Όσο προχωρούμε προς το μέλλον, οι αντιφάσεις της πραγματικότητας θα γίνονται πιο εμφανείς και τα προβλήματα θα διογκώνονται επικίνδυνα, εάν δεν καταστεί εφικτή η έγκαιρη αντιμετώπιση τους.
Αυτό βέβαια δεν είναι εύκολο, εάν η πολιτική ως εργαλείο των κοινωνιών για τον σχεδιασμό του μέλλοντος και την λήψη δεσμευτικών πολιτικών αποφάσεων για την πραγμάτωση του δεν απαντήσει στις σύγχρονες προκλήσεις. Δεν είναι καθόλου εύκολο, διότι η πραγματικότητα από το ένα μέρος χαρακτηρίζεται από μεγάλη πολυπλοκότητα και από το άλλο εξελίσσεται με επίσης μεγάλη ταχύτητα.
Και οι δύο αυτές παράμετροι επιβάλλουν την άμεση επανεκκίνηση του πολιτικού συστήματος με ριζικές αλλαγές στο εσωτερικό των κομμάτων και την υπέρβαση των εθνικών ορίων του πολιτικού τους σχεδιασμού, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης και να τις διαχειρισθούν με κριτήριο το κοινωνικό συμφέρον.
Ιδιαιτέρως για τον Σοσιαλδημοκρατικό χώρο, ο οποίος αντιμετωπίζει κρίση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, παρέχεται η ευκαιρία να πρωτοστατήσει στην προσπάθεια αναμόρφωσης τόσο του ίδιου όσο και του πολιτικού συστήματος.
Βασική προϋπόθεση είναι η άμεση συνειδητοποίηση της ανάγκης επανόδου μιας λειτουργικής ισορροπίας μεταξύ της πολιτικής και της δυναμικής της εξέλιξης και ανάληψης ηγετικού ρόλου στον σχεδιασμό του μέλλοντος, εκφράζοντας το κοινωνικό συμφέρον και διασφαλίζοντας το δικαίωμα του πολίτη να λειτουργεί ως πολιτικό υποκείμενο.
Είναι ένα ιδιαιτέρως σύνθετο και δύσκολο εγχείρημα, διότι οι συνθήκες σε υπερεθνικό επίπεδο, λόγω της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων και εργασίας στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης αλλά και των πλανητικών διαστάσεων προβλημάτων (κλιματική αλλαγή, μαζική μετακίνηση πληθυσμών κ.λ.π.), καθορίζουν την δυνατότητα κατανόησης της πραγματικότητας και δραστηριοποίησης σε πολιτικό επίπεδο.
Η Σοσιαλδημοκρατία σε αυτή την προσπάθεια οφείλει να λειτουργήσει ως μέσο και εργαλείο για την συνειδητή πολιτική λειτουργία και συμμετοχή του πολίτη στα «κοινά» και όχι για την προώθηση της κοινωνίας του θεάματος, της κατανάλωσης, των κοινωνικών ανισοτήτων και των ψευδαισθήσεων για βιώσιμη πορεία στο μέλλον με βάση την εθνική περιχαράκωση και την εσωστρέφεια.
Τόσο οι πολίτες όσο και οι πολιτικοί σχηματισμοί και ιδιαιτέρως αυτοί με πρόσημο σοσιαλδημοκρατικό, πρέπει να προετοιμασθούν για την αντιμετώπιση καταστάσεων και κρίσεων, οι οποίες έχουν υπερεθνικές διαστάσεις και δεν είναι διαχειρίσιμες σε εθνικό επίπεδο. Η αειφορία και η δικαιοσύνη δεν διασφαλίζονται στα όρια της τοπικής κοινωνίας, διότι τα προβλήματα έχουν πλανητικές διαστάσεις και χρήζουν ανάλογης αντιμετώπισης.
Αρκεί να επισημανθούν οι επιπτώσεις του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας στην υγεία των ανθρώπων σε πλανητικό επίπεδο. Είναι ακόμη νωπό στη μνήμη των πολιτών το παράδειγμα της ρύπανσης της ατμόσφαιρας με την εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα από τα αυτοκίνητα της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας Volkswagen και σε άλλες χώρες εκτός της Γερμανίας.
