Σοσιαλδημοκρατία: Οι διανοούμενοι και οι άλλοι

Κώστας Σοφούλης 30 Σεπ 2016

Το τελευταίο διάστημα, όλο και πιο έντονα σκέφτομαι την παραλληλία της διαδικασίας για την δημιουργία σοσιαλδημοκρατικού κόμματος αμέσως μετά την Κατοχή, με αυτή που παρακολουθούμε σήμερα σε εξαιρετικά αργή και παιγνιώδη κίνηση.

Αν ζούσε ο Καζαντζάκης στις μέρες μας είμαι βέβαιος ότι θα επαναλάμβανε όσα έγραφε σε σχετική του εισήγηση ως Πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Εργατική Ένωσης με την οποία εμφανίζονταν τότε στο πολιτικό στερέωμα με φιλοδοξίες Αρχηγού «…. ό,τι χρόνια τώρα οι πιο αγνοί, οι πιο φωτισμένοι Έλληνες πεθυμούσαν, το έβρισκαν ξαφνικά στο τόσο καθαρό και απλό σύνθημα που δώσαμε: Σοσιαλιστές όλης της Ελλάδας ενωθείτε». Αποτείνονταν σε ότι καλλίτερο, ότι πιο φωτισμένο, ότι ευπρεπέστερο και ότι αγνότερο εκφράζονταν από φυσιογνωμίες αδιαμφισβήτητου κύρους και αξίας. Σβώλος, Σωμερίτης, Μπεναρόγια, Τσιριμώκος και τόσοι άλλοι που ασφαλώς η τοτεινή κοινωνία σεμνύνονταν γιαυτούς και έδειχνε τον σεβασμό της με όρους πολύ πιο εκτεταμένους από τις ψήφους που τους έδινε στις εκλογές. Κοινό χαρακτηριστικό τους ήταν η ποιότητα της σκέψης και των γραφτών τους αλλά και του κοινωνικού τους βίου. Ξεχώριζε ο καθένας τους μέσα στο πλήθος, αλλά κανένας τους δεν μπόρεσε τελικά να μπει επικεφαλής ενός μεγάλου πλήθους. Ήταν σημαντικοί διανοούμενοι αλλά σε τελευταία ανάλυση ερασιτέχνες πολιτικοί.

Το ίδιο και σήμερα. Στο κομψό πλήθος των αγωνιζομένων για την ενότητα της σοσιαλδημοκρατικής παράταξης συνωθούνται πρώτα ονόματα της ελληνικής σκέψης και επιστήμης, άνδρες και γυναίκες που ο βιογράφος τους  δεν έχει να τους καταλογίσει τίποτα το μεμπτό παρά μόνο ότι έχουν μια περίεργη αντίληψη για την πολιτική όπου θέλουν να δραστηριοποιηθούν: Νομίζουν ότι η πολιτική μοιάζει με τα πετάγματα της σκέψης τους, είναι μια ελεύθερη κοινωνική δραστηριότητα χωρίς λερώματα και φθορές, χωρίς δεσμεύσεις σε διαδικασίες κατώτερες των διαδικασιών της αγοράς του λόγου όπου όλοι έχουν θητεύσει με επιτυχία. Εμ, δεν είναι έτσι, δυστυχώς.

Η πολιτική, είτε το θέλουμε εμείς οι διανοούμενοι είτε όχι, είναι επάγγελμα και μάλιστα από τα σκληρότερα που προσφέρει η αγορά για σταδιοδρόμηση.  Γελιούνται όσοι από εμάς τους διανοούμενους νομίζουμε ότι μπορούμε να προχωρήσουμε στις έντιμες φιλοδοξίες μας χωρίς να μελετήσουμε, με την ίδια προσοχή που μελετάμε τα κείμενα της ειδικότητάς μας, τις διαλέξεις του Max Weber για την πολιτική ως «κλίση» (ή ως επάγγελμα, όπως μεταφράστηκε ο γερμανικός αρχικός όρος στα ελληνικά). Μην ακούτε τους δήθεν κυνικούς του σιναφιού που θα συμβούλευαν μελέτη του Μακιαβέλι. Λάθος. Σχετικός είναι ο Βέμπερ ενώ ο Μακιαβέλι είναι ανάγνωσμα για φτασμένους ήδη και φθαρμένους πολιτικούς αρχηγούς.

