Υπάρχει μια έκρηξη περί τα ελληνοτουρκικά που τείνει, και λόγω της συγκυρίας, να καταστεί το κύριο πρόβλημα της χώρας. Είναι φυσικά ζήτημα πρωτίστως της διπλωματίας. Εμείς εδώ θα επιχειρήσουμε να διατυπώσουμε κάποιους προβληματισμούς χωρίς βέβαια τις εξειδικεύσεις που επιχειρούν οι ειδικοί . Κι ενώ οι εξελίξεις τρέχουν.
Όσοι από τα τέλη της δεκαετίας του 90 υποστηρίξαμε το πνεύμα των συμφωνιών του Ελσίνκι (1999) στηριζόμαστε σε κάποια δεδομένα της τότε πραγματικότητας, τα οποία ελπίζαμε ότι αξιοποιούμενα θα μπορούσαν να επιτρέψουν στην Τουρκία να συμπεριληφθεί –όχι βέβαια δίχως προβλήματα- στην ευρωπαϊκή ζώνη σταθερότητας της εποχής εκείνης.
Εν συντομία ας υπενθυμίσουμε τα κυριότερα στοιχεία της τότε συγκυρίας:
Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) βρισκόταν σε μια από τις καλλίτερες στιγμές της ιστορικής της διαδρομής.
Η χώρα μας έχαιρε επίσης μεγάλης εκτίμησης μεταξύ των εταίρων.
Το ηγετικό δίδυμο Κώστα Σημίτη/Γλαύκου Κληρίδη ήταν το πιο συνεργάσιμο που υπήρξε ποτέ μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου
Στην Τουρκία υπήρχε ένα σημαντικό κλίμα προσέγγισης με την ΕΕ το οποίο σταθεροποιήθηκε με την άνοδο του Ερντογάν στην εξουσία (2002).
Πολύ περισσότερο, στους Τουρκοκυπρίους υπήρχε πραγματικό φιλοευρωπαϊκό λαϊκό κίνημα.
Η πολιτική της τότε κυβέρνησης είχε κινηθεί στα εξής κύρια σημεία:
Ένταξη της (ενωμένης) Κύπρου στην ΕΕ. Εργαλείο για αυτή την ένταξη η συμφωνία στο σχέδιο Ανάν.
Κοινή προσφυγή στο δικαστήριο της Χάγης (εφόσον δεν απέδιδαν οι διαπραγματεύσεις) για την υφαλοκρηπίδα με σχετικό συνυποσχετικό.
Έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων για την Τουρκία.
Παρά το γεγονός ότι απομακρύνθηκε ο Ντεκτάς και οι Τουρκοκύπριοι ψήφισαν συντριπτικά υπέρ του σχεδίου Ανάν, οι Ελληνοκύπριοι ψήφισαν συντριπτικά εναντίον.
Η έκβαση αυτή του δημοψηφίσματος, που οφείλετο στον εμμονικό εθνικισμό του Προέδρου Παπαδόπουλου και στις φοβικές αμφιταλαντεύσεις του ΑΚΕΛ, υπήρξε ιστορικό λάθος, πολύ περισσότερο που η Κύπρος είχε ήδη ενταχθεί στην ΕΕ και η εφαρμογή ακόμα και των αμφιλεγόμενων διατάξεων του σχεδίου Ανάν θα γινόταν στα πλαίσια και υπό την ομπρέλα του κοινοτικού κεκτημένου.
Με την σιωπηρή συναίνεση της κυβέρνησης Καραμανλή εγκαταλείφθηκαν πολύ γρήγορα και οι όποιες προσπάθειες προσφυγής στη Χάγη για την υφαλοκρηπίδα.
