καταστροφή θέσεων εργασίας που ήδη υπάρχουν. Για να συμβεί αυτό, πέραν όσων αλλαγών πρέπει να γίνουν μεσο- και μακρο-πρόθεσμα, άμεση προϋπόθεση είναι η αντιμετώπιση του προβλήματος της ρευστότητας. Αλλά συμβαίνει το αντίθετο: Το πρόβλημα επιδεινώνεται.
Η διαρροή κεφαλαίων στο εξωτερικό όχι μόνο συνεχίζεται αλλά παίρνει νέες μορφές: Παράλληλα με τις ξένες τράπεζες, τώρα «διαρρέουν» και μεγάλες, παραδοσιακές επιχειρήσεις – ενώ η κυβέρνηση ακίνητη θωρεί τις εξελίξεις, λες και αυτά που συμβαίνουν δεν είναι παρά κάποια συνήθης, απλή, αυτονόητη και αναμενόμενη εξέλιξη!
Οσον αφορά, δε, τη χρηματοδοτική δυνατότητα των τραπεζών, αντί να διευρυνθεί, περιορίζεται. Μεταξύ των άλλων, πρώτον, διότι τα δάνεια που δεν τους αποπληρώνονται αυξάνονται ραγδαία (περίπου κατά μία ποσοστιαία μονάδα κάθε μήνα…) παρά τις συνεχείς αναχρηματοδοτήσεις των επιχειρηματικών δανείων. Και, δεύτερον, διότι αντί να απελευθερώνουν κεφάλαια από το Δημόσιο (όπως προβλεπόταν….) οι τράπεζες δεσμεύουν ακόμη μεγαλύτερα κεφάλαια για την αγορά εντόκων γραμματίων – μέχρι στιγμής, περίπου 16 δισ. ευρώ αντί για 10 δισ. που ήταν τον Ιούνιο. Ποια θα ήταν μια άμεση ανακούφιση του προβλήματος ρευστότητας; Η ελληνική κυβέρνηση, παγιδευμένη από τις προεκλογικές υποσχέσεις των δύο εκ των τριών συνεργαζομένων κομμάτων, έθεσε ως στόχο την επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης που είχε υπογράψει η Ελληνική Δημοκρατία με την τρόικα. Ο στόχος έπρεπε να ήταν άλλος, τελείως διαφορετικός: Η ταχύτατη υλοποίηση αυτής της δανειακής συμφωνίας. Αν το πολιτικό σύστημα είχε κατανοήσει το πεδίο στο οποίο κινούνταν η χώρα και η Ευρώπη, δεν θα είχαν αναλωθεί έξι πολύτιμοι μήνες σε ομφαλοσκόπηση, «σκληρή» διαπραγμάτευση μεταξύ μας και συναφείς πολιτικές «τούμπες». Και θα είχε διεκδικηθεί να είναι εμπροσθοβαρής και η χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας – όχι μόνο, ή όχι τόσο, οι άγριες περικοπές εισοδημάτων και δη των ασθενέστερων.
Αν είχαν τρέξει, θα είχαμε πάρει 31,5 δισ. τον Ιούλιο, άλλα 7 δισ. τον περασμένο Σεπτέμβριο και θα παίρναμε 5 δισ. τον Δεκέμβριο. Σύνολο, 43,5 δισ. ευρώ. Θα είχαν αποπληρωθεί τα χρέη του κράτους σε ιδιώτες (8 δισ. ευρώ περίπου), θα έρρεε λίγη ρευστότητα, θα αναχαιτιζόταν η καταστροφή θέσεων εργασίας. Δεν το επιδίωξαν. Ε, ας το επιδιώξουν τώρα! Εφόσον έσπασαν τη διεθνή απομόνωση και ανέκτησαν την αξιοπιστία τους, δεν θα δυσκολευτούν να το επιτύχουν…