Σοσιαλδημοκρατία: Κάτι δεν κάνουμε καλά…

Ζέφη Δημαδάμα 09 Ιαν 2017

Με την εκπνοή του χρόνου δυνάμωσε και η συζήτηση σχετικά  με τη νέα πρόταση για την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα. Επανέρχονται προβεβλημένα πρόσωπα στα ΜΜΕ, με συνεντεύξεις, παρουσιάσεις σε ένα επικοινωνιακό «κρεσέντο» με στόχο την ενίσχυση της παρουσίας τους και πάλι στην πολιτική ζωή.

Ταυτόχρονα, η Δημοκρατική Συμπαράταξη, το Ποτάμι και οι Κινήσεις Πολιτών καλούν εδώ και μήνες αντίστοιχα σε συνεννόηση για μια νέα πρόταση με κλήσεις και επαναπροσκλήσεις.

Ξαφνικά  γινόμαστε όλοι οι πολίτες, παρατηρητές σε έναν αγώνα για το  ποιος θα είναι πιο έτοιμος, πιο ελκυστικός, πιο προβεβλημένος, πιο σοσιαλδημοκράτης, περισσότερο ή λιγότερο ΠΑΣΟΚ, ή και καθόλου ΠΑΣΟΚ (αν και ορισμένοι εξ αυτών ευεργετήθηκαν από το ΠΑΣΟΚ). Αμφιβάλλω αν και κατά πόσο αφορά τους πολίτες ένας τέτοιου τύπου «ανταγωνισμός».

Συγχρόνως παρά τα ωραία λόγια και τα ευχολόγια, τα οποία ακούγονται, λείπει και πάλι το σχέδιο, η  πρόταση, η ξεκάθαρη πρόταση για το κοινό μας μέλλον στην Ελλάδα και στην Ευρώπη ενώ οι κίνδυνοι του λαϊκισμού και της ανόδου της ακροδεξιάς καραδοκούν. Αυτή είναι η διαρθρωτική αδυναμία της κεντροαριστεράς σήμερα στην Ευρώπη. Αναμασάμε, παρεμβαίνουμε, γενικολογούμε, αμφιταλαντευόμαστε μεταξύ ενός Μνημονίου που και εμείς ψηφίσαμε τον Ιούλιο του 2015, ή μιας άλλης πρότασης που δεν έχουμε ακόμη ουσιαστικά επεξεργαστεί και σε μια στείρα πολλές φορές αντιπολίτευση σε ένα άκρως κρίσιμο χρονικό διάστημα.

Το κυριότερο όμως πρόβλημα μας είναι η έλλειψη ουσιαστικού ανοίγματος στην κοινωνία η οποία δεν μπορεί να εξαντλείται σε περιοδείες και σε παραδοσιακές συναντήσεις. Πρέπει να αξιοποιήσουμε νέα μέσα π.χ. μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά πάνω από όλα πρέπει να απαντήσουμε στα εξής ερωτήματα:  Ποιους και ποιες θέλουμε να εκφράσει η σοσιαλδημοκρατία; Ποια είναι η νέα προοδευτική μας πρόταση; Γιατί καλούμε τους πολίτες να ακούσουν τα δικά μας λόγια, να έρθουν στις πρωτοβουλίες μας, γιατί κάνουμε επίκληση να μας ακούσουν οι πολίτες και δεν ακούμε εμείς τους ίδιους; Ποιους μηχανισμούς έχουμε δημιουργήσει για να κατανοήσουμε τις νέες ανάγκες μιας κοινωνίας που αλλάζει ταχύτατα; Γιατί δεν έχουμε ξεπεράσει ακόμη τον ελιτισμό, την πεποίθηση ότι εμείς και μόνο εμείς θα σώσουμε την χώρα και θα εκφράσουμε αποκλειστικά την σοσιαλδημοκρατία;

Είναι ξεπερασμένο να θέλουμε να εκφράσουμε εν γένει τους μη προνομιούχους έλληνες όπως την δεκαετίας του ’80, θα πρέπει να αναρωτηθούμε σχετικά με το ποιοι είναι οι πραγματικά μη προνομιούχοι σήμερα.

Οι πρωτοβουλίες για τη νέα σοσιαλδημοκρατία έχουν ανάγκη όλους τους  νέους, τις νέες γυναίκες που επενδύουν σε νεοφυείς επιχειρήσεις, σε start up αλλά και σε όσους αναμένουν στο περιθώριο  χωρίς ασφαλιστική κάλυψη, ή σε εργασιακό μεσαίωνα, παλεύοντας για τα παιδιά τους χωρίς καμιά υποστήριξη, αντιμαχόμενοι καθημερινά τη φτώχεια.

Τους νέους και τις νέες οι οποίοι κουβαλούν στην πλάτη τους το ήδη το χρεωκοπημένο συνταξιοδοτικό, τους ανέργους, ή τους εργαζόμενους με τα περιβόητα «μπλοκάκια», χωρίς πληρωμή για μήνες, χωρίς ωράριο ή όσους και όσες συνωστίζονται στην ουρά για το επίδομα ανεργίας ή το συσσίτιο.

Αυτοί οι άνθρωποι έζησαν και μεγάλωσαν την περίοδο στην οποία και η κεντροαριστερά κυβέρνησε τον τόπο και παρά τα θετικά  δεν κατάφερε να δημιουργήσει μια άλλη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης και τις αναγκαίες προϋποθέσεις υπέρβασης της κρίσης ενώ ταυτόχρονα οι υφεσιακές πολιτικές και οι πολιτικές λιτότητας εξακολουθούν να επικρατούν στην Ευρώπη και στην Ελλάδα.
Δεν ξεχνώ ότι σε κάθε συζήτηση ακούω το ίδιο «παράπονο» ότι εμείς οι πολίτες παρότι υπηρετήσαμε και υπηρετούμε το χώρο της κεντροαριστεράς για δεκαετίες δεν έχουμε καταφέρει, τα τελευταία χρόνια,  να νιώσουμε ισότιμα μέλη των πρωτοβουλιών που πραγματοποιούνται, δεν έχουμε καταφέρει να εκφραστούμε και να συμμετέχουμε δυναμικά και συλλογικά, είμαστε οι περιθωριοποιημένοι παρατηρητές (και χειροκροτητές) πίσω από αυτούς που για δεκαετίες «πρωταγωνίστησαν».

Κάτι δεν κάνουμε καλά. Και δυστυχώς υιοθετώντας τη διάσπαση και όχι τη σύνθεση, τις προσωπικές στρατηγικές,  με αλαζονεία και αμετροέπεια, θα παραμείνουμε μόνοι, λίγοι και αυτάρεσκοι όταν ήδη και άλλοι πολιτικοί χώροι διεκδικούν να γίνουν -καλώς ή κακώς- οι εκφραστές της κεντροαριστεράς, όπως για παράδειγμα ο ΣΥΡΙΖΑ.

Όλοι χρειάζονται αλλά κανείς δεν επιβάλλεται σε αυτή την προσπάθεια για μια νέα, άλλη σοσιαλδημοκρατία η οποία θα προέρθει από την κοινωνία και όχι από κανένα ακριβοθώρητο ηγέτη ή μέτριο αρχηγίσκο. Χρειαζόμαστε τώρα Συγκροτημένη Πρόταση και πραγματικό Άνοιγμα στην Κοινωνία.