Είναι αυτονόητο και αδιαπραγμάτευτο ο λαός να ψηφίζει όπως ακριβώς κρίνει και θέλει. Αυτονόητο όμως και αδιαπραγμάτευτο είναι και το δικαίωμα της κριτικής της λαϊκής ετυμηγορίας. Έτσι λοιπόν, ούτε το μήνυμα των εκλογών της 6ης Μαϊου ήταν σοφό, ούτε το νόημά τους ήταν ευδιάκριτο. Παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα, δεν δόθηκε καμιά καθαρή εντολή και δεν διεγράφη καμιά κατεύθυνση για την ελληνική κοινωνία. Πίσω δε από την υποτιθέμενη κυρίαρχη αντίθεση “μνημόνιο – αντιμνημόνιο”, εκτυλίχθηκαν πολλαπλές πολιτικές διεργασίες και αναπτύχθηκαν πολλές, λανθάνουσες μέχρι τώρα, ιδεολογικές τάσεις. Η δεξιά στροφή της Νέας Δημοκρατίας του κ. Σαμαρά και η επιστροφή της στην παράδοση του βαλκανικού εθνικισμού του 19ου αιώνα, δεν έφεραν την πολυπόθητη αυτοδυναμία. Αντίθετα, μαζί με τον επί περίπου δύο χρόνια πληβειακό αντιμνημονιακό της λόγο, δημιούργησαν τις κατάλληλες συνθήκες για να εκκολαφθεί και να εκφρασθεί το ακραία δημαγωγικό, ανορθολογικό και συνωμοσιολογικό μόρφωμα των “Ανεξάρτητων Ελλήνων ” του κ. Καμένου, που συνιστά και πολιτισμικό πρόβλημα. Η κρίση και κάποιες εκφάνσεις της, όπως η ανασφάλεια και η εγκληματικότητα και κυρίως η υπεραύξηση των μεταναστευτικών ροών, απελευθέρωσαν το σκοτεινό “καταραμένο” απόθεμα της ελληνικής ιστορίας και κοινωνίας, με αποτέλεσμα το μεγάλο ποσοστό της ναζιστικής “Χρυσής Αυγής” και την είσοδό της στη Βουλή. Το άκρως ακραίο αυτό κόμμα, υποδέχθηκε και ένα μεγάλο μερίδιο της οργισμένης αντισυστημικής ψήφου, αφού ήταν η μόνη πολιτική δύναμη έξω από τους θεσμούς της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας και συχνά και κόντρα σ’ αυτούς. Αρκετά μεγάλο αριθμό αντισυστημικών ψήφων έλαβε και ο αναμφισβήτητα κερδισμένος των εκλογών, ΣΥΡΙΖΑ. Μαζί μ’ αυτούς, όμως, υποδέχθηκε και πολλούς από τούς μέχρι τώρα ευνοημένους του πολυποίκιλου συντεχνιακού δικτύου των παροχών του δημοσίου τομέα, που είδαν τις αποδοχές τους να μειώνονται. Η άνοδος των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ δεν οφείλεται στην αριστερή ριζοσπαστικοποίηση των μαζών, όπως φαντασιώνονται οι επιπέδου φοιτητικού αμφιθεάτρου του ’70 και του ’80 ηγέτες του, αλλά στις ονειρώξεις της επιστροφής των απελπισμένων μικροαστικών στρωμάτων στην προτέρα της κρίσης οικονομική τους κατάσταση, που υπόσχονται ανεύθυνα και άκοπα οι νέου τύπου δημαγωγοί.
Οι αντιφάσεις πάντως και τα αδιέξοδα της ρητορικής του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και η αδυναμία διαχείρισης του μεγάλου ποσοστού του, φάνηκαν έντονα στους μετεκλογικούς χειρισμούς. Παρά την ολοφάνερη όμως απουσία ενός, έστω, υποτυπώδους σχεδίου και κάποιας ενιαίας πολιτικής, ο ΣΥΡΙΖΑ με την εκκωφαντική αναπαραγωγή των λαϊκίστικων κραυγών που ευδοκιμούν στην τρέχουσα συγκυρία και την υιοθέτηση και την υπερπροβολή μιας υποτιθέμενης αντιστασιακής μαγκιάς, αυξάνει τη δυναμική του και ίσως είναι το πρώτο κόμμα στις εκλογές της 17ης Ιουνίου. Η δυναμική αυτή πιέζει ιδιαίτερα τη ΔΗΜΑΡ, η οποία, αν και είχε μια αρκετά αξιοπρεπή εκλογική καταγραφή, φάνηκε τελικά διστακτική, δέσμια ενός παλαιοαριστερού τακτικισμού και κυρίως φοβικά συμβιβαστική απέναντι στα μη επιδεχόμενα συμβιβασμό κρίσιμα ζητήματα και διλήμματα για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας.
