Για την ανασύσταση και την αναγέννηση ενός κόμματος, πέραν του αναγκαίου βολονταρισμού και της πίστης στην αναγκαιότητα και την χρησιμότητα του στόχου ενός τέτοιου εγχειρήματος, απαιτούνται πιστεύω και κάποια άλλα πράγματα ως προϋποθέσεις, ορισμένα από τα οποία θα επιχειρήσω να αναφέρω και να ιεραρχήσω.
Το πρώτο, νομίζω, που κατά το δυνατόν πρέπει να επιχειρηθεί και να προηγηθεί, είναι η αυτογνωσία και η κατανόηση των λαθών που οδήγησαν κατά κοινή ομολογία σε ένα μη επιθυμητό και εξαιρετικά δυσάρεστο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό αποτέλεσμα. Για να μπορούν να αιτιολογηθούν πειστικά πράξεις που οδηγούν από την αναθεώρηση κάποιων πρακτικών, έως και την εκ βάθρων αλλαγή και επανίδρυση ενός κόμματος και μιας πολιτικής παράταξης, χρειάζεται να αναζητηθεί το τι έφταιξε και έγιναν όλα αυτά που έγιναν και να αποτιμηθεί το μέγεθος της ζημιάς που έχει συμβεί.
Πριν όμως και από αυτό και κατά απόλυτη προτεραιότητα, πρέπει να υπάρξει η πολιτική αυτοκάθαρση από ό,τι φθαρμένο και διεφθαρμένο ενδεχομένως εξακολουθεί να υπάρχει. Γιατί, ενώ στην ιδεολογική και πολιτική συζήτηση μπορεί και πρέπει να ενυπάρχουν ως συστατικά στοιχεία η αντιπαράθεση και η σύνθεση, η σύγκρουση και ο συμβιβασμός, με τη φθορά και τη διαφθορά κανένας συμβιβασμός δεν μπορεί και δεν πρέπει ποτέ να υπάρχει… Ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες και με όλα όσα συνέβησαν τα τελευταία χρόνια και με το κλίμα που επικρατεί στην ελληνική κοινωνία, αυτό δεν μπορεί παρά να αποτελεί την ικανή και αναγκαία συνθήκη για κάθε νέα πολιτική αρχή και πορεία.
Μετά, είναι η ώρα νομίζω να ξεκινήσει μια οργανωμένη και ψύχραιμη βέβαια, αλλά χωρίς μισόλογα συζήτηση. Για τα πολιτικά λάθη και τις ιδεολογικές, πολιτικές και προγραμματικές «παρεκκλίσεις», που οδήγησαν με τις δραματικές συνέπειές τους, σε μια μεγάλη απόσταση και αποξένωση από κοινωνικές ομάδες που στήριζαν μέχρι πρόσφατα ένα κόμμα σαν το ΠΑΣΟΚ, με πολύ μεγάλη προσφορά στην πατρίδα και κυρίως στα ασθενέστερα και μεσαία οικονομικά στρώματα. Με φυσική καταληκτική συνέπεια να χάσει στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις τα 2/3 της εκλογικής του δύναμης!
Μέχρι και την πραγματοποίηση ενός συστατικού καταστατικού συνεδρίου, που θα αποφασίσει για όλα και επειδή η πολιτική δεν ασκείται βεβαίως σε πολιτικό κενό, αντίθετα στις μέρες και τις εβδομάδες που διανύουμε ασκείται μέσα σε εξαιρετικά πυκνό πολιτικό χρόνο και σε ένα διαρκώς και ραγδαία μεταβαλλόμενο ελληνικό και ευρωπαϊκό πολιτικοοικονομικό τοπίο, επιβάλλεται η λήψη αποφάσεων που θα διορθώνουν στο βαθμό που μπορούν να διορθώσουν, την μεγάλη απόκλιση από τις ιδεολογικές και προγραμματικές κατευθύνσεις και δεσμεύσεις του ΠΑΣΟΚ.
