Η κομματική έκφραση της σοσιαλδημοκρατικής οπτικής στην Ελλάδα δεν υπήρξε με την πραγματική έννοια του όρου. Απλά δημιουργήθηκαν πολιτικά μορφώματα, τα οποία θεωρητικά κινούνταν σε αυτό το χώρο, στην ουσία όμως αποτελούσαν προσωποκεντρικά οργανωμένα σύνολα, που διεκδικούσαν την διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας, κινούμενα στην περιφέρεια του ευρωπαϊκού δημοκρατικού σοσιαλισμού.
Η είσοδος της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνέβαλε στην σύνδεση τους με τον σοσιαλδημοκρατικό χώρο με πιο στενούς δεσμούς. Δεν πρόλαβε όμως να ωριμάσει ο σοσιαλδημοκρατικός τρόπος σκέψης και να εκφρασθεί πολιτικά, διότι δεν ξεπεράσθηκαν οι πολιτικές παθογένειες, οι οποίες έρχονταν από το παρελθόν και κρατούσαν τα κόμματα δέσμια τους.
Ακόμη και τώρα είναι εμφανής αυτή η εξάρτηση (πελατειακό σύστημα, πολιτική επικοινωνία με αποδέκτη το θυμικό, αδυναμία εξισορρόπησης της πολιτικής υποσχεσιολογίας με την πραγματικότητα και καταφυγή στην λογική της φαντασίωσης, πολιτική δραστηριοποίηση χωρίς μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και ανάλυση των δεδομένων της πραγματικότητας κ.λ.π.).
Γι’ αυτό και η κρίση αυτού του πολιτικού χώρου στην Ελλάδα έχει αρκετές και δύσκολα διαχειρίσιμες ιδιαιτερότητες ως προς το περιεχόμενο, την οξύτητα, με την οποία εμφανίζονται και τις διεργασίες για την υπέρβαση τους.
Ανεξάρτητα όμως από την ελληνική περίπτωση και τις παθογένειες της η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας έχει πολλές γενεσιουργές αιτίες, οι οποίες έχουν τόσο εθνικές όσο και ευρωπαϊκές διαστάσεις.
Κατ’ αρχήν πρέπει να επισημανθεί η αναντιστοιχία πραγματικότητας και πολιτικού λόγου. Οι πολίτες βομβαρδίζονται με την ρητορική του εθνικού συμφέροντος από το ένα μέρος και από το άλλο υφίστανται τις επιπτώσεις της μη ελεγχόμενης πολιτικά παγκοσμιοποίησης, στο πλαίσιο της οποίας ακόμη και η δημοκρατική λειτουργία οριοθετείται σε μεγάλο βαθμό από τις «αγορές».
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ελληνική κρίση και η αντιμετώπιση της τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι πολίτες αισθάνονται στο πετσί τους την αναντιστοιχία πολιτικού λόγου και πραγματικότητας με την φτωχοποίηση ενός μεγάλου τμήματος της κοινωνίας και την διάψευση της επίκλησης του εθνικού συμφέροντος ή της θετικής προοπτικής στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το ίδιο ισχύει και σε χώρες, οι οποίες δεν αντιμετωπίζουν οικονομική κρίση με τα χαρακτηριστικά της ελληνικής περίπτωσης. Η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και εργασίας λειτούργησε αρνητικά σε σχέση με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) στη Γερμανία, διότι πίεσε το κόστος εργασίας προς τα κάτω.
Για πολλά χρόνια οι αυξήσεις των αμοιβών των εργαζομένων παρέμειναν μηδενικές, ακόμη και με συμμετοχή της SPD στην διακυβέρνηση της χώρας.
Και ενώ συμβαίνουν αυτά, ο σοσιαλδημοκρατικός χώρος, όπως και το σύνολο των κομμάτων της Ε.Ε. με ευρωπαϊκό προσανατολισμό, δεν έχουν συνειδητοποιήσει ακόμη, ότι επείγει να σχεδιάσουν και να πραγματώσουν την ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, διότι η δυναμική της παγκοσμιοποίησης θα διαμορφώσει αρνητικές συνθήκες σε σχέση με την ευρωπαϊκή συνοχή.
Παράλληλα η ρητορική του «εθνικού συμφέροντος» σε συνδυασμό με την ανυπαρξία πολιτικών διαπολιτισμικής προσέγγισης υποσκάπτουν την ευρωπαϊκή προοπτική.
