1. Η έκρηξη του… ηφαιστείου του μακεδονικού στις αρχές της δεκαετίας του 90 υπήρξε η μήτρα για την έκλυση της λάβας του ανορθολογισμού στη χώρα μας. Την ώρα που το “συγκλονιστικό 89” άλλαζε τον κόσμο η Ελλάδα στράφηκε στον εαυτό της, κλείστηκε σ’ αυτόν μηρυκάζοντας την “ένδοξη τρισχιλιετή στορία” της και χάνοντας σημαντικές ευκαιρίες της νέας ιστορικής περιόδου που ξεκινούσε. Η λάβα εκείνου του ανορθολογισμού κάλυψε έκτοτε την ελληνική κοινωνία, λαμβάνοντας κατά καιρούς διαφορετικές μορφές (Οτσαλάν, ταυτότητες, “αγανακτισμένοι” κ.ο.κ.) ενώ συνδέθηκε και με διαφορετικές πλευρές του πολιτικού φάσματος.
2. Οι προσπάθειες που υπήρξαν αυτά τα 27 χρόνια για την επίλυση του προβλήματος προσέκρουσαν είτε στις ολοφάνερες αδυναμίες του ελληνικού πολιτικού συστήματος και στην υποταγή του στον “εθνικολαϊκό ανορθολογισμό” είτε στην (και εξ αντιδράσεως) εθνικιστική καθήλωση της γειτονικής χώρας, ιδιαίτερα τη δεκαετία Γκρούεφσκι.
3. Η τωρινή απόπειρα επίλυσης οφείλεται πρωτίστως στην ευνοϊκή διεθνή συγκυρία. Αφενός στην πολιτική αλλαγή στη γείτονα με την ήττα Γκρούεφσκι και την ανάδειξη της κυβέρνησης Ζάεφ και αφετέρου στο ιδιαίτερα ανανεωμένο ενδιαφέρον του “δυτικού παράγοντα” για λύση, λόγω των ρωσικών βλέψεων για τα Βαλκάνια και της σχετικής διείσδυσης. Ως γνωστόν, δε, οι διεθνείς συγκυρίες έρχονται και παρέρχονται ούτε παραγγέλνονται ούτε κατασκευάζονται, ώστε να αφήνονται ανεκμετάλευτες για κάποια άλλη στιγμή.
4. Προφανώς και η κυβέρνηση Τσίπρα έχει σημαντικό μερίδιο ευθύνης για την εκμμετάλευση αυτής της συγκυρίας και την προς υπογραφή συμφωνία. Παράλληλα, όμως, έχει ευθύνη για το χειρισμό του ζητήματος με τρόπο που κάθε άλλο παρά απομακρυνόταν από τον προαναφερθέντα “εθνικολαϊκό ανορθολογισμό”, ο οποίος έχει ως βασικά του χαρακτηριστικα το διχαστικό λόγο και τις διχαστικές πρακτικές. Αντί να ακολουθήσει εξαρχής διαβουλευτικές και συναινετικές διαδικασίες επί του ζητήματος θέλησε να το χρησιμοποιήσει για να διεμβολίσει την αξιωματική αντιπολίτευση και το Κίνημα Αλλαγής, κουκουλώνοντας, παράλληλα, τις κραυγαλέες εσωτερικές αντιθέσεις στο (“παρδαλό”) κυβερνητικό στρατόπεδο. Ίσως, μάλιστα, κάποιες από τις (δευτερεύουσες) ατέλειες της συμφωνίας να οφείλονται και στην απουσία αυτών των συναινετικών διαδικασιών.
5. Η συμφωνία που είδε το φως της δημοσιότητας συνιστά έναν έντιμο και επωφελή συμβιβασμό,καθώς επιλύει μια μακροχρόνια διαφορά και εκκρεμότητα και ανοίγει τα παράθυρα στο μέλλον. Είναι σημαντική για τη χώρα, καθώς κλείνει ένα ανοιχτό μέτωπο, της επιτρέπει την επιστροφή στο βαλκανικό της περίγυρο και την επικέντρωση στις προβληματικές ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Η συμφωνία σίγουρα θα μπορούσε να είναι ακόμα καλύτερη, όχι με την έννοια της “επικράτησης” του ενός μέρους έναντι του άλλου αλλά με αυτήν της πληρότητας, της κάλυψης πιθανών μελλοντικών τριβών από κενά της και της αντοχής της στο χρόνο.
