Πριν από μερικές ημέρες, σε εκδήλωση του κόμματός του στο Πότσνταμ, ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος της Γερμανίας Ζίγκμαρ Γκάμπριελ υποστήριξε ότι η Ελλάδα μπήκε με παραποιημένα στοιχεία στην ΟΝΕ και ότι πρόκειται για χώρα που κανονικά θα έπρεπε να είναι της αρμοδιότητας της Παγκόσμιας Τράπεζας γιατί οι κρατικές δομές της είναι ανύπαρκτες. Με λίγα λόγια, είπε ότι η Ελλάδα είναι τριτοκοσμική και βεβαίως «μας έτσουξε», όπως ακριβώς συμβαίνει κάθε φορά που κάποιος ξένος αναφέρεται απαξιωτικά στη χώρα μας.
Γι’ αυτό και ανέλαβε να ικανοποιήσει τον θιγμένο εθνικό εγωισμό μας ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ευ. Βενιζέλος, τονίζοντας ότι η Ελλάδα δεν μπήκε στην ΟΝΕ παραποιώντας τους οικονομικούς δείκτες, αλλά εκμεταλλευόμενη την ευελιξία που επέδειξαν οι Βρυξέλλες για να μη μείνει έξω η Ιταλία. Και υπενθυμίζοντας επίσης ότι πίσω από κάθε σκάνδαλο διαφθοράς στην Ελλάδα –από εκείνα που αποκαλύφθηκαν τα τελευταία χρόνια προφανώς– βρισκόταν μία γερμανική εταιρεία.
Αν αφήσουμε στην άκρη την πολιτική σημασία των δηλώσεων Γκάμπριελ και μαζί της την οργισμένη απάντηση του Ευ. Βενιζέλου, η άποψη του Γερμανού αντικαγκελάριου για τη χώρα μας είναι σωστή κατά 50%. Η Ελλάδα δεν μπήκε με παραποιημένα στοιχεία (του 1999) στην ΟΝΕ, ή τουλάχιστον δεν μπήκε με περισσότερο παραποιημένα στοιχεία από άλλες χώρες. Αν τα κριτήρια που είχαν τεθεί τότε εφαρμόζονταν στο ακέραιο, πολλές χώρες, ακόμη και από τις υγιείς οικονομικά, θα έμεναν εκτός. Αυτή είναι η αλήθεια και όχι η αντίληψη που έχει επικρατήσει για διάφορους λόγους στο εσωτερικό και το εξωτερικό.
Από την άλλη πλευρά όμως, ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ έχει δίκιο όταν τονίζει ότι η Ελλάδα δεν είχε τις απαραίτητες δομές για να γίνει μέλος της ΟΝΕ και ότι στην πραγματικότητα αποτελούσε περίπτωση για την Παγκόσμια Τράπεζα, που το βασικό αντικείμενό της είναι να βοηθά υποανάπτυκτες χώρες να δημιουργήσουν και να ενισχύσουν τις δομές τους για να γίνουν κράτη με υπόσταση. Η ιστορία των τελευταίων ετών το επιβεβαιώνει, και ακόμη και εμείς, με την εμπειρία της καθημερινότητας εδώ και πολλά χρόνια, έχουμε μείνει έκπληκτοι από τη διαφθορά, την ανικανότητα και εν τέλει, την ανυπαρξία της ελληνικής δημόσιας διοίκησης. Αλλωστε, είναι παγκοίνως γνωστό ότι το Δημόσιο ευθύνεται κυρίως που η χώρα έπεσε στα βράχια, όπως είναι γενικά αποδεκτό ότι για να ορθοποδήσει μία χώρα πρέπει να έχει δημόσια διοίκηση. Με οποιοδήποτε πολίτευμα, πρωτίστως όμως με Δημοκρατία.
Στην ομιλία του προχθές στην εκδήλωση «Τολμήστε για τη Δημοκρατία» που οργάνωσαν ο «Νουβέλ Ομπζερβατέρ» και «Η Καθημερινή», ο πρωθυπουργός Α. Σαμαράς τόνισε ότι τα τρία βασικά συστατικά της Δημοκρατίας είναι η Ελευθερία, η Δικαιοσύνη και η Ισορροπία στην κοινωνία, εννοώντας παράλληλα ότι το ίδιο ισχύει και για μία κοινωνία εθνών, όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση. Για να εξασφαλιστούν όμως τα τρία αυτά αναγκαία συστατικά είναι απαραίτητο να υπάρχουν οι κατάλληλες δομές. Οι δομές αυτές κτίζονται πάνω σε στοιχειωδώς αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, αλλά στην Ελλάδα μας κάτι τέτοιο είναι ακόμη ζητούμενο. Πρόκειται για παραδοσιακή αναπηρία που με την πάροδο του χρόνου έπαιρνε ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις, καθώς τα προβλήματα της λειτουργίας του κράτους και της καθημερινότητας γίνονταν συνεχώς περισσότερα και πιο πολύπλοκα. Η ελληνική δημόσια διοίκηση παρέμεινε –και δυστυχώς παραμένει– καθηλωμένη σε οργάνωση, νοοτροπία και επιδόσεις παρελθουσών δεκαετιών και αντίστοιχα πίσω έμειναν και οι δομές. Οι αποδείξεις και τα παραδείγματα είναι άπειρα και καθημερινά παίρνουμε μεγάλες δόσεις γεύσης αυτής της πραγματικότητας. Το κακό είναι ότι ούτε η πολιτική τάξη, αλλά ούτε και η κοινωνία δείχνουν ότι έχουν τη διάθεση και τη γνώση να την αλλάξουν.
Μπορεί το θέμα να τίθεται στον δημόσιο διάλογο και να γίνεται συζήτηση στις συντροφιές και στα καφενεία, αλλά μόνο θεωρητικά. Στην πράξη υπάρχει γενικευμένη άρνηση, παρ’ όλο που δημόσια διοίκηση και δομές παραμένουν σε τριτοκοσμικό επίπεδο, προσφέροντας πειστικά επιχειρήματα στους απανταχού Γκάμπριελ. Χωρίς ωστόσο βελτίωση της δημόσιας διοίκησης και των δομών η Ελλάδα δεν πρόκειται να σταθεί στα πόδια της και να επιβιώσει μέσα στην Ευρωζώνη. Πόσο μάλλον έξω από αυτήν! Θα μείνει μόνο με την κουβέντα περί των απαραίτητων συστατικών της Δημοκρατίας, δίχως ποτέ να τα αποκτά. Αρα ούτε την ουσιαστική Δημοκρατία.