Αυτές που εγκαταλείφθηκαν υπό το κράτος πανικού και διεθνών απειλών, χωρίς να συζητηθούν στο ελάχιστο, ποτέ και πουθενά, και που δεν αντικαταστάθηκαν από κανένα άλλο πολιτικό ή προγραμματικό σχέδιο, αλλά υπήρξαν προϊόν και μόνον μιας άνευ όρων παράδοσης στις απαιτήσεις των δανειστών. Αφού βεβαίως είχε προηγηθεί μία εξάμηνη περίοδος μακάριας αδράνειας και μιας ιδεοληπτικής αδυναμίας να αντιληφθούν κάποιοι, κυρίως του τότε οικονομικού επιτελείου, την πραγματικότητα την οποία όφειλαν ωστόσο να γνωρίζουν και προ των εκλογών του 2009.
Πρέπει τώρα πλέον και εισηγητικά στη συζήτηση, να αναφερθούν οι πολιτικές ευθύνες για τη δραματική και άνευ προηγουμένου διαχειριστική ανεπάρκεια στις κυβερνήσεις, κυρίως την πρώτη κυβερνητική περίοδο μετά τις εκλογές του 2009, στη μεγάλη καθυστέρηση στελέχωσης και λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού, που επέτεινε την κρίση και οδηγούσε κάθε φορά σε νέα και νέα αβάσταχτα μέτρα, στους ίδιους και τους ίδιους και στα μόνιμα εύκολα θύματα. Επειδή δεν μπορούσαν να υλοποιηθούν οι στόχοι και οι υποχρεώσεις στις οποίες είχαμε δεσμευθεί ως χώρα, δεν μπορούσαν να μαζευτούν έσοδα από τους έχοντες και τους φοροφυγάδες, επειδή δεν έγινε δυνατό να πραγματοποιηθεί ούτε μια διαρθρωτική μεταρρύθμιση, ούτε μία αποκρατικοποίηση.
Δεν γίνεται, κατά τη γνώμη μου, να μην ειπωθούν πλέον τα πράγματα με το όνομά τους και να μην καταλογισθούν πολιτικές ευθύνες για το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ μεταβλήθηκε τα τελευταία χρόνια σε ένα εντελώς προσωποπαγές γραφειοκρατικό κόμμα, με σχεδόν μοναδικό συνεκτικό ιστό και ρόλο, τον κυβερνητισμό και τη διαμεσολάβηση για αναζήτηση προσωπικών ρόλων και αξιωμάτων σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο. Ένα κόμμα χωρίς εσωτερικές δημοκρατικές διαδικασίες, με στεγανά και αποστεωμένες λειτουργίες, με τύποις πολιτικά και κομματικά όργανα, που σπάνια συγκαλούνταν, δεν λειτουργούσαν, δεν συζητούσαν και δεν αποφάσιζαν.
Χρειάζεται, πιστεύω, μια επανατοποθέτηση στο χώρο και χρόνο, όχι μόνο για μια μετακίνηση στον άξονα αριστεράς – δεξιάς, αλλά ακόμη και για την επανακατάληψη ίσως και της ίδιας θέσης, σε ένα νέο όμως «πεδίο αναφοράς», με την έννοια ότι τα περισσότερα σημεία αναφοράς που προσδιόριζαν μέχρι τώρα την πολιτική θέση του ΠΑΣΟΚ, έχουν αλλάξει και επαναδιαμορφωθεί, τόσο στον πολιτικό χώρο, όσο και στον πολιτικό χρόνο.
Σήμερα και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες έχουν αλλάξει ριζικά τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη και τον κόσμο. Ακόμη περισσότερο που όλα όσα συμβαίνουν αυτό τον καιρό, προοιονίζονται ακόμη μεγαλύτερες, ίσως και αιφνίδιες κομβικά ιστορικές ανατροπές. Τα προοδευτικά δημοκρατικά κόμματα της ευρύτερης Αριστεράς που αντιλαμβάνονται την ιστορική εξέλιξη ως μια συνεχή πορεία αλλαγών, κοινωνικών διεργασιών διαλεκτικών αντιπαραθέσεων και συνθέσεων και ως μια διαρκή αναζήτηση προς μια δικαιότερη κατανομή του πλούτου προς όφελος της μεγάλης πλειοψηφίας των κοινωνιών, πρέπει να αναζητήσουν μια νέα οργανική σύνδεση με τα νέα κοινωνικά ρεύματα και δεδομένα της εποχής μας.
