Σκέψεις. με αφορμή την συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν

Γιάννης Μαγκριώτης 14 Μαρ 2022

Μετά την συνάντηση των ηγετών της Ελλάδας και της Τουρκίας, έγιναν με έμμεσο τρόπο από την Ελλάδα, άμεσο από την Τουρκία, οι εξής δηλώσεις:


Μητσοτάκης: «Βάλαμε τα θεμέλια για την βελτίωση των σχέσεών μας…». «Ο πόλεμος στην Ουκρανία, μας φέρνει κοντά, δύο χώρες συμμάχους στην Νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ».

Ερντογάν: «Πιστεύω ότι, θα σημειωθεί πρόοδος στα προβλήματα, στο Αιγαίο, στις μειονότητες, τους λαθρομετανάστες και την τρομοκρατία». 

Δηλαδή, συμφώνησαν ότι, το δίωρο της συνάντησης ήταν καλό, αλλά για διαφορετικούς λόγους.

Όμως, για να καταλάβουμε καλύτερα, την εξέλιξη των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, την τελευταία περίοδο, μπορούμε να δούμε την ακτινογραφία των τεσσάρων συναντήσεων, μέχρι τώρα, Μητσοτάκη-Ερντογαν, και τα γεγονότα που ακολουθούσαν αυτές:

α). Γίνονται με την ευκαιρία κάποιου άλλου γεγονότος, δεν είναι αυτοτελές γεγονός.
 

β) Δεν έχουν συγκεκριμένη ατζέντα και σχετική προετοιμασία.

γ) Τις ζητάμε εμείς, πάντα εμμέσως, η Ουάσιγκτον και οι Βρυξέλλες.

2. Η πρόσφατη, τέταρτη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν, λέχθηκε από την Ελληνική πλευρά ότι, έγινε με αφορμή την παρουσία του Έλληνα Πρωθυπουργού στην Κωνσταντινούπολη, για την Κυριακή της Ορθοδοξίας.

 Η πρώτη έγινε στην Νέα Υόρκη, τον Σεπτέμβριο του 2019, με την ευκαιρία της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, το κλίμα καλό και το περιεχόμενο διερευνητικό, όπως δήλωσε ο κ. Μητσοτάκης. Δύο μήνες μετά, τον Νοέμβριο, ο Ερντογάν υπέγραψε το Τουρκολυβικό Μνημόνιο, την πιο επιθετική αναθεωρητική πράξη της Τουρκίας, που άλλαξε την εξωτερική πολιτική της χώρας, όπως και την πολιτική ασφάλειας και άμυνας, μετά την εισβολή στην Κύπρο και την κατοχή του 40%, περίπου του νησιού, το 1974.
Η δεύτερη, τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους στο Λονδίνο, ένα μήνα μετά δηλαδή, με την ευκαιρία της Συνόδου του ΝΑΤΟ, το κλίμα φυσικά βαρύ, όπως δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Στις αρχές Μαρτίου, του επόμενου έτους, τρείς μήνες μετά δηλαδή, εξαπολύθηκε ο υβριδικός πόλεμος στον Έβρο, με την εργαλειοποίηση των μεταναστών.
Η Τρίτη, έγινε τον Ιούνιο του 2021, πάλι με την ευκαιρία της Συνόδου του ΝΑΤΟ, στις Βρυξέλλες, όταν είχε κορυφωθεί η επιθετικότητα της Άγκυρας. Η Ουάσιγκτον και η ΕΕ, ζητούσαν να σταματήσει τις προκλήσεις και να γίνει διάλογος. Ο Ερντογάν, για να αποφύγει τις πιθανές κυρώσεις, να πάρει την θετική ατζέντα πού ήθελε από την ΕΕ, να στηρίξει και τον τουρισμό, κατέβασε τους τόνους, περιόρισε τις εξόδους των ερευνητικών σκαφών. Από τότε ξεχάστηκαν οι κυρώσεις, ο Ερντογάν πήρε δεσμεύσεις για την θετική ατζέντα, και από το Φθινόπωρο, άρχισε πάλι η επιθετική αναθεωρητική ρητορική του, που έφθασε μάλιστα, μέχρι και την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας των νησιών του Αιγαίου, με επιχείρημα ότι, παραβιάζεται η Συνθήκη της Λοζάνης του 1923 και του Παρισιού του 1947, προχώρησε στην κατάθεση γραπτώς στον ΟΗΕ, της πρότασης, για την αναγνώριση των δύο κρατών στην Κύπρο, ως προϋπόθεση, για να αρχίσει ο διάλογος για το Κυπριακό, με το ταυτόχρονο άνοιγμα των Βαρωσίων, για την οικονομική εκμετάλλευση από τους Τουρκοκύπριους.

