Το ευρωπαϊκό περιβάλλον κινδυνεύει από την επερχόμενη όξινη βροχή της ανόδου του ακροδεξιού αντιευρωπαϊσμού. Μερικοί κάνουν τη διάγνωση ότι φταίει η λιτότητα. Η Ευρώπη όμως δεν πάσχει γενικά από τη λιτότητα, αλλά από τις κυρίαρχες ιδεολογίες που τη νομιμοποιούν.
Στην Ευρώπη κυριαρχεί κάτι που θα το αποκαλούσα νεοφιλελεύθερο εθνικισμό. Γι? αυτόν, το καλό έθνος είναι οι «εργατικοί» του Βορρά και το κακό οι «τεμπέληδες» του Νότου – παρότι υπάρχει και ο εθνικισμός της ριζοσπαστικής μιζέριας, για τον οποίο το καλό έθνος είναι οι «αδικημένοι» του Νότου και το κακό οι «ωφελημένοι» του Βορρά. Οι θεωρίες είτε για συμμαχίες του Βορρά είτε για συμμαχίες του Νότου υπάγονται σε αυτού του τύπου την εθνικιστική λογική.
Για τον νεοφιλελεύθερο εθνικισμό, το μόνο κριτήριο αποτελεσματικότητας της πολιτικής είναι το κατά πόσο αυτή επιτρέπει στις αγορές να λειτουργούν απρόσκοπτα ή, αλλιώς, αν επιτρέπει στους «ικανούς» να επιτυγχάνουν αδιαφορώντας για τους «ανίκανους».
Συστατικό στοιχείο του οράματος της ευρωπαϊκής ενοποίησης ήταν ο περίφημος «κανόνας της δικαιοσύνης», σύμφωνα με τον οποίο «πρέπει να μεταχειριζόμαστε τους ίσους με ίσο τρόπο και τους άνισους με άνισο τρόπο». Η ομάδα Σοσιαλιστών και Δημοκρατών (S&D) με το πρόγραμμα Πίσω στη Δουλειά κάνει ένα βήμα να επιστρέψει σε αυτή την κατεύθυνση. Τα βήματα όμως είναι ακόμη διστακτικά, γιατί η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία, μετά τη μεγάλη ιδεολογική υποχώρησή της, φοβάται τις ίδιες της τις ιδέες.
Η υλοποίηση αυτού του οράματος έπρεπε να σημαίνει πίεση για σταδιακή αύξηση του ποσοστού του ετήσιου προϋπολογισμού της Ενωσης πολύ πάνω από το πενιχρό 1% και μεταφορά πόρων από τους οικονομικά ισχυρούς στους ανίσχυρους μέσω της γενικευμένης αμοιβαιοποίησης των χρεών και του παράλληλου αυστηρού δημοσιονομικού ελέγχου των ελλειμμάτων.
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ και η στρατηγική της Λισαβόνας εξέφραζαν ένα μερικό συμβιβασμό μεταξύ της Σοσιαλδημοκρατίας και του Νεοφιλελευθερισμού. Δυστυχώς όμως αυτός ο συμβιβασμός δεν έγινε στη βάση της ανάγκης να προχωρήσει η Ευρώπη σε μια βαθύτερη ενοποίηση, αλλά στη βάση μιας μείζονος ιδεολογικής υποχώρησης της Σοσιαλδημοκρατίας στην πίεση του Νεοφιλελευθερισμού.
Η ήττα της Σοσιαλδημοκρατίας δεν οφείλεται στην εγκατάλειψη της αρχής της αναδιανεμητικής δικαιοσύνης και του κράτους πρόνοιας, όπως ισχυρίζονται πολλοί. Το πράγμα είναι πιο περίπλοκο. Η Σοσιαλδημοκρατία θεώρησε ότι η λεγόμενη «ρυθμισμένη απορρύθμιση» δημιουργεί καλύτερες συνθήκες για την αναδιανομή. Θεώρησε ότι η ανεξέλεγκτη ροή των χρηματοοικονομικών προϊόντων μεγαλώνει την πίτα της αναδιανομής περισσότερο από όσο η, στηριζόμενη στην παραγωγή, ανάπτυξη. Με αυτό το σκεπτικό προσχώρησε στη λογική του «μικρού» αντί του ποιοτικού κράτους υπηρεσιών. Η ανάγκη στήριξης του προγράμματος των δημόσιων επενδύσεων υποχώρησε στη λογική της χαμηλής φορολόγησης, η οποία δήθεν θα έφερνε υψηλότερες επενδυτικές ευκαιρίες. Τελικά η χρηματοπιστωτική κατάρρευση έδειξε τα όρια αυτής της αντίληψης.
Φτάσαμε έτσι στο σημείο αφενός η Ευρώπη να πλήττεται τόσο βαριά από τη νόσο του εθνικισμού και αφετέρου να αντιμετωπίζονται με τόση περιφρόνηση οι έννοιες της ισότητας αποτελεσμάτων και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η σωτηρία της Ευρώπης περνά μέσα από την επανανακάλυψη εκείνης της Σοσιαλδημοκρατίας, η οποία θα αμφισβητήσει τη νεοφιλελεύθερη λογική που ενυπάρχει στον πυρήνα των αναβιούμενων εθνικισμών.
Δυστυχώς τα πράγματα με την ελληνική Κεντροαριστερά είναι ακόμη δυσκολότερα. Γιατί εδώ αντί κράτους υπηρεσιών υπήρχε κρατισμός, κάτι που έδωσε την ευκαιρία σε καιροσκοπικές «κεντροαριστερές» συνειδήσεις και στους «αριστερούς» νεοφιλελεύθερους να αναποδογυρίσουν την πραγματικότητα και να εμφανίζουν ως χρυσό κανόνα την άρνηση κάθε δημόσιας δαπάνης.
Στην Ελλάδα τα δύο από τα τρία κόμματα που επικαλούνται την Κεντροαριστερά (η Ελιά και Το Ποτάμι) υποβάλλουν σε κριτική τους εθνικισμούς και τον Νεοφιλελευθερισμό και καλώς πράττουν. Αδυνατούν όμως να κάνουν ένα βήμα παραπέρα και να αποδεχτούν ότι ο σημερινός εθνικισμός ελλοχεύει στην αντίληψη που πρεσβεύει πως το ιδιωτικό συμφέρον εκπροσωπεί καλύτερα το δημόσιο αγαθό. Δεν μπορούν όμως να το κάνουν αυτό, γιατί είναι άλλο το πολιτικό τους παράδειγμα. Ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ως εκπρόσωπος του εθνικισμού της ριζοσπαστικής μιζέριας μπορεί να το κάνει.