Εντελώς ασύμβατη με τις απαιτήσεις τής συγκυρίας ήταν και η στάση του ΚΚΕ. Αυτοεγκλωβισμένο σ’ έναν σχεδόν αυτιστικό, σχηματικό, ακατέργαστο αναλυτικά και πολιτικά και σαφώς παραμαρξιστικό λόγο, βλέπει μάλλον την ιστορία να περνά δίπλα του και ήδη φαίνεται η υπαρξιακή αγωνία στο βλέμμα και το ύφος των στελεχών του.
Η ίδια αγωνία διακρίνεται και στα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, που είναι το κατ’ εξοχήν ηττημένο κόμμα των εκλογών. Είναι όμως και το πλέον αδικημένο. Πράγματι διέπραξε πολλά και τραγικά λάθη στη διαχείριση της πολιτικής του Μνημονίου. Η οριζόντια περικοπή των μισθών, η διατήρηση απαράδεκτων ακόμα προνομίων του πολιτικού συστήματος, η σχεδόν χαοτική κυβερνητική επάνδρωση και διεύθυνση και κυρίως η φοβική ή και ηθελημένη μεταρρυθμιστική ατολμία, ήταν μερικά από αυτά. Δεν μπόρεσε δε να πείσει την κοινωνία για την αναγκαιότητα των πολιτικών και οικονομικών του επιλογών. Συνάντησε βέβαια την άρνηση και τη δημαγωγική “αντίσταση” και της υποτιθέμενης αστικής Νέας Δημοκρατίας και της πάσης φύσεως αριστεράς. Έτσι, το ΠΑΣΟΚ, απελπιστικά μόνο του, με την κληρονομιά από την κυβέρνηση Καραμανλή της επερχόμενης χρεοκοπίας στα χέρια του, επέλεξε ή και αναγκάστηκε να γίνει το ίδιο, ολοκαύτωμα, επιβάλλοντας, προκειμένου να συνεχίσει να υπάρχει συντεταγμένο το ελληνικό κράτος, τις σκληρές πολιτικές των μνημονίων. Έτσι διέρρηξε τις σχέσεις του με εκείνα τα κοινωνικά στρώματα που εξέφραζε και εν πολλοίς είχε εκπαιδεύσει και γνώρισε τη συντριπτική εκλογική (και όχι μόνο) ήττα.
Στις εκλογές της 6ης Μαϊου, οι έμπλεοι δημαγωγίας, άκρατου λαϊκισμού, συνωμοσιολογίας και ακραίας λεκτικής βίας λόγοι που διατυπώθηκαν, όχι τόσο αντιθετικά, όσο παραπληρωματικά, εμπόδισαν το διάλογο και την αναζήτηση των αιτιών της κρίσης, αλλά και των τρόπων υπέρβασής της. Έτσι, το αποτέλεσμά τους αποτύπωσε την εικόνα μιας κατακερματισμένης, οικονομικά καθημαγμένης, ιδεολογικά παραλογισμένης και πολιτικά ασύντακτης κοινωνίας. Αποτύπωσε όμως και την άρνησή της να κοιτάξει τον εαυτό της στον καθρέφτη και να συνειδητοποιήσει ότι δεν είναι πλέον δυνατή η αναπαραγωγή της με τους ίδιους τρόπους όπως στο παρελθόν. Ίσως αυτό να ήταν και το μη μήνυμα των προηγούμενων εκλογών.