Μεγάλη συμβολή στην σοσιαλδημοκρατική κρίση έχει η αδυναμία των κομμάτων του χώρου να ισορροπήσουν την οραματική και ιδεολογική διάσταση της πολιτικής τους στην ιστορική τους διαδρομή (π.χ. κοινωνικό κράτος) με τον πραγματισμό, τον οποίο επιβάλλουν οι «αγορές» όχι μόνο στην οικονομική πολιτική αλλά ακόμη και στην δημοκρατική λειτουργία.
Το αποτέλεσμα είναι η κυριαρχία της λογικής των αριθμών ως μέτρου αξιολόγησης της λειτουργικότητας της εφαρμοζόμενης πολιτικής και όχι η κάλυψη βασικών αναγκών των πολιτών.
Δεν είναι τυχαίο, ότι η κοινωνική βάση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων έχει συρρικνωθεί (ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα, αν και δεν εκφράζει πλήρως την πολιτική οπτική της σοσιαλδημοκρατίας ή Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, το οποίο το 1998 κατέγραφε ποσοστό 40,9% και το 2016 έχει πέσει στο 22%).
Το ίδιο ισχύει και για άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως είναι η Γαλλία, οι Σκανδιναβικές χώρες και άλλες.
Επίσης η μαζοποίηση των σύγχρονων κοινωνιών σε συνδυασμό με τις επικοινωνιακές δυνατότητες της ψηφιακής τεχνολογίας έχουν παρασύρει και τον σοσιαλδημοκρατικό πολιτικό χώρο σε μια απαράδεκτη πρακτική. Δεν θεωρεί, ότι απευθύνεται σε πολίτες υποκείμενα με ελεύθερη βούληση και γνώση της πραγματικότητας και της προοπτικής της σοσιαλδημοκρατικής πρότασης, αλλά σε «καταναλωτές θεάματος».
Γι’ αυτό και στην Ελλάδα η πολιτική αντιπαράθεση εξαντλείται σε προσωπικές επιθέσεις και κρίσεις για την επάρκεια των αντιπάλων, οι οποίες στοχεύουν στην δημιουργία εντυπώσεων χωρίς πολιτικό περιεχόμενο.
Ο εκχυδαϊσμός μάλιστα έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο, που αποκαλεί ο ένας τον άλλο ανίκανο, ακόμη και αν πρόκειται για τον πρωθυπουργό, τον οποίο εξέλεξε η απαιτούμενη πλειοψηφία του λαού. Η εντύπωση, που προκαλείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν είναι καθόλου κολακευτική για την Ελλάδα και τους πολιτικούς.
Ακόμη πιο βαριά ατμόσφαιρα σε σχέση με την αξιοπιστία του σοσιαλδημοκρατικού χώρου δημιουργούν οι τακτικισμοί, οι οποίοι χρησιμοποιούνται για την αποκόμιση πολιτικού οφέλους βραχυπρόθεσμα, αποκρύπτοντας όμως την πραγματικότητα, την οποία θα βιώσει ο πολίτης μακροπρόθεσμα.
Αυτή η αρνητική πρακτική ακολουθείται συνήθως, όταν ένα κόμμα διαχειρίζεται κυβερνητική εξουσία και οι επιλογές του είτε δεν προωθούν την κοινωνική δικαιοσύνη είτε αντιφάσκουν με τις προγραμματικές του εξαγγελίες.
Βεβαίως υπάρχουν και οι τακτικισμοί στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων για την προώθηση του «εθνικού συμφέροντος» και αντίστοιχων στοχεύσεων. Μόνο που μερικές φορές (συνήθως τις περισσότερες) το αποτέλεσμα δεν είναι θετικό.
Σίγουρα οι τακτικισμοί με αποδέκτη τους πολίτες δεν αποδίδουν σε βάθος χρόνου. Η πραγματικότητα αποκαλύπτει τις σκοπιμότητες, που κρύβουν, οπότε η μείωση της πολιτικής επιρροής στο κοινωνικό πεδίο ακολουθεί ανοδική πορεία. Ιδιαιτέρως στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα οι επιπτώσεις είναι ιδιαίτερα σκληρές, διότι αποστασιοποιούνται οι πολίτες.
Σε κοινωνίες με δυναμικές δομές η αποστασιοποίηση μπορεί να οδηγήσει και στην δημιουργία κοινωνικών κινημάτων, τα οποία είναι ιδιαιτέρως συνειδητοποιημένα και εκφράζουν σε σημαντικό βαθμό συλλογική βούληση, που μπορεί να δρομολογήσει την διαμόρφωση πολιτικών σχηματισμών.