Ακόμη σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) η ρύπανση του αέρα από μικροσωματίδια ευθύνεται για μια σειρά από ασθένειες, οι οποίες προκαλούν περισσότερους από 3 εκατομμύρια πρόωρους θανάτους κάθε χρόνο (Έθνος online, 17.5.2016). Μεταξύ των πηγών, από τις οποίες εκπορεύονται τα μικροσωματίδια, είναι οι πυρκαγιές δασών, η χρήση ελαστικών στους αυτοκινητόδρομους (ανεξάρτητα από την χώρα παραγωγής τους) και η έρημος της Σαχάρας (μεταφορά σκόνης).
Οι περισσότερες πηγές δε ατμοσφαιρικής ρύπανσης υπερβαίνουν κατά πολύ τις δυνατότητες ελέγχου των κατοίκων και απαιτούν δράση από τις δημοτικές αρχές, αλλά και μέτρα σε επίπεδο εθνικής και διεθνούς πολιτικής για την προώθηση των «πράσινων» συγκοινωνιών, της παραγωγής καθαρής ενέργειας και της διαχείρισης αποβλήτων.
«Όταν βελτιώνεται η ποιότητα του αέρα, μειώνονται τα υγειονομικά κόστη από ασθένειες, που σχετίζονται με την ατμοσφαιρική ρύπανση, βελτιώνεται η παραγωγικότητα των εργαζομένων και αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής» επισημαίνει ο δρ. Κάρλος Ντόρα από τον ΠΟΥ.
Οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές από χώρες του Νότου προς τον ανεπτυγμένο Βορρά αποτελούν ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Με πολιτικές «κλεισίματος συνόρων» το πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται, ενώ ταυτοχρόνως διαμορφώνονται θετικές συνθήκες για την έκφραση ασύμμετρων απειλών και επικίνδυνων ανισορροπιών.
Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη και το φαινόμενο της γήρανσης των κοινωνιών του Βορρά, η εσωστρεφής πολιτική, που παρατηρείται σε αρκετές χώρες, ουσιαστικά βλάπτει σε μεγάλο βαθμό και τις ίδιες. Σε συνδυασμό δε και με την όλο και μεγαλύτερη αξιοποίηση της τεχνολογίας στην παραγωγική διαδικασία και την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων σε «πλουτοπαραγωγικούς παραδείσους» με χαμηλό εργασιακό κόστος, έμμεσα απειλείται η ευημερία στις γηράσκουσες κοινωνίες, διότι δεν διασφαλίζονται το δικαίωμα στην εργασία και η χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος.
Επίσης ο ακραίος πολιτικός πραγματισμός και η μετατροπή του πολίτη σε απλό διεκπεραιωτή ρόλων (εάν οι ρόλοι είναι αποδοτικοί σε σχέση με την κερδοφορία των οικονομικών ελίτ και την αναπαραγωγή του ισχύοντος μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης) αυξάνουν τον βαθμό διακινδύνευσης των ανεπτυγμένων κοινωνιών σε σχέση με την ευημερία τους.
Δεν είναι τυχαίο, ότι ήδη σε αυτές τις χώρες διευρύνεται το φαινόμενο της φτωχοποίησης. Σύμφωνα με έρευνα της Federal Reserve Bank των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής το 47% των πολιτών αυτής της χώρας δεν θα μπορούσε να πληρώσει 400 δολλάρια σε περίπτωση ανάγκης, π.χ. για ιατρική επίσκεψη ή για επισκευή αυτοκινήτου (Thorsten Schroeder, «Ein Leben im Dispo», Zeit online, 8.5.2016).
Και ενώ τα πλανητικών διαστάσεων προβλήματα και η αλληλεξάρτηση των κοινωνιών σε σχέση με την ευημερία τους δείχνουν τον δρόμο της υπερεθνικής συνεργασίας για ομαλή πορεία προς το μέλλον, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αδυνατούν να κινηθούν με λογική διεθνούς αλληλεγγύης και καταφεύγουν στην εθνική περιχαράκωση.
Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας όμως σε συνδυασμό με τον εθνικό προσανατολισμό της πολιτικής διαμορφώνουν θετικές συνθήκες για ανεξέλεγκτη κερδοφορία των οικονομικών ελίτ και αδυναμία ρυθμιστικών παρεμβάσεων της πολιτικής και των πολιτών με στόχο την προώθηση της ευημερίας των λαών.