Αλλά, πέρα από την υποκειμενική αυτή θέαση της ιστορικής παραλληλίας, υπάρχει το πιο ενδιαφέρον ερώτημα μήπως δηλαδή υπάρχει και κάτι αντικειμενικά κοινό στη πραγματικότητα της τότε εποχής με την σημερινή, κάποιος παράγοντας, δηλαδή,  που έκανε τότε τα πράγματα να οδηγηθούν σε ατραπούς ανάλογους με τα σημερινά, με τη δική μας εποχή. Ναι, μάλλον  φαίνεται ότι υπάρχει.

Σκέφτομαι την πόλωση των επιλογών που φαινομενικά προσφέρονται στο πολιτικό σώμα για την αντιμετώπιση της κρίσης που περνά η κοινωνία. Τότε είχε ήδη ξεκινήσει ο εμφύλιος πόλεμος και οι πολίτες στριμώχνονταν να πάνε με τους μεν ή τους δε. Νηφάλια φωνή που να οδηγεί σε υπέρβαση του πολιτικού αδιεξόδου ώστε να αποφευχθεί ο εμφύλιος σπαραγμός ήταν πολύ δύσκολο να ακουστεί, επειδή η κοινωνία προ πολλού, από την εποχή ήδη του Διχασμού, είχε εκπαιδευτεί στο να προκρίνει ανάμεσα σε απλουστεύσεις και όχι μεταξύ γνήσιων εναλλακτικών δρόμων. Η κοινωνία είχε συνηθίσει να προκρίνει ανάμεσα σε προδότες της μιας ή της άλλης φατρίας, αλλά πάντα «προδότες». Ο φανατισμός ήταν το επίχειρο αυτού του μανιχαϊσμού και φανατισμός πάντα φέρνει μαζί του την οργή, που τυφλώνει την λογική. Μήπως, λοιπόν, και σήμερα δεν ζούμε μιαν ανάλογη μανιχαϊστική κραιπάλη;  Μνημονικοί προδότες από εδώ, εθνικολαϊκιστές ολοκληρωτικοί από εκεί. Πού χώρος για νηφάλιες φωνές των ευαίσθητων και ορθολογιστών,  δηλαδή φορέων του σοσιαλδημοκρατικού μηνύματος που έχει την πνευματικότητα ενός πολιτικού δόγματος που αναζητεί προ πάντων την έκφραση ενός κοινού συμφέροντος για την σπαρασσόμενη κοινωνία; Το σοσιαλδημοκρατικό μήνυμα είναι ενωτικό και όχι διχαστικό. Γιαυτό χάνεται μέσα στην χλαπαταγή της πολιτικής που ασκείται από τις «πλατείες» μεταφορικά και στην κυριολεξία.

Τι έλλειπε τότε και τι λείπει και τώρα από την ευγενή τάξη των διανοουμένων της σοσιαλδημοκρατίας; Προφανώς ό ζωντανός και καθημερνός σύνδεσμος της σκέψης τους με το φουρτουνιασμένο πλήθος της κοινωνίας που αγωνιά. Και τότε και τώρα, το μήνυμα προσπαθούσε να περάσει μέσα από γραφτά και σχετικά κλειστές συγκεντρώσεις σκεπτόμενων οπαδών. Οι «άλλοι» όμως δούλευαν στο πεζοδρόμιο, στο καφενεία, στους τόπους της σκληρής δουλειάς και στα σκαλοπάτια των γειτονιών. Είχαν τους ανθρώπους τους που όχι απλώς τους αρκούσε, αλλά απαιτούσαν την απλούστευση των πολιτικών μηνυμάτων σε διαζευκτικές εκφράσεις μίσους και καταφρόνιας του «άλλου» και αυτό το μήνυμα ζύμωναν από το πρωί μέχρι το βράδυ στους τόπους του ακτιβισμού τους. Οι δύο πόλοι διέθεταν την πλήρη δομή που ο Βέμπερ έβλεπε να λειτουργούν στην νεωτερική πολιτική σκηνή.