Να κατανοήσουν και να αναλύσουν σε βάθος τη διαμόρφωση των νέων παγκόσμιων συσχετισμών δυνάμεων και συγκρούσεων και τις νέες σύγχρονες αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις της εποχής, μεταξύ αυτών και την πάντα υπάρχουσα και δεσπόζουσα αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας.
Για να επεξεργασθούν στη συνέχεια μια νέα στρατηγική δημοκρατικής διεξόδου από τη σημερινή κρίση και να αντιπαρατεθούν αποτελεσματικότερα στις κυρίαρχες σήμερα δυνάμεις των ανεξέλεγκτων αγορών και ενός υπερσυντηρητικού προτεσταντικού καπιταλισμού, για να βάλουν κανόνες δημοκρατικού ελέγχου και πολιτικής διεύθυνσης της ραγδαία εξελισσόμενης παγκοσμιοποίησης.
Έτσι θα συνεχίσουν να διεκδικούν το δικαίωμα της εκπροσώπησης των νέων δυνάμεων της εργασίας, της υγιούς επιχειρηματικότητας, του πολιτισμού και της προόδου στον πολιτικό στίβο και θα έχουν πιθανόν τη δυνατότητα να διαμορφώσουν νέες κοινωνικές συμμαχίες και νέο «κοινωνικό συμβόλαιο», με στόχο να «ξεκολλήσουν» τα κράτη και οι κοινωνίες από τη στασιμότητα και την υπανάπτυξη και να περάσουμε ξανά σε μια περίοδο ανάπτυξης, δημιουργίας και κοινωνικής ειρήνης.
Ένα κόμμα σοσιαλιστικό, σοσιαλδημοκρατικό, που είχε καταφέρει για πολλά χρόνια με επιτυχία να εκπροσωπήσει πλειοψηφικά και αποτελεσματικά τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα (τους μη προνομιούχους των προηγούμενων δεκαετιών μετά τη μεταπολίτευση). Πού είχε απλώσει βαθιές ρίζες σε όλη την ελληνική κοινωνία, από τις οποίες τώρα φαίνεται να έχει αποκοπεί, οφείλει να επικεντρώσει τις προσπάθειές του πρώτα και κύρια στο να ξαναβρεί την επαφή του με τα παλαιά και νέα εδάφη της κοινωνίας, να «απλώσει νέες ρίζες», αναζητώντας τους πιο πρόσφορους τρόπους γι’ αυτόν το σκοπό.
Πρέπει να αντλήσει από τις ρίζες αυτές, τα συστατικά στοιχεία των νέων αναγκών και απαιτήσεων των σημερινών «μη προνομιούχων», και να μετασχηματίσει αυτά τα συστατικά μέσω της διαδικασίας της πολιτικής «φωτοσύνθεσης», σε πρόγραμμα και σχέδιο. Να συνδεθεί τέλος με τον βασικό κορμό της Ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας σε μια κοινή προσπάθεια, που μέγιστο στόχο μπορεί να έχει να φέρει μια νέα μεγάλη Αλλαγή στην Ελλάδα και την Ευρώπη και ελάχιστο για εμάς την παραμονή της χώρας στην ευρωπαϊκή οικογένεια.
Πάνω σε στέρεες κοινωνικές βάσεις και αφού «κλίσει» οριστικά τους «παλιούς λογαριασμούς του», τους οποίους ούτως ή άλλως πλήρωσε ήδη πολιτικά, το ΠΑΣΟΚ πρέπει να γυρίσει σελίδα, να ανοίξει νέο κεφάλαιο στην πολιτική του ιστορία, να ξαναχτισθεί ουσιαστικά ως νέο πολιτικό υποκείμενο, σε αντιστοιχία με τη νέα πολιτική περίοδο που ήδη διανύουμε.