Όπως και να το κάνουμε, το πολιτικό μας σύστημα δεν θα μας αφήσει ποτέ να πλήξουμε. Φροντίζει αυτό για τη διασκέδαση των πολιτών του, αφού, μη έχοντας άρτο, προσφέρει θεάματα σε συσκευασία απίστευτων κοινοτοπιών. Πριν λίγο καιρό επισκέφτηκε τη χώρα μας ο αντικαγκελάριος της Γερμανίας και πρόεδρος του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος μαζί με ομάδα γερμανών επιχειρηματιών. Ήταν ένα καθαρά τουριστικό ταξίδι, αφού κανείς δεν ενδιαφέρεται εδώ για αυτό που ενδιαφέρονται αυτοί εκεί. Για τις αποκρατικοποιήσεις. Το έδειξαν καθαρά ο κ. Δρίτσας (ακόμη προσπαθεί να χαλάσει τη συμφωνία με τη COSCO;) και ο κ. Σπίρτζης με το σπαρακτικό τους κλάμα.
Και καλά, αυτοί «ριζοσπάστες αριστεροί»(sic) είναι. Οι άλλοι όμως; Αυτοί ντε, του σοσιαλδημοκρατικού πόλου; Αυτοί κλαίνε στα αμαξοστάσια. Αν και θλίβομαι, δεν εκπλήσσομαι καθόλου που πολλοί έχουν κολλήσει στα λάδια των αμαξοστασίων. Ό,τι και να κάνουν ο Γκάμπριελ και οι γερμανοί επιχειρηματίες που επισκέφτηκαν τη χώρα μας, για πολύ καιρό ακόμα θα σκοντάφτουν σε πολιτικούς «ιδεότυπους», οι οποίοι θεωρούν ότι αποκρατικοποιήσεις και αντικρατισμός ίσον νεοφιλελευθερισμός και χαρακτηρίζουν ως νεοφιλελεύθερη (sic) την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ λόγω των αποκρατικοποιήσεων.
Τι να περιμένει κανείς από μια χώρα η οποία αποτελεί υπόδειγμα αποτυχημένου κρατισμού με δημοκρατία (ο υπαρκτός σοσιαλισμός ήταν αποτυχημένος κρατισμός χωρίς δημοκρατία) και παρόλα αυτά η πλειοψηφία των πολιτών, αλλά και πολλά «μορφωμένα και πολιτικοποιημένα» μυαλά, θεωρούν ότι η κακοδαιμονία της οφείλεται στην κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών; Δυστυχώς ή ευτυχώς –όχι γι’ αυτούς– αλλά για όλους όσοι αναζητούν μια σύγχρονη σοσιαλδημοκρατική ταυτότητα, αποκρατικοποιήσεις δεν σημαίνει νεοφιλελευθερισμός.
Όσο και να φαντάζει παράδοξο στα μάτια των κρατιστών, δεν είναι οι νεοφιλελεύθεροι αλλά οι σοσιαλδημοκράτες που πρωτοστάτησαν στις αποκρατικοποιήσεις. Και αυτό δεν έγινε μετά το 1990, αλλά μέσα στην περίοδο της χρυσής τριακονταετίας. Η σκανδιναβική σοσιαλδημοκρατία έμεινε από την αρχή μακριά από κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα και εστίασε στην οικοδόμηση ενός υπεραναπτυγμένου συστήματος υπηρεσιών στην υγεία, στην παιδεία, στην ασφάλεια, στις δημόσιες συγκοινωνίες (ναι) και στην έρευνα με πόρους που αντλούσε από την υψηλή και προοδευτική φορολόγηση. Τους σκανδιναβούς ακολούθησαν οι γερμανοί σοσιαλδημοκράτες, ιδιαίτερα μετά το Συνέδριο του SPD στο Μπαντ Γκόντεσμπεργκ το 1959. Ενώ ο Μιτεράν δυο χρόνια μετά την άνοδο του, το 1981, στην εξουσία εγκατέλειψε μια πολιτική που το 1971 (Επινέ) έτεκεν την κατάργηση της μισθωτής εργασίας και το 1983 ώδινε κύμα αποκρατικοποιήσεων.