Η ανάλυση τυχόν προβληματικών της σημείων είναι χρήσιμη για την καλύτερη δυνατή εφαρμογή της στο μέλλον αλλά δεν πρέπει να μετατραπεί σε ένα μίζερο… ψείρισμα ξεχνώντας τη μεγάλη εικόνα του τέλους ενός 27χρονου άγους.
Στο κάτω κάτω –κι αυτό απαντά και σε κριτικές που γίνονται για μη έγκαιρη ψήφισή της από την Ελληνική Βουλή- η Ελλάδα διατηρεί τον τελευταίο λόγο για την κύρωση της συμφωνίας και άρα για την ένταξη της γείτονος στο ΝΑΤΟ και για την πρόοδο μελλοντικών διαπραγματεύσεών της με την Ε.Ε. Και η συνταγματική αλλαγή στη γείτονα είναι sine qua non προϋπόθεση και για τα δύο.
6. Όσοι/ες επιμένουν δυσανάλογα, υπερβολικά και μίζερα σε ορισμένες επιμέρους πτυχές της συμφωνίας ξεχνούν πως τόσο στις αποφάσεις του Συβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ του 93 (817 & 845) όσο και στην ενδιάμεση συμφωνία του 95 ως εκκρεμούσα διαφορά αναφερόταν η οριστική ονομασία της γείτονος. Ούτε η γλώσσα ούτε η εθνικότητα ούτε κάτι άλλο απ’ αυτά που τώρα εφευρίσκονται.
Λησμονούν, επίσης, πως οι συνομιλίες/διαπραγματεύσεις που διεξήχθησαν τα προηγούμενα 27 χρόνια αφορούσαν κατά βάση τη διεθνή ονομασία της γείτονος. Ακόμα και όταν εισήχθη ο όρος erga omnes («έναντι όλων») αυτό αρχικά έγινε για να απαντηθεί/αντιρροπηθεί η πρόταση των γειτόνων για «διπλή ονομασία», η οποία σήμαινε να τους αποκαλούμε εμείς (και μόνο εμείς) με ένα άλλο όνομα έναντι του συνταγματικού τους. Η ερμηνεία πως το erga omnes σημαίνει και αλλαγή του ονόματος στο εσωτερικό, άρα και του Συντάγματός τους, είδε το φως σε επίσημο έγγραφο του ΟΗΕ μόνο στις τελευταίες προτάσεις Νίμιτς, οι οποίες έλαβαν υπόψη τους τις ελληνικές κυβερνητικές θέσεις, όπως διαμορφώθηκαν επί του θέματος κατόπιν και της σχετικής πίεσης της Ν.Δ.
7. Μ’ αυτά τα δεδομένα η συμφωνία (για διεθνή & εσωτερική) ονομασία «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» είναι μια εύλογη και αξιόπιστη λύση. Ίσως να ήταν προτιμότερη η εκδοχή «Νέα Μακεδονία» αλλά είπαμε πως δε χρειάζεται «ψείρισμα».
Ας πάμε σε ορισμένα από τα επιμέρους. Υπονομεύεται, μήπως η λύση από τις διατυπώσεις για τη γλώσσα και την ιθαγένεια, όπως υποστηρίζουν πολλοί; Πιστεύω πως όχι και δεν είναι μόνο αυτό που προαναφέρθηκε πως, δηλαδή, δε συμπεριλαμβάνονταν στα εκκρεμή θέματα μεταξύ των δύο χωρών. Ούτε θα σταθώ στο ότι σε όλες τις προηγούμενες διαπραγματευτικές φάσεις μπορεί κατά καιρούς να συζητούνταν αλλά δεν είχαν ποτέ τεθεί προς απόφαση.