Και οι σοσιαλδημοκράτες; Αυτοί πάλευαν μόνοι και με πλήρη εσωστρέφεια στη δική τους περιορισμένη σκηνή, όπου αναπτύσσονταν ένα σύστημα ταυτόχρονης πολιτικής τραγωδίας και κωμωδίας: Ασφυκτιώντες από την αγωνία του αγνώστου που ήταν γιαυτούς το ζωντανό εκλογικό σώμα, άλλοτε αγκαλιάζονταν και άλλοτε μαχαιρώνονταν μεταξύ τους πάντα εν ονόματι μιας πορείας προς την ενιαία συγκρότηση. Αυτού του είδους τα ψυχοδράματα τα έχουν όλες οι κλειστές οικογένειες. Μη έχοντας επαρκή παράθυρα για να εκτονώσουν τα μίση και τα πάθη τους, αρκούνται να ξεθυμαίνει ό ένας στην καμπούρα του άλλου.

Κάτι που δεν μπόρεσαν να πετύχουν οι σοσιαλδημοκράτες του ’45 μπορούν άραγε να το πετύχουν οι ομοϊδεάτες τους σήμερα; Ίσως, θα έλεγα, αν καταλάβουν τι έλλειπε για να δέσει το βύσσινο. Κι αυτό που έλλειπε ήταν, απλούστατα, η αποφασιστικότητα να κατεβούν οι ίδιοι οι βασικοί «συναρχηγοί» στη βάση ως θαρραλέοι και με αυταπάρνηση «ιστρούκτορες» και ακτιβιστές. Να μη περιμένουν προκατασκευασμένα ακροατήρια και να μη φοβούνται το προσωπικό στραπάτσο μιας αναμέτρησης στους τόπους όπου πράγματι ζυμώνεται το πολιτικό ζυμάρι. Βλέπει κανείς άλλη λύση; Όλες οι άλλες έχουν δοκιμαστεί και έχουν αποφέρει ελαχιστότατα αποτελέσματα.

Ας υποθέσουμε ότι ως εκ θαύματος συνεννοήθηκαν σε επίπεδο στελεχών οι διάσπαρτες σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις της πατρίδας και συμφώνησαν στην ίδρυση μιας ενιαίας σοσιαλδημοκρατικής παράταξης. Ας πούμε πως επιτέλους έγινε το ενωτικό συνέδριο για το οποίο σάλπιζε ο Καζαντζάκης.  Κι ύστερα; Και τότε αυτό έγινε χωρίς κρίσιμο αποτέλεσμα. Γιατί με μια τέτοια τελετουργία ποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι αυτό από μόνο του σημαίνει ότι εκφράστηκε το σοσιαλδημοκρατικό πρόταγμα ως πολιτικό κίνημα; Που είναι τα αφτιά που θα προσλάβουν την είδηση και θα την κάνουν στοιχείο των επιλογών τους;

Λοιπόν, δεν υπάρχει λύση στο ζήτημα αυτό; Νομίζω ότι υπάρχει λύση που προκύπτει από τα πράγματα μόνο που δεν ξέρω αν υπάρχουν μυαλά για να την διαλέξουν και να την εφαρμόσουν με συνέπεια. Η λύση είναι να κατεβούν στη βάση ακόμη και με μηδενική προσδοκία συσπείρωσης στη πρώτη φάση, οι ίδιοι οι διανοούμενοι του χώρου μαζί με την πανσπερμία των αρχηγών και αρχηγίσκων, οργανωμένοι σε χαλαρές αλλά εμφανώς φιλικές μεταξύ τους παρέες, στη βάση. Να νοιώσουν απ’ ευθείας «τον παλμό του Λαού», όπως συνήθιζαν να λένε οι παλιοί κουκουέδες όταν υποβίβαζαν κάποιο σημαίνον στέλεχός τους και το έστελναν πίσω στους τόπους της δουλειάς.

Ξέρω ότι μια τέτοια τακτική θέλει πόρους και χρόνο. Ναι, ασφαλώς και γιαυτό το ελληνικό μας λεξιλόγιο έχει τον όρο αυταπάρνηση. Με αυταπάρνηση ας βρεθούν οι πόροι από το ατομικό περίσσευμα του καθενός μας, και η ζωή είμαι βέβαιος πώς θα ανταμείψει τις πρόσκαιρες θυσίες.