Στη Μυτιλήνη του 2015, η νεαρή Έλεν Γουίλιαμς διαβάζει τα απομνημονεύματα της προ-προγιαγιάς της Φιλιώς Μπαλτατζή και μεταφέρεται νοερά στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη έναν αιώνα πριν. Όχημα στην ανέλιξη της ιστορίας μας είναι η ζωή της οικογένειας Μπαλτατζή όπως περιγράφεται στις σελίδες του τεφτεριού με τις «συνταγές» της πρωταγωνίστριας. Η εγγονή που φτάνει στη σύγχρονη Μυτιλήνη των προσφύγων, όπως ακριβώς και η γιαγιά της και ζει, από άλλη βέβαια γωνία, το ίδιο πρόβλημα. Μια ωραία ιδέα για το θέμα της μετανάστευσης και του προσφυγικού, που μένει όμως χωρίς ανάπτυξη, χωρίς συνέχεια, τελείως αναξιοποίητη. Η ταινία στηρίζεται στο θεατρικό έργο της Μιμής Ντενίση η οποία σε συνεργασία με τον Μάρτιν Σέρμαν έκανε και το σενάριο της ταινίας «Σμύρνη μου αγαπημένη». Η ταινία με οδηγό τον βίο και την πολιτεία της πλούσιας οικογένειας Μπαλτατζή της Σμύρνης μας περιγράφει τα χρόνια της ανεμελιάς. Το πρώτο μέρος της ταινίας αναπαριστά τα ατελείωτα πάρτι που κράτησαν μέχρι τις μαύρες μέρες τις καταστροφής, γεμάτες ξεγνοιασιά, αφέλεια και την πίστη ότι η ευμάρεια που ζούσαν οι Έλληνες της Ιωνίας δεν θα διασαλευθεί στον αιώνα των αιώνων. Πιθανόν λόγω της πολυεθνικότητας και της πολυπολιτισμικότητας της Σμύρνης, σχεδόν όλοι οι ήρωες, μέχρι την τελευταία στιγμή, της φωτιάς, του χαμού και του εξανδραποδισμού, δεν πιστεύουν ότι κάτι τρομερό θα συμβεί σε αυτόν τον περίκλειστο όμορφα φτιαγμένο και τακτοποιημένο παράδεισο. Το δεύτερο μέρος της ταινίας είναι, φυσικά, αυτό του ολέθρου, των χείριστων πολιτικών χειρισμών, του θανάτου αλλά και της εγκληματικής αδιαφορίας όσων άφησαν τους Σμυρνιούς στη μοίρα τους. Ο σκηνοθέτης της ταινίας Γρηγόρης Καραντινάκης σημειώνει «Για εμένα πιο σημαντικό είναι το πρώτο κομμάτι της ταινίας. Εκεί υπάρχει αυτό που ειρωνικά χαρακτηρίζει όλους τους θνητούς ανθρώπους: η ψεύτικη αντίληψη ότι είμαστε άτρωτοι, η οποία κάποια στιγμή καταρρέει. Ακριβώς λόγω της πολυεθνικότητας και της πολυπολιτισμικότητας της Σμύρνης, σχεδόν όλοι οι ήρωες, κυριολεκτικά μέχρι την τελευταία στιγμή, δεν πιστεύουν ότι κάτι τρομερό θα συμβεί. Ίσως γίνει δίπλα, αλλά όχι εκεί. Υπήρχε μια αντίληψη ενός προστατευμένου “Κήπου της Εδέμ”. Όλο αυτό κατέρρευσε μέσα σε μόνο λίγες ημέρες. Από δραματουργικής άποψης τώρα, προφανώς όσο πιο πολύ τονίσεις την ομορφιά, τόσο πιο οδυνηρό φαντάζει το φινάλε».