Ας δούμε πρώτα το γλωσσικό. Υπάρχει μήπως εγχωρίως «μακεδονική γλώσσα» την οποία θέλουμε να «προστατεύσουμε» έναντι… καπηλείας της από τους γείτονες; Προφανώς και όχι ούτε καν στην αρχαιότητα. Έχει ή όχι η ελληνική Γραμματεία άπειρες αναφορές σε «μακεδόνικα» (ακόμα και από επιφανείς Μακεδονομάχους), όσον αφορά τη γλώσσα που χρησιμοποιείτο από πολλούς στην ευρύτερη περιοχή; Έχει ή όχι αποδεχθεί στο παρελθόν η ελληνική Πολιτεία την ύπαρξη αυτής της γλώσσας είτε αμέσως (αλφαβητάρι της δεκαετίας του 20, Ευ. Αβέρωφ το 59 κ.ά) είτε εμμέσως (διασκέψεις ΟΗΕ κ.λπ.); Έχει ή όχι η συγκεκριμένη γλώσσα λάβει το σχετικό διεθνές ISO; Τούτων όλων δοθέντων δε νομίζω πως δημιουργείται κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα από τις σχετικές αναφορές της συμφωνίας. Στο κάτω κάτω της γραφής με δεδομένο πως στο πλαίσιο της συμφωνίας η μακεδονική χαρακτηρίζεται ως ανήκουσα στις νοτιοσλαβικές γλώσσες, όσοι έχουν/με πρόβλημα μπορούν/με κάλλιστα να την αποκαλούν/με σλαβομακεδονική.
8. Ας πάμε και στο θέμα της ιθαγένειας που προσδιορίζεται ως «Macedonian / citizen of the Republic of North Macedonia». Η αρχική πρόταση Νίμιτς προέβλεπε, μεταξύ άλλλων, το «citizen of the Republic of …..». Όντως αυτή θα ήταν μια καλύτερη εκδοχή, καθώς, έτσι δε θα συγχεόταν ιθαγένεια και εθνικότητα. Όπως επεσήμανε και ο Ευ. Βενιζέλος «…είναι παράδοξο ένας πολίτης της γειτονικής χώρας που ανήκει στην αλβανική κοινότητα να προσδιορίζεται διεθνώς ως Macedonian και όχι ως citizen of the Republic of North Macedonia …». Συνιστά, όμως, αυτή η περίπτωση λόγο για μηδενισμό και άρνηση της συμφωνίας; Προφανώς και όχι, αφού ανεξαρτήτως του τρόπου αναγραφής της ιθαγένειας στα διαβατήρια κανείς δε θα μπορούσε ποτέ να ακυρώσει τον αυτοπροσδιορισμό της σλαβικής κοινότητας των γειτόνων μας. Είναι η εθνογένεσή τους που καθορίζει το πως αυτοαποκαλούνται και αυτό δεν υπήρχε περίπτωση να τροποποιηθεί μέσω διεθνών συμφωνιών. Δεν αλλάζει όσο κι αν ημέτεροι κουφιοκεφαλάκηδες εθνικιστές αρνούνται στρουθοκαμηλίζοντας και δίκην «βαλκανικών ληξίαρχων», την ύπαρξη έθνους των γειτόνων.
9. Η συμφωνία που είδε το φως της δημοσιότητας και οσονούπω υπογράφεται δεν πρόκειται να έλθει σύντομα προς κύρωση στην ελληνική Βουλή. Ως εκ τούτου οι βεβιασμένες δηλώσεις και κινήσεις είναι άστοχες. Μιλώντας, δε, για τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης κινήσεις αυτού του είδους λειτουργούν τελικά υπέρ της κυβέρνησης, παρότι εκπορεύονται, ως επί το πλείστον, από “αντιπολιτευτικό οίστρο” εναντίον της.
Για παράδειγμα, η πρόταση μομφής που κατέθεσε η Ν.Δ. κάλυψε πολιτικά και επικοινωνιακά τη συζήτηση και την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου και του μεσοπροθέσμου της «στασιμοχρεωκοπίας» προς τέρψη Τσίπρα-Τσακαλώτου ενώ, ταυτόχρονα, θα επιβεβαιώσει και τη “νομιμοποίηση” της κυβέρνησης την οποία αμφισβητούσε.
Βέβαια, η συντηρητική/εθνικιστική αναδίπλωση της Ν.Δ. επί του θέματος συνέβη εδώ και καιρό. Ίσως να ήταν μια εύλογη αμυντική αντίδραση απέναντι στον αντισυναινετικό/διχαστικό τρόπο που χειρίσθηκε το θέμα η κυβέρνηση. Αντί, όμως, ο Κ. Μητσοτάκης να επικεντρωθεί στον τρόπο που χειριζόταν το θέμα η κυβέρνηση, καθώς και στο μείζον θέμα πολιτικής τάξης που προέκυπτε από την εσωτερική διαφωνία στο κυβερνητικό στρατόπεδο, επέτρεψε στον Α. Σαμαρά – κατεξοχήν υπεύθυνο για την έκλυση της «λάβας του ανορθολογισμού» στις αρχές του 90- να καθορίζει με διαρκείς παρεμβάσεις του το πολιτικό στίγμα του κόμματος του οποίου ηγείται. Όπως εύστοχα έγραψε ο Μ. Τσιντσίνης στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ο κ. Σαμαράς “… υποβάλλει με αυτόν τον τρόπο στο κόμμα του έναν μακεδονικό ανένδοτο (..) που θα ευθυγραμμίζει τη Ν.Δ. με τη νέα αγανάκτηση· που θα την ταυτίσει με τις πλατείες, όπου, κάτω από τους ήλιους της Βεργίνας, εκκολάπτονται και οι παλιές αντισυστημικές ορμές …”.
