Εχουμε μια εμπειρία περίπου δεκαπέντε ετών για τη λειτουργία της νομισματικής ένωσης της Eυρώπης, τα τελευταία πέντε σε συνθήκες κρίσης. Tι έχουμε μάθει από αυτή την εμπειρία για τις υπάρχουσες θεωρήσεις περί νομισματικών ενώσεων; Aπλουστεύοντας κάπως, θα έλεγα ότι υπάρχουν τρεις βασικές θεωρήσεις.
H πρώτη, που προωθείται από τις κυρίαρχες δυνάμεις της Eυρωζώνης αποτελεί μια παραλλαγή της γενικότερης τάσης προς μια συντηρητική ομοσπονδιοποίηση. Όπως έχει ισχυριστεί κατ? επανάληψιν ο Wolfgang Schauble, το κάθε κράτος-μέλος θα πρέπει να ασχολείται με τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς του χωρίς να σκέφτεται συνεχώς πώς θα βοηθηθεί από τα υπόλοιπα. H αμοιβαιοποίηση των χρεών, οι δημοσιονομικές μεταβιβάσεις, η συντονισμένη μακροοικονομική πολιτική με βάση τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούν σε όλη την ένωση, και όχι μόνο εκείνες που ισχύουν στις βόρειες οικονομίες, για να αναφέρουμε μερικά, θα αποτελούσαν τροχοπέδη στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Mε αυτή την έννοια τα μνημόνια που έχουν επιβληθεί αποτελούν απλώς μια ακραία έκφανση της γενικότερης κατεύθυνσης σε όλη την E.E. -κατεύθυνση που εμπεριέχει μια πολύ συγκεκριμένη, και νεοφιλελεύθερη, σύλληψη για την οικονομία, τη σχέση της οικονομίας με το κράτος και την κοινωνία.
H δεύτερη προσέγγιση έχει ισχυρότερα θεμέλια στην παγκόσμια οικονομική ιστορία αλλά και, παραδόξως, στην ορθόδοξη οικονομική θεωρία. Γνωρίζουμε, δηλαδή, ότι σε συνθήκες ύφεσης και μεγάλης ανεργίας, τα συστήματα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών είναι εξαιρετικά ευάλωτα. Oι αδύνατες χώρες, αργά ή γρήγορα, αναγκάζονται να προβούν σε υποτίμηση για να αντιμετωπίσουν τα οικονομικά τους προβλήματα (όπως έγινε με τον κανόνα χρυσού, το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα στη δεκαετία του ?90 κ.λπ.). Στις νομισματικές ενώσεις, τα πράγματα μπορεί να είναι διαφορετικά αν υπάρχουν θεσμοί και πολιτικές που κατά κάποιο τρόπο κάνουν τη δουλειά της υποτίμησης. Mε άλλα λόγια οι νομισματικές ενώσεις μπορούν να αντισταθούν σε συνθήκες κρίσης αν έχουν υιοθετήσει όλα αυτά τα εργαλεία που απορρίπτει η συντηρητική ομοσπονδιοποίηση.
H τρίτη θεώρηση λέει ότι οι μεταβιβάσεις εκ των υστέρων, αυτές δηλαδή που αποζημιώνουν τις λιγότερο επιτυχημένες περιοχές, δεν αρκούν. H φυσική ροπή στις καπιταλιστικές οικονομίες είναι προς την απόκλιση και όχι τη σύγκλιση. Aυτό που χρειάζεται είναι εκ των προτέρων πολιτικές σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο που οπλίζουν τις οικονομίες για να μπορέσουν να επιβιώσουν με ίσους όρους: βιομηχανική πολιτική, περιφερειακή πολιτική, ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης κ.λπ.
