Η αδυναμία της σοσιαλδημοκρατικής αφήγησης στην Ευρώπη, είναι δεδομένη. Και αυτό, γιατί ο πυρήνας αυτής της πολιτικής αφήγησης ήταν το κράτος, που με την εμπλοκή του στην αγορά, μπορούσε να αμβλύνει τη σημαντικότερη αδυναμία της ελεύθερης αγοράς, δηλαδή την αδυναμία συντονισμού και στρατηγικού σχεδιασμού.
Αυτή τη στιγμή, όλη η Ευρώπη κινείται ολοένα και ταχύτερα προς την κατεύθυνση της αποδόμησης της αγοράς εργασίας. Άλλωστε, το λεγόμενο πλεόνασμα ανταγωνιστικότητας στη Γερμανία, βασίστηκε στην αδυναμία των συνδικάτων, όταν με ανεργία κοντά στο 10% επί σειρά ετών, αναγκάστηκαν να επιτρέψουν την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, προκειμένου η είσοδος των νέων σε αυτή να διευκολυνθεί κυρίως δια της μεθόδου «προσφορών και εκπτώσεων» στο μη μισθολογικό κόστος (κοινωνική ασφάλιση), στο είδος της απασχόλησης (μερική έναντι πλήρους) και σε μια σειρά κοινωνικών δικαιωμάτων (υπερωρίες, επιδόματα, κ.ο.κ.). Όσο αυξάνεται η ανεργία, τόσο αποδυναμώνεται η δύναμη των συνδικάτων, προπύργια άλλοτε της κοινωνικής βάσης του σοσιαλδημοκρατικού χώρου. Ακόμα και σήμερα στη Γερμανία, η αύξηση της κατανάλωσης οφείλεται στο φθηνό δανεισμό κράτους και επιχειρήσεων, και όχι στην αναδιανομή. Αυτό είναι το γερμανικό μοντέλο.
Παράλληλα, μια σειρά από στρατηγικά τμήματα της παραγωγής, που επέτρεπαν στο ευρωπαϊκό κράτος να επεμβαίνει ουσιαστικά στην αγορά, έχει χαθεί: τηλεπικοινωνίες, λιμάνια, μεταφορές, ενέργεια, κ.ο.κ.. Αυτό σημαίνει ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν μπορούν πλέον να σχεδιάζουν αξιόπιστα στρατηγικά σχέδια ανάπτυξης.
Παράδειγμα 1ο: Στη Βρετανία, διαπιστώνεται ότι οι μεγάλοι παραγωγοί ενέργειας εξαντλούσαν τα όρια των μονάδων τους, χωρίς να επενδύουν. Το αποτέλεσμα είναι ότι την επόμενη δεκαετία θα βγει εκτός αγοράς το 20% των μονάδων παραγωγής βάσης, χωρίς να είναι σαφές πώς θα αποκατασταθεί το κενό στην αγορά χωρίς να αυξηθούν δραματικά οι τιμές, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τη βιομηχανία. Μπορεί ο κλάδος της ενέργειας να αυξήσει την κερδοφορία του, αλλά η οικονομία συνολικά θα υποφέρει και – αργά ή γρήγορα – και ο κλάδος της ενέργειας.
Παράδειγμα 2ο: Στη Γερμανία, που έως πέρυσι υπερηφανευόταν ότι ήταν η μεγαλύτερη δύναμη στην αγορά ηλιακής ενέργειας, οι μεγαλύτερες εταιρείες κατασκευής ηλιακών πάνελ έκλεισαν. Τους πέταξαν εκτός αγοράς οι κινεζικές. Παράλληλα, τα σχέδια επιθετικής ανάπτυξης φωτοβολταϊκών σε όλη την Ευρώπη, υποφέρουν, δεδομένου ότι «το κράτος», δηλαδή οι φορολογούμενοι και «η αγορά», δηλαδή οι καταναλωτές-φορολογούμενοι, αδυνατούν να σηκώσουν το διπλό λογαριασμό αυξημένων τιμολογίων και φόρων για το κόστος της πράσινης ενέργειας.
Τέλος, το τελευταίο προπύργιο της επέμβασης στην αγορά, δηλαδή η φορολογική πολιτική, δεν είναι πλέον τόσο ισχυρό. Μπορεί η Ελβετία να εξαναγκάστηκε να κλείσει συμφωνίες με τα περισσότερα πλέον ευρωπαϊκά κράτη, αλλά η φοροδιαφυγή καλά κρατεί. Από τη μια πλευρά, η ελβετική UBS δήλωσε απώλεια καταθέσεων 180 δις Ευρώ, από την άλλη η θυγατρική της στη Σιγκαπούρη δήλωσε αύξηση 170 δις Ευρώ. Συνεπώς, το μαύρο χρήμα εξακολουθεί να έχει προστασία. Παράλληλα, για σχεδόν δύο δεκαετίες οι ευρωπαϊκές οικονομίες ανταγωνίζονται η μία την άλλη για μειωμένους φορολογικούς συντελεστές. Εκεί βασίστηκε το ιρλανδικό «θαύμα», εκεί βασίζεται και το βουλγαρικό μοντέλο ανάπτυξης.