Η ταινία με το γρήγορο μοντάζ, τις εναλλαγές πλάνων και σκηνών προσπαθεί να χωρέσει όσο περισσότερα πράγματα μπορεί, ξεχνώντας όμως πολλές φορές ότι τα γεγονότα θέλουν χώρο για να εκτεθούν και να αναπνεύσουν, οι χαρακτήρες θέλουν χρόνο για να αναπτυχθούν και να ανθίσουν. Η συνεχής πληροφόρηση και οι διάλογοι που πολλές φορές δεν είναι διάλογοι αλλά παράθεση πληροφοριών για τα γεγονότα της εποχής και των ημερών, αφυδατώνουν τους χαρακτήρες, μειώνουν τη δραματικότητα, και ευνουχίζουν την αφήγηση.
Σε αυτήν την υπερπαραγωγή για τα ελληνικά δεδομένα, όλα είναι κάπως θολά ή στόχευση, το σενάριο, η φωτογραφία η σκηνοθεσία, το παίξιμο των ηθοποιών υπάρχει μία ασάφεια η οποία ποτέ δεν διευκρινίζεται, δεν αποκτά την αναγκαία καθαρότητα και σαφήνεια. Αυτό δεν συμβαίνει γιατί υπάρχουν κάποια τοπία δύσκολα που διερευνά η ταινία ή γιατί τα νοήματα είναι πιο σύνθετα και πολύπλοκα. Η ασάφεια και η βιασύνη προκύπτει, συμβαίνει και δεν υπάρχει σαφές σχέδιο, δεν υπάρχει όραμα, δεν υπάρχει χώρος και χρόνος να αναπτυχθούν με καθαρότητα, ευκρίνεια και ενάργεια οι στόχοι των συντελεστών. Η φιλοδοξία των συντελεστών είναι να δημιουργήσουν μία ταινία σαν αυτές που έκανε ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος, καθαρή στη γραμμή της, εύπεπτη που να μπορεί να ενδιαφέρει τους πάντες και να γοητεύει όλους. Όμως ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος ποτέ δεν χτυπούσε, δεν στόχευε περισσότερα από αυτά που μπορούσε, γι αυτό και τα κατάφερνε. Όσοι στόχευσαν πάνω από τις δυνάμεις τους είχαν οικτρά αποτελέσματα, εδώ δεν έχουμε κάποια πλήρη και ολοκληρωτική αποτυχία, αλλά απέχει πολύ το τελικό αποτέλεσμα, από τις επιδιώξεις μιας τέτοιας, για τον εγχώριο κινηματογράφο, υπερπαραγωγής.
Τα πλάνα είναι γυρισμένα με τηλεφακούς και κοντινά - γκρο πλαν, όταν σε τέτοιους είδους ταινίες τα γενικά πλάνα και τα πανοραμικά ενστικτωδώς και πολύ σωστά τα ζητάει, τα έχει ανάγκη ο κάθε θεατής. Η κινητοποίηση της μνήμης και η αχλύς που τυλίγει τα πράγματα και τα γεγονότα, δεν επιτυγχάνεται με απανωτά φίλτρα fog και μια συνεχή θολούρα καπνών και καπνογόνων, θέλει λεπτομερή εργασία, σε όλους τους επιμέρους τομείς, από τα ρούχα και τα έπιπλα, μέχρι το μακιγιάζ και κυρίως βέβαια στην φωτογραφία.
Η ταινία μοιάζει βέβαιο ότι θα κόψει πολλά εισιτήρια, είτε γιατί οι μνήμες είναι ακόμα ζώσες και μεταφέρονται από τις αφηγήσεις των παλαιότερων, είτε γιατί το ζήτημα της προσφυγιάς πάντα συγκινεί, ακόμα και στη μορφή που έχει πάρει στις μέρες μας, είτε γιατί δεν βλέπουμε συχνά τόσο μεγάλες εγχώριες παραγωγές. Όμως χάθηκε μια σπουδαία ευκαιρία με αφορμή τα 100 χρόνια από την καταστροφή της Σμύρνης, να συνομιλήσουμε με την ιστορία μας, να δούμε πάλι το τεράστιο θέμα της προσφυγιάς σε παγκόσμια πλέον κλίμακα και να μερώσουμε τις μνήμες συζητώντας το θέμα της κομματικής αντιπαράθεσης, της εχθροπάθειας, του φανατισμού, της συνεχούς αντιπαλότητας και της αναγκαίας και απαραίτητης για την πρόοδο συνεννόησης.