Βέβαια ξεκίνησαν οι επώδυνες και αργόσυρτες διαπραγματεύσεις (άνοιξαν ορισμένα κεφάλαια) για την ένταξη της Τουρκίας. Στη διαδικασία αυτή αναδείχθηκαν δύο βασικά παράλληλα και συγκλίνοντα προβλήματα: η αδυναμία της Τουρκίας να προσχωρήσει στο σύνολο του ενωσιακού κεκτημένου και η απροθυμία πολλών κρατών μελών να υποδεχθούν την Τουρκία στους κόλπους της ΕΕ. Αργότερα ήρθαν οι δηλώσεις Γαλλίας και Γερμανίας στις οποίες τονίζοταν ότι είναι δύσκολη έως αδύνατη η πλήρης ένταξη της Τουρκίας. Παρόλα αυτά η Ελλάδα συνέχιζε να υπενθυμίζει την συναίνεσή της και τον «κομβικό» ρόλο της για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ (απόνερα του Ελσίνκι…)
Υπό τις συνθήκες αυτές, η τουρκική κοινή γνώμη μεταστράφηκε σταδιακά, η προσδοκία της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας ξεθώριασε και κλονίστηκε η οποιαδήποτε σχέση εμπιστοσύνης είχε με κόπο εγκατασταθεί μεταξύ της τουρκικής κυβέρνησης και των ενωσιακών θεσμών. Η σημερινή στάση της Τουρκίας έχει λοιπόν μια ιστορική εξήγηση. Ιδιαίτερα ως προς τη στροφή του Ερντογάν, ο οποίος θεώρησε –όχι τελείως αδικαιολόγητα- ότι οι ευρωπαίοι τον εμπαίζουν μην έχοντας καμία πρόθεση να τον οδηγήσουν τις διαπραγματεύσεις σε αίσιο τέρμα. Βέβαια, δεν είναι καθόλου σίγουρο, αν όλα είχαν πάει καλά για την Τουρκία στην τότε ευρωπαϊκή της προοπτική, ότι δεν θα προσπαθούσε τώρα ο Ερντογάν να εργαλιοποιήσει τις εξελίξεις αστάθειας που κυριαρχούν πλέον στη διεθνή συγκυρία.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μια άλλη Τουρκία ενός άλλου Ερτογάν. Μια Τουρκία η οποία κινείται σε ένα εκκρεμές από την αποσταθεροποίησή της και την αποχώρηση Ερντογάν, μέχρι μια νέα ισορροπία μέσα ή πλάι στους δυτικούς θεσμούς αλλά και την πιθανή εξέλιξή της σε αυτοτελή νεο-οθωμανική περιφερειακή δύναμη, πράγμα που φαίνεται ότι προσιδιάζει περισσότερο στο σημερινό όραμα του Τούρκου Προέδρου.
Η κατάσταση «ασάφειας» της Τουρκίας την καθιστά πιο απρόβλεπτη και πιο επικίνδυνη ιδιαίτερα για την χώρα μας ανεξάρτητα από τις όποιες προβλέψεις για την κατάληξη των επιδιώξεων Ερντογάν. Παρά ταύτα, παραμένει αδιαμφισβήτητη η αναγκαιότητα αγκύρωσης της Τουρκίας στο δυτικό κόσμο λόγω κυρίως της γεωστρατηγικής της σημασίας αλλά και των στενών οικονομικών και άλλων δεσμών που έχουν σφυρηλατηθεί για δεκαετίες. Είναι συνεπώς κατανοητό ότι αναζητείται ένα καθεστώς ειδικής σχέσης με την ΕΕ, που να ανταποκρίνεται στην αναγκαιότητα αυτή χωρίς να εμπλέκει θεσμικά την Τουρκία στο εγχείρημα της ενοποίησης, το οποίο ήδη γνωρίζει δυσκολίες και θα αντιμετώπιζε απείρως περισσότερες με ένα ισλαμικό κράτος στα σπλάχνα του.
Τα νέα δεδομένα
Η βασική κατεύθυνση για την χώρα μας με τα νέα δεδομένα σκιαγραφείται από δύο ανθρώπους, μεταξύ άλλων, που έχουν το κύρος λόγω της πολιτικής τους διαδρομής και μπορούν να μιλούν σήμερα ελεύθερα εξαιτίας της σχετικής αποστασιοποίησής τους από την κεντρική πολιτική σκηνή, από τον Ευ. Βενιζέλο και την Ντόρα Μπακογιάννη. Πρόκειται για τη λογική του Ελσίνκι στις σημερινές συνθήκες. Δηλαδή η ίδια η ΕΕ, φυσικά με την ενεργό συμμετοχή της χώρας μας, να επεξεργαστεί μια πρόταση ειδικής σχέσης με την Τουρκία που θα λαμβάνει, υπόψη, κατά το δυνατόν, τόσο το δικό της συμφέρον όσο και το μέγεθος και το ρόλο της Τουρκίας, με έμφαση στο μεταναστευτικό.