Έτσι, όμως, υπονομεύεται η πολύ πιθανή κυβερνητική προοπτική της Ν.Δ. του Κ. Μητσοτάκη ενώ, εν πολλοίς, αλλοιώνεται και η αρχική πολιτική του ατζέντα.
Επιπλέον, δεν προφυλάσσεται καθόλου από το όχι απίθανο ενδεχόμενο η συμφωνία να έλθει επί δικών του ημερών για κύρωση στη Βουλή και να ξεκινήσει την πρωθυπουργική του θητεία με μια περηφανή “κωλοτούμπα”.
10. Ακόμα χειρότερα, όμως, έως αυτοχειριστικά ήταν τα πράγματα στο Κίνημα Αλλαγής λες και βάλθηκαν να υλοποιήσουν μόνοι τους το διεμβολιστικό/διαλυτικό σχέδιο ΣΥΡΙΖΑ.
Οι σεισμικές δονήσεις που σημειώθηκαν οφείλονταν στη “βιασύνη” για διατύπωση εφτακάθαρων απόψεων και, μάλιστα, όσον αφορά το μακρινό δια ταύτα.
Είναι γνωστό πως το περί ου ο λόγος «κόμμα» δεν έχει δυστυχώς ακόμα διαμορφωθεί με οριστικό και δημοκρατικό τρόπο. Είναι, επίσης, δεδομένο πως οι δυνάμεις που συσπειρώθηκαν για τη δημιουργία του είχαν διαφορετική ιστορία, στάση και ευαισθησίες τα προηγούμενα 27 χρόνια γύρω από το μακεδονικό και τις εκάστοτε φάσεις και χειρισμούς του. Είναι, τέλος, προφανές και προαναφέρθηκε πως η συμφωνία δεν πρόκειται να έλθει σύντομα προς κύρωση στην ελληνική Βουλή.
Τούτων όλων δοθέντων η βιασύνη για κατάληξη σε μια ενιαία στάση εδώ και τώρα για το θέμα όσο και η ανάκληση αρχηγικών και “δημοκρατικοσυγκεντρωτικών” λειτουργιών σε ένα νεοπαγή και αδιαμόρφωτο φορέα, αποτελεί αυτοχειριαστική επιλογή.
Από τη στιγμή που παραμένει αδιαπραγμάτευτη επιλογή όλων η “στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ” και η πρόταξη του εθνικού έναντι του κομματικού συμφέροντος θα είναι μείζον λάθος το μακεδονικό, χωρίς να έχει καν συζητηθεί ενδελεχώς, να καταστεί αφορμή διάλυσης του Κινήματος Αλλαγής. Θα μπορούσε, αντίθετα, να γίνει αφορμή για να επιτευχθεί αυτό που δεν έχει γίνει ως τώρα δυνατό, δηλαδή, η βαθύτερη πολιτικοποίησή του και η πιο ουσιαστική συγκρότησή του “από την κορυφή ως τη βάση”. Ας σκύψουν όλες οι πλευρές ψύχραιμα στην ουσία της συμφωνίας, ας διαλεχθούν νηφάλια επ’ αυτής, ας ανταλλάξουν επιχειρήματα για το θέμα, για την εξωτερική πολιτική στο σύνολό της και για την εθνική ταυτότητα. Και ας προκύψουν με αυτόν τον τρόπο πλειοψηφίες και μειοψηφίες μέσα από έναν πλούσιο διάλογο όλου του κόσμου του Κινήματος Αλλαγής.
Στο κάτω κάτω, αν και εφόσον έρθει το θέμα προς ψήφιση στη Βουλή προ των εκλογών, υπάρχει ως δικλείδα ακόμα και η επιλογή της ψήφου κατά συνείδηση.
Είναι σίγουρα καλύτερη από την… αυτοκτονία.