Η τελευταία συνάντηση, είχε ως δικαιολογητική βάση, τον πόλεμο στην Ουκρανία και τα προβλήματα, που μπορεί να δημιουργήσει, στην σταθερότητα και την ασφάλεια, στην περιοχή μας.

Όμως, για να καταλάβουμε την βάση αυτού του επιχειρήματος, πρέπει να δούμε, πως εισπράττουν οι δύο χώρες την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.


Ο πόλεμος στην Ουκρανία, έχει τις ίδιες επιπτώσεις σε Ελλάδα και Τουρκία; Πως θέλει η κάθε πλευρά να εκμεταλλευτεί την κρίση;

α) Η Αφύπνιση της Δύσης, η ενίσχυση της συνοχής του ΝΑΤΟ, η αύξηση των εξοπλισμών των χωρών μελών του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, ευνοεί την Ελλάδα, όχι την Τουρκία. Ακόμη περισσότερο ευνοεί την Ελλάδα, η διαπίστωση σε Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες, ότι υπάρχουν στα σύνορά της Δύσης, αναθεωρητικές δυνάμεις, που επιβάλουν με την στρατιωτική βία, τις θέσεις τους.

β) Οι οικονομικές κυρώσεις, που επέβαλε η Δύση στην Ρωσία και την Λευκορωσία, θα πλήξουν και την χώρα μας, αντιθέτως θα ευνοήσουν για πολλούς λόγους την Τουρκία.

γ) Η Άγκυρα, με τον ρόλο του επιτήδειου ουδέτερου στην εισβολή του Ρωσικού στρατού στην Ουκρανία, έχει ήδη καταστεί παράγοντας διαμεσολάβησης και εγγύησης της πιθανής λύσης. Η στάση της, έχει γίνει αποδεκτή από την Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες, γεγονός, που επέτρεψε τον Ερντογάν, να θέσει, στην επικοινωνία του με τον Μπάιντεν και τον Μακρόν και τα δικά της αιτήματα. Η επίσκεψη του Γερμανού καγκελάριου Σόλτς, στην Τουρκία, την επομένη της επίσκεψης του Μητσοτάκη, είναι ακόμη μια επιβεβαίωση.

γ) Η χώρα μας, με την βιασύνη της κυβέρνησης να στείλει την στρατιωτική, έστω και συμβολική, βοήθεια στην Ουκρανία, μπήκε στον κύκλο των «προθύμων» χωρών του ΝΑΤΟ, χωρίς όφελος, αλλά με πολύ κόστος. Φυσικά, το περιεχόμενο της υπογραφείσας Ελληνοαμερικανικής Συμφωνίας, είναι αυτό που άλλαξε το διαχρονικό αμυντικό δόγμα της χώρας και την πολιτική ασφάλειας. Αυτό φάνηκε από την εισήγηση των ΗΠΑ, να κλείσει ο εναέριος χώρος του Έβρου, γιατί μπορεί να είναι πιθανός στρατιωτικός στόχος της Ρωσίας.

Ο Ερντογάν, κατανοεί το άγχος του Έλληνα Πρωθυπουργού, να δείχνει ότι συνομιλεί μαζί του, για να καθησυχάσει την εσωτερική κοινή γνώμη, που φοβάται μια Ελληνοτουρκική θερμή σύγκρουση, αφού έτσι αμβλύνει την κριτική των Βρυξελλών και της Ουάσιγκτον, που δεν θέλουν εντάσεις στην περιοχή, και κάθε φορά που η Ελληνική πλευρά του ζητά μια συνάντηση, με ή χωρίς γραβάτα, την κάνει.

 Ξεχνάμε όμως ότι, ο φιλόξενος Ερντογάν, τα τελευταία τρία και κάτι χρόνια, έχει αμφισβητήσει επιπλέον στην πράξη, την Κυπριακή ΑΟΖ, τα ομόφωνα ψηφίσματα του ΟΗΕ, για την Κύπρο, τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, ακόμη και την κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου.

Επιπλέον ο Ερντογάν, νιώθει καλά, αφού είδε να ακυρώνεται η κατασκευή του EastMed, η προοπτική του οποίου τον ενοχλούσε πολύ. Είδε τις περιφερειακές ενεργειακές συμμαχίες της Ελλάδας να περιορίζονται, ενώ αυτός έχει αποκαταστήσει ή έχει ξεκινήσει την αποκατάσταση των σχέσεων με τις ίδιες χώρες, με την υπογραφή μεγάλων οικονομικών συμφωνιών με μερικές από αυτές, ενώ  με το Ισραήλ άρχισε να συζητά και πάλι, την ενεργειακή και όχι μόνο συνεργασία.

Αλήθεια, πως μπορεί η κυβέρνηση να βλέπει θετικό το ισοζύγιο, των εξελίξεων αυτών;