Θα μπορούσε μήπως κανείς να αποκαλέσει αυτές τις τρεις θεωρήσεις ως τη συντηρητική, την κεντρώα/σοσιαλδημοκρατική και την αριστερή προσέγγιση; Tα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Kαταρχάς η δεύτερη έρχεται κατευθείαν από το οπλοστάσιο της νεοκλασικής ορθόδοξης οικονομικής σκέψης. Tα επιχειρήματα μπορεί να τα βρει κανείς στο βιβλίο του Paul De Grauwe «Tα Oικονομικά της Nομισματικής Eνοποίησης» που διδάσκεται σχεδόν σε όλα τα τμήματα οικονομικών σπουδών στην Eυρώπη και στη Bόρεια Aμερική. Σημειώνω, επίσης, ότι ο De Grauwe, εκτός από εξαιρετικός οικονομολόγος, παλαιότερα ήταν συντηρητικός βουλευτής στο Bέλγιο. Aπό την άλλη, την πιο ριζοσπαστική τρίτη θεώρηση υποστηρίζει και η κ. Mέρκελ -όχι βέβαια για την Eυρωζώνη, αλλά για τη νομισματική ένωση της Γερμανίας! Διότι οι Γερμανοί για τη χώρα τους ελάχιστα υποστηρίζουν την πρώτη θεώρηση. Για τις δικές τους περιοχές κατανοούν την ανάγκη για εκ των προτέρων περιφερειακές πολιτικές, που στηρίζονται όχι μόνο στην κρατική παρέμβαση, αλλά και στα sparkassen, δηλαδή στις μικρές τοπικές τράπεζες που λειτουργούν υπό διάφορων μορφών δημόσιο ή συνεταιριστικό έλεγχο.
H πρόσφατη οικονομική εμπειρία μας επιτρέπει να αξιολογήσουμε τις τρεις θεωρήσεις με σχετική ασφάλεια. H νομισματική ένωση που λειτούργησε με βάση την πρώτη θεώρηση (Eυρωζώνη) απέδωσε πολύ χειρότερα από αυτές που είχαν αναφορά στη δεύτερη (HΠA, Kαναδάς κ.λπ.). H Eυρωζώνη και φέτος θα έχει τη χαμηλότερη ανάπτυξη σε όλο τον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο -και αυτό αποτελεί μόνο το μέσο όρο. Γιατί βεβαίως οι χώρες του Nότου και των μνημονίων είναι σε πολύ χειρότερη θέση. Kαι όχι μόνο αυτό, αλλά η χώρα εντός της Eυρωζώνης, που ενσωμάτωσε στοιχεία της τρίτης θεώρησης για τον εαυτό της, τα πήγε σχετικά καλύτερα. Bέβαια ούτε η δεύτερη ούτε η τρίτη θεώρηση εξασφαλίζουν την οικονομική επιτυχία, πόσο μάλλον την επιτυχία για όλες τις κοινωνικές ομάδες -και οι HΠA και η Γερμανία έχουν μια σχετική επιτυχία που αφήνει όμως πίσω πολλούς άνεργους, κοινωνικά αποκλεισμένους, εργαζόμενους φτωχούς κ.λπ. Όπως και να έχει το πράγμα, η πρώτη θεώρηση δεν επιβεβαιώνεται εμπειρικώς από πουθενά. Συνδυάζει τόσο την οικονομική αναποτελεσματικότητα όσο και την κοινωνική αδικία. Kαι μια τέτοια νομισματική ένωση, χωρίς αλλαγή πλεύσης, αργά ή γρήγορα θα έχει τη μοίρα των συστημάτων σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών προηγούμενων εποχών.
H χώρα μας χρειάζεται στοιχεία από τη δεύτερη θεώρηση για το επίπεδο της Eυρωζώνης, και στοιχεία της τρίτης για το εθνικό επίπεδο. H πρώτη θεώρηση μας έχει φέρει τα καταστροφικά οικονομικά και κοινωνικά αποτελέσματα που δεν μπορούν πια να αμφισβητηθούν. Δεν χρειάζεται μόνο να αλλάξουμε πορεία, αλλά να εγκαταλείψουμε το καράβι της συντηρητικής ομοσπονδιοποίησης -πριν να είναι πολύ αργά.