Αυτό συμβαίνει με βεβαιότητα, όταν ο σοσιαλδημοκρατικός χώρος απορροφημένος από την λογική του πολιτικού πραγματισμού και την πάση θυσία λειτουργικότητα των κοινωνικών συστημάτων (π.χ. οικονομικό, χρηματοπιστωτικό κ.λ.π.) απομακρύνεται από την οραματική διάσταση της πολιτικής και το κοινωνικό συμφέρον.
Τέτοια παραδείγματα καταγράφονται τόσο σε χώρες, οι οποίες κινούνται στον πυρήνα της Ευρώπης, όσο και σε περιφερειακές. Στην Γερμανία έχουμε την δημιουργία του κόμματος των Πρασίνων και στην Ελλάδα μικρών κομμάτων στον ευρύτερο χώρο της Σοσιαλδημοκρατίας μετά την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ.
Η διαφορά ανάμεσα τους είναι, ότι στη Γερμανία η ίδρυση του κόμματος των Πρασίνων στηρίχθηκε στη δυναμική του οικολογικού κινήματος, ενώ στην Ελλάδα δεν καταγράφονται σε γενικευμένο επίπεδο δυναμικές κοινωνικές δομές, παρά την ύπαρξη κινημάτων πολιτών για την Σοσιαλδημοκρατία, τα οποία αποτελούν ελπίδα.
Τέλος, όπως και άλλοι πολιτικοί χώροι, υφίσταται τις αρνητικές επιπτώσεις της στελεχιακής γήρανσης. Οι νέοι αποστασιοποιούνται από το πολιτικό σύστημα, το οποίο αδυνατεί να κατανοήσει, ότι σε βάθος χρόνου απειλείται με συρρίκνωση η συμμετοχική διάσταση της πολιτικής λειτουργίας.
Οι αντιφάσεις μεταξύ πολιτικού λόγου και πραγματικότητας σε συνδυασμό με την κυριαρχία σε αξιακό επίπεδο της καταναλωτικής λογικής της κοινωνίας του θεάματος απομακρύνουν τους νέους από την προοπτική της ουσιαστικής συμμετοχής στο πολιτικό γίγνεσθαι.
Το πολιτικό σύστημα και ο σοσιαλδημοκρατικός χώρος ιδιαίτερα έχουν χάσει την αξιοπιστία τους ως προς την δυνατότητα τους να παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην εξέλιξη της πραγματικότητας. Οι πολίτες και ιδιαιτέρως οι νέοι βιώνουν καθημερινά στην πράξη την κυριαρχία αξιών, οι οποίες δεν συνάδουν με την επικαλούμενη από τα κόμματα κοινωνική δικαιοσύνη.
Αυτό αφορά ιδιαιτέρως τον σοσιαλδημοκρατικό χώρο, ο οποίος προκαλούσε αυτή την προσδοκία στους πολίτες στο παρελθόν.
Στην Ελλάδα βέβαια η έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης έμεινε «όνειρο απατηλό», διότι κυριαρχούσαν και κυριαρχούν οι αρνητικές παθογένειες, όπως είναι το πελατειακό σύστημα, το οποίο αξιοποιήθηκε ακόμη και ως μοχλός «κοινωνικής και εργασιακής αποκατάστασης». Και δεν είναι, δυστυχώς, η μοναδική παθογένεια (συντεχνιακή λογική κ.λ.π.).
Αυτές οι αρνητικές παράμετροι, οι οποίες ακολουθούν την πορεία οικοδόμησης μιας σύγχρονης σοσιαλδημοκρατικής πρότασης, σε συνδυασμό με την μεγάλη ταχύτητα εξέλιξης της πραγματικότητας σε όλους τους τομείς και τον συνεχή μετασχηματισμό τους, δεν διευκολύνουν τις διεργασίες για την αναγκαία σοσιαλδημοκρατική επανεκκίνηση.
Στην Ελλάδα η ανάγκη υψηλής επιτάχυνσης της προσπάθειας οικοδόμησης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος είναι μεγάλη λόγω της αργής ταχύτητας του εκσυγχρονισμού του μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης.
Η συνειδητοποίηση αυτής της αναγκαιότητας είναι βασική προϋπόθεση τόσο για την επιτυχία της προσπάθειας, όσο και για την πρόσδωση δυναμικής στις πολιτικές εξελίξεις.