Προφανώς, η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας ήταν ένα καλό νέο. Ο κ. Μητσοτάκης διαθέτει και εκφέρει έναν σύγχρονο αστικό μεταρρυθμιστικό λόγο. Εάν μπορέσει να υπερκεράσει τον ενύπαρκτο πολιτικό λαϊκισμό της βαθιάς Δεξιάς και τη γενικότερη πολιτισμική υστέρησή της, θα συνεισφέρει σημαντικά στην παράταξήη του και συνολικά στην εγχώρια δημόσια σφαίρα. Από το σημείο αυτό όμως μέχρι την ανακήρυξή του, σχεδόν, σε μεσσία, η απόσταση είναι μεγάλη. Το περίεργο είναι ότι στην υπερβολικά δοξαστική αντιμετώπιση του κ. Μητσοτάκη πρωτοστάτησαν αρκετοί δημοσιολογούντες που κινούνται στις παρυφές της λεγόμενης Κεντροαριστεράς. Ακόμα πιο περίεργο είναι το γεγονός ότι αντί να ταρακουνηθεί από την εκλογή Μητσοτάκη το Ποτάμι, το οποίο δεν έχει ιστορικές, πολιτικές και ιδεολογικές αναφορές και μνήμες, εκείνο που ήδη γνώρισε τριγμούς ήταν το ΠΑΣΟΚ και μαζί του και η Δημοκρατική Συμπαράταξη.
Ο πολιτικός χώρος που επιχειρεί να ανασυγκροτήσει την ελληνική σοσιαλδημοκρατία ένιωσε προφανώς ευάλωτος στις διακηρύξεις του κ. Μητσοτάκη. Αυτό συνέβη διότι βρίσκεται σε μια ρευστή ιδεολογική κατάσταση και σε μια αμήχανη σχέση με την κοινωνία. Εχει υπερβολικά ξεχειλώσει ιδεολογικά και στένεψε πολύ κοινωνικά. Στερείται ενός σαφούς πολιτικού και ιδεολογικού στίγματος. Κάποιοι επίδοξοι θεωρητικοί του συγχέουν ανεπίτρεπτα τη σοσιαλδημοκρατία με τον πολιτικό και οικονομικό φιλελευθερισμό, οι διαφορές των οποίων είναι ακόμα υπαρκτές παρά την αμοιβαία ενσωμάτωση πολλών κοινών αξιών. Αλλοι έχουν αναγάγει τις μεταρρυθμίσεις σε απόλυτο κριτήριο, αγνοώντας ότι αυτές δεν είναι ουδέτερες. Από την άλλη ο σοσιαλδημοκρατικός χώρος αδυνατεί ακόμα να επανασυνδεθεί με τα κοινωνικά στρώματα που εξέφραζε κάποτε. Εργο, ούτως ή άλλως, δύσκολο αφού ο νέος σοσιαλδημοκρατικός λόγος διαφέρει αρκετά από τον παρωχημένο παραδοσιακό.
Ελλείπει ακόμα η προσωπική διαθεσιμότητα. Εάν εξαιρεθούν τα στελέχη της Δημοκρατικής Συμπαράταξης και των φορέων της, τα οποία μετέχουν και δοκιμάζονται στην τριβή της καθημερινής πολιτικής, με τα όποια λάθη, τις αστοχίες, τις υπερβολές και τις αδυναμίες τους, υπάρχουν πολλοί που ασκούν μονίμως και επί χρόνια κριτική, η οποία δεν κατατείνει πουθενά. Ολοι αυτοί, στα καφενεία, στο Διαδίκτυο, στα διάφορα έντυπα μιλούν και γράφουν εκ του ασφαλούς, πάντα επιτιμητικά, χωρίς κανένα κόστος, χωρίς να τους αρέσει τίποτα, παρά μόνο ό,τι λένε οι ίδιοι. Στρατηγοί χωρίς στρατό προσβλέπουν σε ένα ιδανικό φανταστικό πολιτικό σχήμα ή αναμένουν, υπολογιστικά, τη στιγμή που ενδεχομένως ο χώρος θα αποκτήσει κάποια δύναμη για να εμφανιστούν και αυτοί. Με όλα αυτά όμως, η προοπτική της εγχώριας σοσιαλδημοκρατίας παραμένει δυσοίωνη και ίσως το μέλλον δεν διαρκεί πολύ.