Προδοσία, προδοσία, ακούω τον «κεντροαριστερό» ανίδεο ρέκτη να φωνάζει στα πάσης φύσεως πάνελ της χαράς του λαϊκίστικου παιδιού. Και όμως οι ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες επεδίωξαν με τις ιδιωτικοποιήσεις την αποδυνάμωση του κράτους-βιομήχανος, του κρατισμού και της σχέσης του με παρασιτικά κοινωνικά στρώματα, για να ενισχύσουν τις κοινωνικές υπηρεσίες και τα αδύναμα στρώματα που πρωτίστως επωφελούνται απ’ αυτές. Αυτές οι ιδιωτικοποιήσεις ήταν αριστερή πολιτική. Σοσιαλδημοκρατική. Αλλά ποιος στην Ελλάδα έχασε τη σοσιαλδημοκρατία για να τη βρει το «Κέντρο» και η «Κεντροαριστερά»;
Και επειδή οι συγκοινωνίες είναι όντως δημόσιο αγαθό, από τα πλέον σημαντικά μάλιστα, αυτό που πρέπει να κάνει ο έλληνας σοσιαλδημοκράτης είναι να εξετάζει κατά πόσον οι παρεχόμενες από τις δημόσιες συγκοινωνίες υπηρεσίες ικανοποιούν ή όχι τους πολίτες.
Στο δε ερώτημα αν αποκρατικοποιήσεις σημαίνει και απολύσεις, εδώ φοβάμαι ότι κάποιοι θα απογοητευτούν. Γιατί ο αριθμός των απολυμένων από τις σοσιαλδημοκρατικές αποκρατικοποιήσεις –εκτός Μεγάλης Βρετανίας του Μπλερ– ήταν μηδέν (0). Ναι, γιατί εκεί ήθελαν να ενισχύσουν με ανθρώπινο δυναμικό, που αφαίρεσαν από το κράτος-βιομήχανος, το κράτος παροχής υπηρεσιών και γιατί εκεί το εννοούσαν, όταν μιλούσαν για κατάρτιση και επανακατάρτιση.
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη στενά συνδεδεμένο με τον ελληνικό «σοσιαλδημοκρατικό» φόβο απέναντι στις αποκρατικοποιήσεις. Είναι η στενή σύνδεση αυτού του φόβου με ό,τι καταδυναστεύει αυτή τη χώρα και την οδήγησε στη σημερινή της κατάσταση: το πνεύμα του συντεχνιασμού.
Όταν υπογράφηκε το Τρίτο Μνημόνιο, γίναμε μάρτυρες μιας σειράς ανακοινώσεων συνδικαλιστικών και επαγγελματικών ενώσεων που απειλούσαν με διαγραφή τα μέλη τους που είναι βουλευτές, αν ψήφιζαν μέτρα που έρχονταν σε αντίθεση με τα επαγγελματικά τους συμφέροντα.
Απαιτούσαν δηλαδή ο βουλευτής, από εκπρόσωπος του έθνους και του δημόσιου συμφέροντος, να μετατραπεί σε εκπρόσωπο της επαγγελματικής του ομάδας. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απειλή κατά της δημοκρατίας και όμως, απ’ όσα γνωρίζω, μόνο η ΔΗΜΑΡ έβγαλε τότε ανακοίνωση που καυτηρίασε αυτό το απίστευτο γεγονός, ούτε καν ο ΣΥΡΙΖΑ για να προστατέψει τους βουλευτές του.
Επειδή χρειάζεται να προστατέψουμε το συνδικαλισμό από μερικούς εκ των εκπροσώπων του, πρέπει να γνωρίζουμε ότι κάθε πολιτικό σύστημα αλλά και κάθε αναγκαίο συνδικαλιστικό κίνημα προστατεύονται μόνο και εφόσον ξεκαθαρίζουν τη θέση τους με τις «συντεχνίες» και το πνεύμα τους.
Η μέρα που όλα τα κόμματα θα βγάζουν ανακοινώσεις που θα στηλιτεύουν το συντεχνιακό πνεύμα, θα είναι η D. Day της μάχης κατά του συντεχνιασμού και του κρατισμού. Θα είναι η μέρα που η Ελλάδα θα γίνει μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα με κανονικό σοσιαλδημοκρατικό κράτος παροχής κοινωνικών υπηρεσιών.