Και ενώ το κράτος έχει μετατραπεί από ελεγκτής και ρυθμιστής της αγοράς, σε λειτουργικό σύστημα, που προσπαθεί να είναι όσο περισσότερο «συμβατό» γίνεται με τις απαιτήσεις των επενδυτών, καθίσταται προφανές ότι η αγορά έχει αποτινάξει «το ζυγό» τού πολιτικού ελέγχου και, συνεπώς, της δημοκρατικής νομιμοποίησης. Οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις διαχειρίζονται μια σειρά υποχωρήσεων στις πιέσεις των αγορών, αδυνατώντας όμως να θεμελιώσουν μια πειστική αφήγηση εξόδου από την κρίση, δεδομένου ότι δεν ελέγχουν τις αγορές πολιτικά. Σταδιακά, η σοσιαλδημοκρατία χτίζει πανευρωπαϊκές θέσεις, όπως ο φόρος επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, επειδή πολύ απλά «η σοσιαλδημοκρατία σε μια χώρα» είναι το ίδιο ουτοπική με την αφήγηση του «σοσιαλισμού σε μια χώρα».
Οι πολυεθνικές δεν είναι παντοδύναμες, όταν ο πολιτικός τους αντίπαλος έχει πολιτικό μέγεθος. Οι εταιρείες από τον αναπτυσσόμενο κόσμο κυριαρχούν σταδιακά στις αγορές. Και δεν πρόκειται για πολυεθνικές, αλλά για υπερ-ΔΕΚΟ. Πράγματι, οι μεγαλύτερες εταιρείες στον κόσμο σήμερα, σε μια σειρά από κλάδους, δεν είναι πλέον πολυμετοχικές-ιδιωτικές, αλλά συχνά πολυμετοχικές υπό κρατικό έλεγχο. Τον περασμένο χρόνο, περίπου το ένα τρίτο των παγκόσμιων ξένων άμεσων επενδύσεων προήλθε από super-ΔΕΚΟ, χωρίς μάλιστα να συμπεριλαμβάνουμε εδώ την ισχύ κρατικών ταμείων (Funds), όπως της Νορβηγίας ή του Ντουμπάι. Ως επενδυτές, είτε μιλάμε για Funds είτε για εταιρείες, αυτοί οι κρατικοί δρώντες έχουν μεσομακροπρόθεσμο στρατηγικό ορίζοντα, συχνά βέβαια προς όφελος μιας χούφτας νεόπλουτων ολιγαρχών. Την ίδια στιγμή, η κατακερματισμένη πολιτικά και οικονομικά Δύση, φαίνεται ανήμπορη να αντιδράσει, αφού εάν μάθαμε κάτι από την κρίση στην Ευρώπη, είναι ότι η πολιτική ηγεσία αντιδρά με γνώμονα τις διακυμάνσεις του χρηματιστηρίου και των δημοσκοπήσεων από μέρα σε μέρα, χωρίς στρατηγική ή μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Δεν είναι η ηγεσία που είναι ανεπαρκής, είναι ο πολιτικός ρόλος που είναι περιορισμένος.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο Ολάντ πρέπει να είναι κάτι παραπάνω από «ένας κανονικός Πρόεδρος» για να σώσει την παρτίδα. Η πραγματική αποκατάσταση της σοσιαλδημοκρατικής αφήγησης, απαιτεί πλέον αλλαγή κλίμακας στην αντιπαράθεση αγορών-πολιτικής. Οδηγούμαστε δηλαδή είτε σε μια Ομοσπονδιακή Ευρώπη, όπου το μέγεθος των πολιτικών εργαλείων παρέμβασης στις αγορές θα είναι υπολογίσιμο, είτε στην υποχώρηση της πολιτικής κυριαρχίας όλων των κρατών-μελών. Και αυτή είναι μια διαμάχη που δεν αφορά πλέον μόνο τη διάσωση της σοσιαλδημοκρατικής αφήγησης, αλλά την ουσία της ίδιας της δημοκρατίας.
Το δημοκρατικό κράτος δεν μπορεί να είναι ούτε στρατηγικό, όπως επιτάσσει η σοσιαλδημοκρατία, ούτε επιτελικό, όπως επιτάσσει ο νεοφιλελευθερισμός, τη στιγμή που θα έχει χαθεί ο έλεγχος των αγορών. Και αυτό δε σημαίνει μόνο κρίση της δημοκρατίας ή της πολιτικής. Σημαίνει επίσης κρίση της οικονομίας, επειδή εάν μάθαμε κάτι τα τελευταία χρόνια είναι ότι όταν η αγορά δεν ελέγχεται, γίνεται αυτοκαταστροφική. Χωρίς φθηνό δανεισμό και χωρίς αναδιανομή εισοδήματος, «η αγορά» κινδυνεύει να μείνει χωρίς πελάτες-πολίτες. Μια ευρωπαϊκή οικονομία χωρίς μια ευρωπαϊκή κοινωνία, είναι αδύνατη. Μια σοσιαλδημοκρατία χωρίς την επανάκτηση του πολιτικού ελέγχου της Ευρώπης, επίσης.
Η Μαριλένα Κοππά είναι ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