Υπάρχουν όμως στον ορίζοντα οι νέες, εξαιρετικά κρίσιμες εκλογές της 17ης Ιουνίου. Κρίσιμες για την πορεία της χώρας και την παραμονή της στο ευρωπαϊκό πολιτισμικό πλαίσιο. Δυστυχώς όμως και πάλι κυριαρχεί η δεξιά και η “αριστερή” δημαγωγία. Δεξιές και “αριστερές” πολιτικές δυνάμεις, αντί να τιθασεύσουν τις πολλαπλές και ποικίλου είδους φυγόκεντρες τάσεις της κοινωνίας και να διαμορφώσουν μια συντεταγμένη πορεία εξόδου από την κρίση, με τους δύσκολους και συχνά επώδυνους τρόπους που είναι γνωστοί και αναγκαίοι, εκφέρουν έναν διχαστικό λόγο, ακολουθούν και ενισχύουν το κυρίαρχο “λαϊκό” ρεύμα της μη τήρησης των δεσμεύσεων του κράτους (!!!!), υπόσχονται ξανά τα πάντα και συνειδητά ή ασυνείδητα οδηγούν τη χώρα στην καταστροφή.
Οι μόνες δυνάμεις που φαίνεται να έχουν επίγνωση της τραγικότητας της κατάστασης και επιχειρούν να διατυπώσουν έναν πιο σοβαρό και ρεαλιστικό λόγο, είναι το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ. Το μεν ΠΑΣΟΚ, όμως, σχεδόν δεν ακούγεται λόγω της πρόσφατης κυβερνητικής του θητείας και η ΔΗΜΑΡ πιέζεται από τη δυναμική που αναπτύσσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Παρά τη δυσμενή όμως συγκυρία, αλλά και τις πολλές αντιφάσεις των πρακτικών και των λόγων τους, είναι επιτακτική και αναγκαία η ενίσχυσή τους σ’ αυτές τις εκλογές, για να λειτουργήσουν ως αντίβαρα στην προεκλογική λαϊκιστική πλειοδοσία και για να έχουν λόγο και ρόλο στις μετεκλογικές διαδικασίες, ως φιλοευρωπαϊκές σταθερές. Είναι απαραίτητη η ενίσχυσή τους όμως σήμερα και για τη γενικότερη μελλοντική προοπτική του εγχώριου δημοκρατικού σοσιαλισμού. Οι δύο σχηματισμοί, οι οποίοι εκφράζουν με το δικό τους τρόπο τη σοσιαλδημοκρατία και την κομμουνιστογενή ανανεωτική αριστερά, έστω και όπως εκδηλώθηκαν στην Ελλάδα, πρέπει να υπάρξουν και να παραμείνουν ενεργοί για να συνδιαλλαγούν και, γιατί όχι, να κατευθυνθούν στη συγκρότηση ενός ενιαίου πολιτικού φορέα. Μετά από τόσες δοκιμασίες όλων των εκδοχών της αριστεράς σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο και την αμείλικτη ιστορική κρίση, είναι κοινός τόπος ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και η ανανεωτική αριστερά, δικαιώθηκαν σχετικά και η εμπειρία τους, παρά τα έντονα προβλήματα και τις παλινωδίες, παραμένει το σημείο εκκίνησης για την περαιτέρω πολιτική και θεωρητική αναζήτηση. Είναι δε περιττή πολυτέλεια για την Ελλάδα, η παρουσία στον ίδιο χώρο δύο σχηματισμών με κοινές αναφορές και συγκλίσεις περισσότερες από τις όποιες αποκλίσεις. Τώρα μάλιστα, που ο γραφειοκρατικός μηχανισμός του ΠΑΣΟΚ είναι διαλυμένος και ο αντίστοιχος της ΔΗΜΑΡ σχεδόν αδιαμόρφωτος ακόμα, η δυνατότητα για την υπέρβαση των διαφορών και των πολυποίκιλων εμποδίων προβάλλει πιο έντονη από κάθε άλλη φορά. Φυσικά, η διαδικασία θα είναι δύσκολη και ενδεχομένως, ατομικά και συλλογικά, επώδυνη. Μπροστά όμως στα προβλήματα της χώρας, που τα υφίστανται κυρίως οι λαϊκές τάξεις, αξίζει, οι ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, αλλά και οι χιλιάδες των αριστερών δημοκρατικών πολιτών που βιώνουν την παρούσα πολιτική και ιδεολογική ασφυξία, να επιχειρήσουν αυτήν την περιπέτεια.