Η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ στηριζόταν από την αρχή σε μια υπόθεση, ότι οι εταίροι δεν θα αφήσουν τη χώρα να πέσει γιατί οι κίνδυνοι θα είναι απρόβλεπτοι για την ευρωζώνη, αλλά επίσης επειδή, για γεωπολιτικούς λόγους, οι δυτικές μεγάλες δυνάμεις δεν θέλουν μια ελληνική κατάρρευση. Αυτή η διαπίστωση θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση μιας δημιουργικής διαπραγμάτευσης με τους πιστωτές ώστε να βελτιωθεί το πρόγραμμα προσαρμογής, να γίνει δικαιότερο κοινωνικά και να αποκτήσει αναπτυξιακό προσανατολισμό. Το έδαφος ήταν πρόσφορο αφού έτσι κι αλλιώς το δόγμα στην ευρωζώνη άλλαζε προς την κατεύθυνση της ποσοτικής χαλάρωσης και η χώρα μας μπορούσε να ανέβει πάνω στο κύμα, αν, εκτός από κηρύγματα για τις βλαβερές συνέπειες της λιτότητας, η κυβέρνηση είχε κάποιο στοιχειώδες σχέδιο μεταρρυθμίσεων ή έστω ένα μοντέλο αποτελεσματικής διακυβέρνησης. Βέβαια, για να συμβεί αυτό θα έπρεπε πρώτα να γίνει η υπέρβαση του απλοϊκού και διχαστικού σχήματος μνημόνιο/αντιμνημόνιο, να εγκαταλειφθεί το ιδεολόγημα του ελληνικού εξαιρετισμού, να αναγνωριστούν οι εθνικές αιτίες της κρίσης, με άλλα λόγια να κοιταχτούμε στον καθρέφτη. Τίποτα από αυτά δεν επιχειρήθηκε, ίσως ούτε καν υπήρξε ως σκέψη.
Το παιχνίδι κρίθηκε πολύ γρήγορα. Μετρώντας εικονικές “ανάσες αξιοπρέπειας” και παρακολουθώντας τις μιντιακές περιπέτειες του υπουργού Οικονομικών φτάσαμε στο σημείο όπου πια δεν έχουμε επιλογές και επιστρέφουμε στο σημείο εκκίνησης της κρίσης με πολύ χειρότερους όρους, με βαριά την κοινωνική κόπωση και με σωρευμένη την ευρωπαϊκή οργή. Οι πολυδιαφημισμένες συμμαχίες δεν υπάρχουν, ο διαχωρισμός σε καλούς και κακούς εταίρους κατέπεσε από τη στιγμή που αποδείχθηκε ότι η Α. Μέρκελ και ο Μ. Ντράγκι είναι στην ίδια όχθη, η ελληνική οικονομία καταρρέει χωρίς μνημόνιο, το πρωτογενές πλεόνασμα αφανίζεται, χρηματοδοτικές λύσεις δεν προκύπτουν χωρίς τη συγκατάθεση των θεσμικών πιστωτών, ο κίνδυνος να κατρακυλήσουμε ξανά στην ύφεση και στην αύξηση της ανεργίας είναι περισσότερο από ορατός, ενώ μια χρεοκοπία μέσω ή έξω από το ευρώ φαίνεται αυτή τη στιγμή ως μια πολύ σοβαρή εκδοχή.
Ενώ έχουμε φτάσει σε οριακό σημείο, η κυβέρνηση παίζει το χαρτί της χώρας-καμικάζι που, αν ανατιναχτεί, θα πάρει και τους άλλους μαζί της. Κινούμαστε στη σφαίρα του αδιανόητου, απειλώντας ότι θα στείλουμε τζιχαντιστές στο Βερολίνο και θα εξάγουμε εκατομμύρια μετανάστες στην ΕΕ. Γίνεται λόγος για πόλεμο με τους δανειστές και από την ελληνική πλευρά προβάλλονται τα βαριά όπλα των εκλογών και του δημοψηφίσματος. Ολες αυτές οι προειδοποιήσεις δεν έχουν ουσία γιατί προϋποθέτουν αυτοκαταστροφή πριν από την προσπάθεια καταστροφής του άλλου και γιατί κάποιος που αυτοκτονεί δεν είναι βέβαιο ότι θα προλάβει ταυτόχρονα να εξοντώσει τον αντίπαλο. Αυτό που οπωσδήποτε συμβαίνει είναι ότι η χώρα βρίσκεται σε μια ξέφρενη πορεία προς τα πίσω και προς τα κάτω, η οποία εξελίσσεται σε κλίμα αφασίας. Δεν υπάρχουν ισχυρές αντιστάσεις ούτε οι δυνάμεις εκείνες που θα μπορούσαν να παρέμβουν για να αποτρέψουν τη μοιραία πτώση, είναι και τόσο τοξική η ατμόσφαιρα ώστε η μαζική υπνοβασία να φαίνεται ως μια σχεδόν φυσική κατάσταση.
Δύο δρόμοι είναι ακόμη ανοιχτοί:
-Η κυβέρνηση να εφαρμόσει κανονικά τη συμφωνία του Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου, δηλαδή να καταργήσει πρόωρες συντάξεις και φόρους υπέρ τρίτων, να ενοποιήσει τα ασφαλιστικά ταμεία, να κατοχυρώσει την ανεξαρτησία του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και όσα άλλα προβλέπονται.
-Η κυβέρνηση να παραδεχτεί πολιτική αδυναμία και να επιδιώξει συνεννόηση και συνεργασία με τις φιλοευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις προκειμένου να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των εταίρων, να βελτιωθεί η διεθνής εικόνα της χώρας και να γίνει επανεκκίνηση από πολύ καλύτερο σημείο.
Μέχρι στιγμής αυτό που εκπέμπει το Μέγαρο Μαξίμου είναι μια παράξενη βεβαιότητα ότι στο chicken game το άλλο, το μεγάλο όχημα θα στρίψει τελικά πρώτο ώστε να αποφευχθεί η σύγκρουση. Ομως, τίποτα μα τίποτα δεν δείχνει ότι οι πιστωτές θα στηρίξουν οικονομικά τη μοναδική εκτός αγορών χώρα της ευρωζώνης για να τους λυπηθούμε και να μην τους στείλουμε τζιχαντιστές.
Οσο βαθαίνει το οικονομικό αδιέξοδο, όσο γίνεται προφανές ότι στην καλή περίπτωση πάμε σε νέο μνημόνιο, τόσο εντονότερη είναι η απώλεια της ψυχραιμίας και του μέτρου, με αποτέλεσμα να μπαίνουμε όλο και πιο βαθιά μέσα στο χώμα, ίσα που μένει απ έξω το κεφάλι – όπως η Γουίνι, η ηρωίδα του Μπέκετ στις “Ευτυχισμένες μέρες” που είδε στο θέατρο ο Γ. Βαρουφάκης, χωρίς -μάλλον- να κάνει τον ίδιο συνειρμό.