Το εκκρεμές διαδοχής στην εξουσία, λαϊκών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σε όλη τη Δυτική Ευρώπη, είχε οδηγήσει τους θεωρητικούς να μιλήσουν για «κρατικά κόμματα» ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Ήδη από την εποχή του Miliband του γηραιότερου, η σοσιαλδημοκρατία είχε κατηγορηθεί ότι «αφομοιώθηκε», μετατρέποντας το ιδεολογικό της περιεχόμενο, από ένα πρόγραμμα προοδευτικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, σε μια κουλτούρα διαχείρισης του status quo.
Η ταξική διάσταση των καταβολών των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, με αναφορές στο συνδικαλιστικό κίνημα, μετεξελίχθηκε σε μια κουλτούρα διαβούλευσης μεταξύ «κοινωνικών εταίρων», ως σαν να μην υπήρχε τίποτα πέρα από κοινά συμφέροντα. Για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα, όσο δηλαδή υπήρχε μια διακομματική συναντίληψη περί «μεικτής οικονομίας» και ανάγκης διασφάλισης «κοινωνικής ειρήνης», η κατηγορία αυτή δεν ήταν ιδιαίτερα σημαίνουσα. Μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι η κύρια διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο παραδόσεων του «εκκρεμούς», ήταν μάλλον ηθική: διαφορετική στάση έναντι του φύλου, της αντίληψης περί οικογένειας, της αντιμετώπισης των μεταναστών, κ.ο.κ. Ακόμα και σε αυτό το πεδίο, ήταν και είναι συχνό το φαινόμενο να έχουμε «τάσεις» εντός των κομμάτων να εναρμονίζονται, ενώ τα «κόμματα εξουσίας» δρουν στη βάση ενός κατώτερου κοινωνικού παρανομαστή – κατά βάση συντηρητικού – με πρώτο μέλημα τη διατήρηση της κίνησης του εκκρεμούς.
Η σημερινή κρίση ανατρέπει αυτήν τη σχετικά άνετη ισορροπία. Σε μια Ευρώπη όπου η κυριαρχία έχει περιοριστεί, ιδιαίτερα στο Νότο, το όχημα επιβίωσης της σοσιαλδημοκρατίας δεν μπορεί να είναι το κράτος. Σταδιακά, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, έχουμε τη συνταγματοποίηση του φιλελευθερισμού σε πολλαπλά επίπεδα. Η συναντίληψη σήμερα είναι ότι το κράτος πρέπει να ρυθμίζει – όσο το δυνατόν λιγότερο – την αγορά, προασπίζοντας την ανταγωνιστικότητα. Η ιδέα της κοινωνικής αναδιανομής, που είναι η βάση της σοσιαλδημοκρατίας, η ιδέα ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο άνισο από την ισότητα σε μια κοινωνία άνισων ευκαιριών, έχει οπισθοχωρήσει δραματικά. Το πόσο δραματικά είναι τα αποτελέσματα αυτής της συναντίληψης, το βλέπουμε σήμερα στον ευρωπαϊκό νότο.
Αναπόφευκτα, η σοσιαλδημοκρατία είτε θα αποδεχτεί τη θέση της στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, δίπλα σε μια σειρά από «εθνικά κινήματα», είτε θα επαναπροσδιορίσει την ύπαρξή της. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε τουλάχιστον τρεις προκλήσεις.
Πολιτισμικά, πρέπει να βρεθεί χώρος και τόπος συνάντησης και, τελικά, πολιτικής έκφρασης μιας νέας εργατικής τάξης, που εργάζεται στην κατακερματισμένη ευρωπαϊκή αγορά εργασίας. Η πρόκληση είναι «πολιτισμική», επειδή δεν είναι πλέον το εργοστάσιο το κοινό σημείο αναφοράς, ενώ η προσωπική επαφή μεταξύ των εργαζομένων δεν είναι μαζική, ή όχι τόσο μαζική όσο ήταν πριν από μία γενιά. Η εργατική τάξη υφίσταται, μόνο που δεν είναι πλέον τόσο «εργατική» και δεν έχει την ταυτότητα της «τάξης». Η ισορροπία μεταξύ «κοινωνικών εταίρων» δεν είναι πλέον ισόρροπη, ακριβώς επειδή το πλεονέκτημα της πραγματικής και ουσιαστικής μαζικότητας δεν υφίσταται.
Πολιτικά, πρέπει η σοσιαλδημοκρατία να αναλάβει την ευθύνη επιστροφής στο στόχο του προοδευτικού μετασχηματισμού της κοινωνίας και της μείωσης των ανισοτήτων. Είναι ενδιαφέρον ότι ο ίδιος ο Fukuyama προβλέπει ότι το μέλλον της πολιτικής είναι η σοσιαλδημοκρατία, αλλά η ίδια η σοσιαλδημοκρατία αδυνατεί να δει το μέλλον της. Και πρέπει να επισημανθεί ότι η αναζήτηση του μέλλοντος της σοσιαλδημοκρατίας δεν είναι εύκολη, ακριβώς επειδή έχει ταυτιστεί στο πρόσφατο παρελθόν με πολιτικές που αύξησαν την ανισότητα. Τίθεται λοιπόν ζήτημα νομιμοποίησης, ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπου το «εκκρεμές» δείχνει να αποσυντονίζεται, με ροπή των ψηφοφόρων είτε προς την άκρα δεξιά, είτε προς την άκρα αριστερά. Το ενδιαφέρον βέβαια είναι ότι αυτό που ονομάζουμε «άκρα αριστερά» στην Ελλάδα, δείχνει να αφομοιώνει τη σοσιαλδημοκρατική ρητορική. Απομένει να δούμε εάν αυτό έχει να κάνει με την προσδοκία μιας «εκλογικής κληρονομιάς», ή μια αυθεντική ιδεολογική διαδοχή στο ρόλο που το ΠΑΣΟΚ δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί.
Κοινωνικά, για τη σοσιαλδημοκρατία η πρόκληση είναι η επανασύνδεση με τη σημερινή κοινωνία. Το μοντέλο των «ομάδων βάσης» σε επίπεδο γειτονιάς, που κατά καιρούς υπηρέτησε την κολεκτιβοποίηση του πελατειακού συστήματος, πρέπει να μετεξελιχθεί σε άλλες μορφές κοινοτικοποίησης. Το πολιτικό βίωμα δεν είναι μια συζήτηση με αφορμή ένα άρθρο σε μια εφημερίδα. Απαιτείται ένα είδος άμεσης επαφής και εμπλοκής της βάσης, που μπορεί να διασφαλίσει σε ένα βαθμό και αυθεντική εκπροσώπηση.
Το ΠΑΣΟΚ μπορεί να αντιμετωπίσει παρόμοιες προκλήσεις; Αμφίβολο. Ο «χώρος» όμως μπορεί, επειδή έχει ποιότητα, βιώματα και κοινωνικές αναφορές που δεν αποτυπώνονται σε μια απλοϊκή δημοσκόπηση με το ερώτημα της «πρόθεσης ψήφου». Το μάθημα από την ήττα του ΠΑΣΟΚ, ηθική όσο και εκλογική, δεν αφορά μόνο τα μέλη του κόμματος. Αφορά μάλλον όλους τους σοσιαλδημοκράτες. Και τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι πολύ βασικά: ποιον εκπροσωπούμε, πώς, με ποιο στόχο και με ποια νομιμοποίηση. Γόνιμες ερωτήσεις, σε άγονα εδάφη.
.
.
Η Μαριλένα Κοππά είναι ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