Στη χώρα μας, πολύ πριν από την κρίση, αλλά ιδιαίτερα μετά απ’ αυτήν, αυξήθηκε ο αριθμός των πολιτών, αλλά και εκείνων των «διαμορφωτών της κοινής γνώμης», οι οποίοι εξετάζουν τις πολιτικές συμπεριφορές κάτω από το φακό του ηθικού ακτιβισμού. Ο τελευταίος, με πρόσχημα το όντως υπαρκτό πρόβλημα της διαφθοράς, διαβρώνει τους πολιτικούς θεσμούς, μετατρέποντας την κρίση αντιπροσώπευσης του κοινοβουλευτισμού σε κρίση νομιμοποίησης της Δημοκρατίας.
Η αυτονόμηση της πολιτικής πρακτικής από την ηθικολογία, αποτέλεσε το πρώτο βήμα προς τη χειραφέτηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς από τα δεσμά τέτοιων αυθεντιών, όπως η Εκκλησία και το Απολυταρχικό κράτος. Βεβαίως από εδώ ξεκινούν κάποιες μεγάλες παρανοήσεις. Η αποδέσμευση της πολιτικής από το δίλημμα «καλό ή κακό», δεν σημαίνει ότι η πολιτική είναι αήθης. Σημαίνει απλώς ότι αυτή έχει τη δική της ηθική, η οποία μετριέται στη ζυγαριά της υπεράσπισης του δικαίου και του νόμου.
Κακώς αποδίδεται στον Μακιαβέλι η άποψη ότι η πολιτική οφείλει να μη λογαριάζει τα μέσα για την επιτυχία των σκοπών της. Αυτός, απλώς ανέδειξε τη μεγάλη απόσταση που χωρίζει το ιδεώδες από το πραγματικό, το δέον από το είναι. Για τον Μοντεσκιέ, η πολιτική αρετή διαφέρει από τη θρησκευτική και ανάγεται στην αγάπη της ισότητας και του κοινού καλού. Ενώ ο Καντ, από τη δική του σκοπιά, απορρίπτει τον ηθικό δεσποτισμό ως μέσο υποταγής της πολιτικής στην θρησκευτική αρετή, αλλά ταυτόχρονα απορρίπτει και την άρνηση της δυνατότητας ηθικής βελτίωσης της πολιτικής. Γι’ αυτό το λόγο αναζητεί στην εφαρμογή του δικαίου και του νόμου το δρόμο προς την ιδιαίτερη «ηθική της πολιτικής».
Εδώ τίθεται το ερώτημα: Αν η πολιτική δεν ορίζεται από τη διάκριση του καλού από το κακό, υπάρχει κάποια άλλη διάκριση που έχει μεγάλη σημασία για την πολιτική συμπεριφορά; Η απάντηση είναι θετική. Ναι, υπάρχει. Είναι η διάκριση μεταξύ του ατομικού ήθους, στάσης και συμπεριφοράς των επαγγελματιών πολιτικών και της πολιτικής πρακτικής ως αυτόνομης δραστηριότητας.
Το ατομικό ήθος ενός πολιτικού, αντιπροσωπεύει τους λόγους για τους οποίους ασχολείται με την πολιτική και κυρίως τους τρόπους και τα μέσα που χρησιμοποιεί γι’ αυτό το σκοπό. Το κατά πόσον δηλαδή η προσωπική του στάση και ζωή συνάδει με την υπεράσπιση του δημόσιου συμφέροντος που επικαλείται. Γιατί ναι μεν η ηθική της πολιτικής καθορίζεται από την εφαρμογή του νόμου υπέρ του δημοσίου συμφέροντος και όχι από προσωπικά κίνητρα, αλλά την ίδια στιγμή, οι επιταγές του νόμου πρέπει να συνοδεύονται από την επίδειξη ήθους εκ μέρους των πολιτικών που τις εφαρμόζουν. Διαφορετικά, οδηγούμαστε σε αήθεις λογικές, του τύπου «το νόμιμο είναι και ηθικό».
Τα παραπάνω πρέπει να τοποθετηθούν και στο πλαίσιο της προσπάθειας που γίνεται για τη συγκρότηση του νέου σοσιαλδημοκρατικού πόλου. Αυτή η προσπάθεια, όσο και να συνοδεύεται από σωστές πολιτικές θέσεις και επεξεργασίες, δεν θα ευοδωθεί, αν τα άτομα που την εκπροσωπούν δεν εκπέμπουν ήθος πολιτικής ακεραιότητας. Το εγχείρημα της Κεντροαριστεράς χρειάζεται ανθρώπους που θα αντλούν τη νομιμοποίησή τους από την επαγγελματική, την επιστημονική και την ατομική τους ηθική παρουσία και όχι από την ένταξή τους σε οποιαδήποτε πολιτική παρέα. Στην πολιτική, δεν είναι καθόλου κακό κάποιος να αλλάζει απόψεις, ακόμη και κομματική ένταξη, όταν όπως έλεγε και ο Κέινς, αλλάζουν οι συνθήκες ή αλλάζουν τα ίδια τα κόμματα. Δεν είμαι υποστηρικτής της θεωρίας τού «άπαξ σε ένα κόμμα, για πάντα στο ίδιο κόμμα». Το κακό είναι να καληνυχτίζεις κάποιους στο άλφα κόμμα και η καλημέρα σου να τους βρίσκει αλλού, χωρίς επαρκή εξήγηση της στροφής τους και της εκ νέου στροφής τους.
Το όποιο νέο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, έχει ανάγκη από ανθρώπους που με το ατομικό ήθος τους, θα εκπέμπουν ένα κριτικό πνεύμα (ακόμα και όταν αυτό είναι λάθος σε κάποια σημεία) και όχι από ανθρώπους που έζησαν και «μεγαλούργησαν» στο παλαιό βασίλειο της αλαζονικής εξουσίας και διαφθοράς. Ο σοσιαλδημοκρατικός πόλος δεν χρειάζεται «περιβάλλοντα» που δεν θα υπερβαίνουν τα «κομματικώς εσκαμμένα», αλλά ανθρώπους που θα αφουγκράζονται αφενός την ταξικά και άνισα διαρθρωμένη κοινωνία και αφετέρου θα επιδιώκουν να ακουμπούν στον κριτικό λόγο, ανθρώπους που θα αμφιβάλλουν για όλα και θα αμφισβητούν ακόμη και τον εαυτό τους.