Το ΠΑΣΟΚ θέλει να είναι, ή να γίνει σοσιαλδημοκρατία, ή ο ορίζοντάς του είναι η λεγόμενη Κεντροαριστερά; Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα δύο; Και αν ναι, τι εξυπηρετεί η μία και η άλλη πολιτική κατεύθυνση; Ζουμερά ερωτήματα τέθηκαν και συζητήθηκαν ήδη από την πρώτη ημέρα του «Συνεδρίου της 3ης Σεπτέμβρη». Επ’ αυτών, η άποψή μου συνοπτικά, είναι η εξής:
– Η σοσιαλδημοκρατία υποδηλώνει συγχρόνως μια ιδεολογία και μια πρακτική εξουσίας με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: οργανωμένη σχέση με το χώρο της εργασίας, έμφαση στη δημοκρατία και τα δικαιώματα, ρεφορμισμός (δηλαδή σειρά εκ των άνω, σταδιακών και με συνεννόηση μεταρρυθμίσεων), διεθνισμός (που στη σημερινή εποχή και ιδίως υπό συνθήκες κρίσης δεν μπορεί παρά να σημαίνει «ευρωπαϊσμός» με την βαθύτερη πολιτική έννοια). Η κεντροαριστερά δεν είναι ιδεολογία, αλλά διάκριση (σε σχέση με την Δεξιά ή την κεντροδεξιά), περιχαράκωση (αυτός είναι ο χώρος μας, όσοι θέλετε ελάτε να βρεθούμε), συσχετισμός δυνάμεων (συμμαχία για την κατάκτηση ή ανάκτηση της εξουσίας).
– Οι δύο έννοιες, που σίγουρα επομένως δεν ταυτίζονται, θα μπορούσαν να συνυπάρξουν υπό την προϋπόθεση ότι το «στρατηγικό σχέδιο» της κεντροαριστεράς, δεν θα πνίξει το ιδεολογικό ξεκαθάρισμα που απαιτεί η σοσιαλδημοκρατία. Με άλλα λόγια, η ενσυνείδητη αποδοχή των κεντρικών χαρακτηριστικών και πρακτικών της σοσιαλδημοκρατίας, θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να προηγηθεί και να ολοκληρωθεί και μετά ενδεχομένως να αρχίσει το «συμμαχικό» ή αμιγώς εκλογικό εγχείρημα της κεντροαριστεράς. Αν γίνει το αντίθετο, όπως αρκετοί στο ΠΑΣΟΚ σήμερα φαίνονται να προτιμούν, ισχυρίζομαι ότι θα υπάρξει απίσχναση και όχι αναγέννηση.
– Το ΠΑΣΟΚ δεν έχει ακόμα ολοκληρώσει αυτή που ονομάζω «μακρά και ελικοειδή πορεία προς τη σοσιαλδημοκρατία». Αντίθετα από ορισμένους ισχυρούς μύθους, υποστηρίζω ότι το μεν ανδρεοπαπανδεϊκό ΠΑΣΟΚ, τουλάχιστον από τη στιγμή ανάληψης της εξουσίας, και παρά την συνεχιζόμενη έντονη φραστική/θεατρική αντίδραση προς τη σοσιαλδημοκρατία, ασπάστηκε βασικά στοιχεία της (αλλαγές και όχι Αλλαγή εντός του δημοκρατικού πλαισίου, ρεφορμισμός, μετάβαση από τον τριτοκοσμικό διεθνισμό στον πολιτικό ευρωπαϊσμό), η δε σημιτική περίοδος χαρακτηρίζεται από ακόμα μεγαλύτερη και πιο ανοικτή σύγκλιση (εισφορά των εννοιών της συμμετοχής, της αποτελεσματικότητας, των ειδικών και όχι γενικών επιδιώξεων, συμμετοχή στον πυρήνα των ευρωπαϊκών εξελίξεων), αλλά και αδυναμία περάσματος στη βάση της μετάβασης προς ένα άλλο από το αρχικό μοντέλο. Αυτή η προσπάθεια μένει, συνεπώς, να γίνει, και ίσως η κρίση -της χώρας αλλά και του κόμματος- να είναι, από αυτή την άποψη, μια ευκαιρία.
– Όποια πορεία και να επιλεγεί -η στρατηγική τοποθέτηση, το ιδεολογικό ξεκαθάρισμα ή συνδυασμός τους- αυτό που νομίζω ότι σε καμία περίπτωση δεν εξυπηρετεί το σκοπό της ανασυγκρότησης και του νέου ξεκινήματος είναι η -ευκαιριακή ή μονιμότερη- «συμμαχία» με τις πολιτικές εκείνες δυνάμεις που σχεδόν όλοι στο ΠΑΣΟΚ παραδεχόμαστε -και ξαναφάνηκε στο Συνέδριο- ότι εκφράζουν το χτες, την άγονη άρνηση, τον τακτικιστικό λαϊκισμό, αποτελούν με δύο λόγια ένα κακέκτυπο του ΠΑΣΟΚ, που η νέα πορεία και οι νέες ανάγκες της χώρας, απαιτούν να αφεθεί πίσω.
– Τέλος, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως η ιδεολογικού τύπου συζήτηση περί σοσιαλδημοκρατίας και κεντροαριστεράς, πρέπει μεν να γίνει, δεν είναι όμως ούτε η μόνη, ούτε η κύρια ανάγκη. Στα βήματα για πραγματική ανανέωση, περιλαμβάνεται μια ειλικρινής αποτίμηση και κριτική των ως τώρα περιόδων άσκησης της εξουσίας και, κυρίως, μια πολιτική και ψυχική επανασύνδεση πρώτα στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ και μετά με τις κοινωνικές δυνάμεις που θα επέλεγε να το ακολουθήσουν. Αλλά και εντός του «ιδεολογικού ζητήματος», το βασικό δεν είναι ο προσδιορισμός ή αυτοπροσδιορισμός αλλά η απάντηση -που διεθνώς δεν έχει ακόμα δοθεί- στο αμείλικτο ερώτημα «Πώς μπορεί να είναι κανείς Αριστερός, δημοκράτης και ειλικρινής, στην εποχή της κρίσης;»