Αυτό σημαίνει επίσης, ότι περιορίζεται η Δημοκρατία και δεν πραγματώνεται το κοινωνικό συμφέρον, ενώ οι πολίτες στο πλαίσιο της κυριαρχίας της κοινωνίας του θεάματος στο επικοινωνιακό επίπεδο «άγονται και φέρονται» ανάλογα με τις ανάγκες αναπαραγωγής του ισχύοντος μοντέλου οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ίσως αποτελεί το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της αντιφατικής λειτουργίας των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, τα οποία, σχεδόν ευθυγραμμισμένα με τον ευρωπαϊκό συντηρητισμό, αντί να προωθούν την πολιτική και οικονομική ενοποίηση, συμβάλλουν στην κερδοσκοπία του χρηματοπιστωτικού τομέα και οικονομικών ελίτ σε βάρος των λαών, οι οποίοι δεν επωφελούνται.
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Γερμανία, η οποία καταγράφει τεράστιο πλεόνασμα από την εξαγωγική της δραστηριότητα, από το οποίο όμως δεν αποκομίζουν το παραμικρό όφελος οι γερμανοί πολίτες. Ταυτοχρόνως αναπτύσσεται επικίνδυνα ο ευρωσκεπτικισμός, διότι δεν υπάρχει ισορροπία αλληλεγγύης σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Πολύ περισσότερο βέβαια σε παγκόσμιο, αν και ευδοκιμεί η προσφυγική και μεταναστευτική κρίση με τις ροές προς την Ευρώπη, οι οποίες θα εντείνονται, όσο δεν αντιμετωπίζονται τα γενεσιουργά αίτια στο πλαίσιο μιας πλανητικών διαστάσεων πολιτικής.
Η αυταπάτη της εθνικής κυριαρχίας στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης έχει οδηγήσει μάλιστα το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα στην «διαπίστωση» της ύπαρξης συνθηκών επιτροπείας, οι οποίες πάντα οφείλονται στους «κακούς» εταίρους και δανειστές. Βέβαια τέτοιου είδους και ποιότητας στερεότυπα χρησιμοποιούνται για την αποφυγή των ευθυνών, οι οποίες χρεώνονται στο σύνολο των κομμάτων, διότι δεν καταθέτουν ολοκληρωμένες, τεκμηριωμένες και μακροπρόθεσμες προτάσεις για την πορεία του τόπου.
Οι ιδεοληπτικές αντιπαραθέσεις ή η αμφισβήτηση της ικανότητας διακυβέρνησης της χώρας από τους πολιτικούς αντιπάλους δεν αποτελούν διέξοδο από την κρίση και την γενικότερη παρακμή της χώρας.
Ο χρόνος όμως τρέχει με μεγάλη ταχύτητα και δεν αφήνει περιθώρια ακόμη μεγαλύτερων καθυστερήσεων. Η πολιτική οφείλει να επιταχύνει την προσαρμογή της στη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα από το ένα μέρος και από το άλλο να σχεδιάζει και να διαλέγεται τόσο με τους πολίτες όσο και με το σύνολο των κοινωνικών συστημάτων (οικονομικό, πολιτικό κ.λ.π.) με στόχο την επεξεργασία και προώθηση ρυθμίσεων, οι οποίες υπερβαίνουν τα εθνικά όρια.
Βασική προϋπόθεση για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι η ανάπτυξη συστηματικού διαλόγου στις τοπικές κοινωνίες με ανάλογο περιεχόμενο και η διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών για την μεταξύ τους προσέγγιση.
Σε αυτή την προσπάθεια σημαντικό ρόλο μπορούν και επιβάλλεται να παίξουν οι δομές της κοινωνίας πολιτών με την υπερεθνική δικτύωση τους. Τα προβλήματα είναι κοινά και η αντιμετώπιση τους δεν μπορεί να γίνει σε εθνικό επίπεδο.
Όταν οι πολίτες είναι σε βάθος ενημερωμένοι για τον υπερεθνικό τους χαρακτήρα και την αλληλεξάρτηση της ευημερίας των λαών, αναπτύσσεται πιο γρήγορα το πνεύμα της αλληλεγγύης μεταξύ των κοινωνιών και η πολιτική σύγκλιση διευκολύνεται.