Παράλληλα η χώρα μας πρέπει να επανέλθει στην περί Χάγης πρόταση για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ που άλλωστε είναι το μόνο θέμα που αφορά το διεθνές δικαστήριο. Και τούτο, φυσικά, αφού εξαντληθεί ένας προηγούμενος διάλογος με την γείτονα χωρίς καταληκτικό αποτέλεσμα. Η συμφωνία με την Ιταλία αλλά και η πρόσφατη αρχή στροφής Τσαβούσογλου, όπως διατυπώθηκε κατά τις συνομιλίες του με τον Ιταλό ΥΠΕΞ περί Λιβύης, διευκολύνουν μια τέτοια προοπτική. Οι γκρίζες ζώνες και οι λοιπές διεκδικήσεις της Τουρκίας θα μπορούσαν να εξακολουθήσουν να προβάλλονται μέχρι να αποσυρθούν –ας το ελπίσουμε- οριστικά μέσω της προϊούσης εμβάθυνσης των σχέσεών της με την ΕΕ. Είναι προφανές ότι η πέραν της δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου ατζέντα Ερντογάν στερείται θεσμικού παραλήπτη και μπορεί να διεκδικηθεί μόνο με την ισχύ των όπλων, πράγμα που δεν φαίνεται να συνιστά επιλογή κανενός.
Θα ήταν ευχής έργο αν μια τέτοια στρατηγική είχε ευτυχή κατάληξη παρά τις μείζονες δυσκολίες που αναπόφευκτα θα μεσολαβήσουν, συγχρόνως όμως αυτή είναι η κύρια και ενδεχομένως μοναδική εθνική οπτική με την οποία μπορούμε ένα πορευτούμε.
Φυσικά, παράπλευρα πρέπει να τίθεται στη διεθνή σκηνή με ψυχραιμία η αποφασιστικότητα της χώρας μας σε περίπτωση που η Τουρκία υπερβεί τα εσκαμμένα, πιθανότητα που δυστυχώς δεν αποκλείεται. Εδώ είναι απαραίτητο να τονιστεί η ανάγκη κάλυψης του χαμένου εδάφους για μεταρρυθμιστικές αλλαγές και ενίσχυση, υλική και ηθική, των ενόπλων μας δυνάμεων. Για το λόγο αυτό υποστηρίζουμε επίσης της δηλώσεις του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ, που, παρά την τραχύτητα της διατύπωσης και ίσως χάριν αυτής, σηματοδοτούν με ευκρίνεια τα όρια της ελληνικής στάσης.
Κομβικό είναι επίσης το ζήτημα ενημέρωσης και προετοιμασίας της κοινής γνώμης. Ο πολιτικός κόσμος και πρωτίστως η υπεύθυνη κυβέρνηση του τόπου οφείλουν να εξηγήσουν τα όρια και τους περιορισμούς του δρόμου της Χάγης. Κατά τη γνώμη μας, είναι βέβαιο ότι η ευτυχής κατάληξη δεν περιλαμβάνει το σύνολο των ελληνικών διεκδικήσεων. Και η υπάρχουσα νομολογία μας λέει ότι μία συνεχής συστάδα νήσων δεν μπορεί να αποκλείσει συνολικά την παράκτια χώρα από ενδεχόμενα δικαιώματά της σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Είναι, επομένως, αναμενόμενο ότι οι δικαστές της Χάγης θα αναγνωρίσουν μεν το δικαίωμα των νήσων ως βασικό κανόνα του διεθνούς δικαίου, αλλά θα επιδικάσουν και στην Τουρκία δικαιώματα νοτίως του Καστελλόριζου. Η πραγματικότητα αυτή είναι ήδη ορατή τόσο στις δυσκολίες της Αιγύπτου να προχωρήσει στην οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών με την Ελλάδα, όσο και στην ελληνοϊταλική συμφωνία. Είναι καλό να εξηγηθούν αυτά και να γίνουν κατανοητά από τους πολίτες, μεγάλη μερίδα των οποίων χειραγωγείται σήμερα από ακραίες και αστήρικτες εθνικιστικές απόψεις.
Οι ως άνω προπαρασκευαστικές κινήσεις θα διευκολύνουν την προσφυγή στη Χάγη, την οποία θα καταστήσει αναπόφευκτη η οριοθέτηση ΑΟΖ με την Αίγυπτο, υπέρτερος λόγος για τον οποίοι αξίζει να προχωρήσουμε ακόμα και σε μερική οριοθέτηση, αφήνοντας έξω το Καστελλόριζο, που θα επιλυθεί, έτσι κι αλλιώς, δικαστικά.
Ταυτόχρονα η χώρα μας πρέπει βέβαια να εντείνει την διεθνή διπλωματική εκστρατεία της και να εξηγεί συνεχώς το τι σημαίνει η άσκηση από την Τουρκία ρόλου περιφερειακής υπερδύναμης σε μια πολυεθνική πολυ-πολιτιστική περιοχή όπως είναι η Ανατολική Μεσόγειος με την Βαλκανική και Μεσανατολική περιφέρεια.
Ο Ερντογάν μέσω των επεμβάσεών του στα Ανατολικά του (με πρώτο θύμα τους Κούρδους), μέσω της εργαλειοποίησης του μεταναστευτικού, μέσω των πιέσεων τώρα προς την χώρα μας απειλεί με την δυνατότητά του να επιστρέφει φέρετρα Τούρκων στρατιωτών στις οικογένειές τους. Η Τουρκία τα τελευταία χρόνια εμφανίζει δηλαδή χαρακτηριστικά που είναι δύσκολο να γίνουν ανεκτά από τους θεσμούς και την κοινή γνώμη του Δυτικού συστήματος αλλά και από τις μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις. Το γεγονός αυτό πρέπει να τεθεί από την ελληνική διπλωματία σε όλα τα διεθνή φόρα και ιδιαίτερα στα κράτη που συνιστούν το διεθνές κουαρτέτο των μεγάλων δυνάμεων της εποχής μας. Δηλαδή, πλην της ΕΕ, στις ΗΠΑ στην Κίνα αλλά και στη Ρωσία του Πούτιν με τον οποίο πρέπει να ενισχυθούν οι όποιοι δίαυλοι επικοινωνίας, πράγμα που διαπιστώνουμε με ικανοποίηση ότι προωθείται τελευταία από το ΥΠΕΞ. Φυσικά, πρέπει να εξαντληθούν παράλληλα όλες δυνατότητες ενημέρωσης και σύμπηξης συμμαχιών με τις χώρες της περιοχής μας.
ΜΙΑ ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ.
Λέγεται πως όταν ετέθη στον πολύπειρο και εν τέλει σοφό αείμνηστο Γλαύκο Κληρίδη το ζήτημα της εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο είχε υποστηρίξει ότι καμία τέτοια προσπάθεια δεν πρέπει να ξεκινήσει πριν την επίλυση του Κυπριακού. Επομένως, και η Κύπρος πρέπει να επανέλθει με επιμονή στις συζητήσεις με επιδίωξη την επίλυση του Κυπριακού με βάση το ιστορικά συμφωνημένο πλαίσιο, ή τουλάχιστον να αναγνωρίσει επισήμως από τώρα δικαιώματα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα. Η θέση ότι εμείς προχωράμε με τις γεωτρήσεις και θα παραχωρήσουμε τα σχετικά οφέλη μετά την επίλυση του Κυπριακού ζητήματος δεν αποδίδει.
Μια τέτοια εμπροσθοβαρής πρωτοβουλία ενισχύεται και από την οικονομική συγκυρία: πολλοί σοβαροί μελετητές και αναλυτές τονίζουν ότι ο χρόνος εξαντλείται ως προς την οικονομική αποδοτικότητα μας τέτοιας εκμετάλλευσης του υπόγειου πλούτου στη Μεσόγειο, αν σκεφτεί κανείς και το χρόνο που απαιτείται ώστε τέτοιες επενδύσεις να ολοκληρωθούν και κυρίως να αποδώσουν, ειδικά υπό τις παρούσες τιμές της αγοράς.
Επίσης το εν γένει παραγωγικό πρότυπο, οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι και η γενικότερη στρατηγική πράσινης ανάπτυξης δεν θέτει σε προτεραιότητα επιλογές τύπου eastmed και γεωτρυπάνων στην περιοχή μας.