Ο σπουδαίος πολιτικός στοχαστής Αζάια Μπερλίν, στο δοκίμιο του «Ο σκαντζόχοιρος και η αλεπού», προσεγγίζει την έννοια της ιστορίας στο έργο του Τολστόι χρησιμοποιώντας την ρήση του αρχαίου ποιητή Αρχίλοχου, «η αλεπού γνωρίζει πολλά πράγματα, αλλά ο σκαντζόχοιρος ένα σπουδαίο πράγμα». Για παράδειγμα, ο Πλάτωνας και ο Δάντης εντάσσονται στους «σκαντζόχοιρους», ο Αριστοτέλης και ο Σαίξπηρ στις «αλεπούδες».
Τα κατοπινά χρόνια, το διανοητικό παιχνίδι του Μπερλίν δεν άφησε ασυγκίνητους τους κοινωνικούς επιστήμονες, οι οποίοι χρησιμοποίησαν το παράδειγμά του προκειμένου να καταδείξουν τα διαφορετικά διανοητικά πλαίσια εντός των οποίων οι ειδικοί διαμορφώνουν τις αντιλήψεις τους. Μάλιστα, ο Φίλιπ Τέτλοκ, στο βιβλίο του «Εμπεριστατωμένη Πολιτική Απόφαση», προχώρησε στη μελέτη ενός πλήθους εμπειρικών δεδομένων, με σκοπό να κατατάξει και να αξιολογήσει έναν αριθμό ειδικών επιστημόνων σε διάφορους τομείς γνώσης στους δύο βασικούς «ιδεότυπους» της διαδικασίας λήψης απόφασης. Τα αποτελέσματα της έρευνάς του έδειξαν ότι οι «αλεπούδες» διέθεταν αυξημένη ικανότητα πρόβλεψης αλλά και προσαρμογής στις αλλαγές του περιβάλλοντος συγκριτικά με τους «σκαντζόχοιρους», που παρουσίαζαν την τάση να υποβαθμίζουν τα δεδομένα που δεν φαίνονταν να επαληθεύουν τις εδραιωμένες πεποιθήσεις της θεωρίας τους.
Μεταφέροντας την παραπάνω θεώρηση στην ελληνική πολιτική συγκυρία, δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε ότι κυριαρχούν οι σκαντζόχοιροι και απουσιάζουν οι αλεπούδες. Οι σκαντζόχοιροι της Αριστεράς αποδίδουν την αδυναμία διεξόδου από τη δυσχερή δημοσιονομική μας κατάσταση στις «αποτυχίες της αγοράς». Η δυσπιστία και ενίοτε η εχθρότητα τους απέναντι στις αγορές τούς ωθεί να αναζητούν λύσεις σε «εξω-αγοραστικές» ρυθμίσεις από ένα «καλοπροαίρετο» μεγάλο κράτος και να εναποθέτουν τις ελπίδες τους σε περισσότερο ή λιγότερο ευφάνταστες λύσεις, όπως πχ. τα σενάρια περί επιστροφής στη δραχμή.
Από την άλλη (ή την ίδια;) πλευρά, οι σκαντζόχοιροι της Δεξιάς αποδίδουν τον εκτροχιασμό των προγραμμάτων προσαρμογής στις «αποτυχίες της κυβέρνησης», δηλαδή στην απροθυμία ή την ανικανότητα των κυβερνητικών ελίτ να προωθήσουν τις συμφωνημένες προβλεπόμενες ρυθμίσεις. Η υπερβολική εμπιστοσύνη τους στους αυτοματισμούς των αγορών συχνά τους οδηγεί στο να υποβαθμίζουν εκείνες τις ενδείξεις-αλλαγές του εξωτερικού περιβάλλοντος που υποδεικνύουν την αναγκαιότητα αναπροσαρμογής της στρατηγικής τους. Για παράδειγμα, οι εκπρόσωποι των δανειστών μας (και όχι μόνο) δείχνουν παροιμιώδη αδιαφορία στη βαθιά ύφεση της ελληνικής οικονομίας, καθώς λανθασμένα θεωρούν ότι «τα πράγματα θα χειροτερεύσουν πριν γίνουν καλύτερα». Έτσι, λοιπόν, οι σκαντζόχοιροι και των δύο πλευρών προσεγγίζουν την ελληνική κρίση με συμπαγή ιδεολογικά ερμηνευτικά σχήματα, τα οποία σε τελευταία ανάλυση περισσότερο δυσκολεύουν παρά διευκολύνουν το ζητούμενο των μεταρρυθμίσεων. Ζητήματα τα οποία σχετίζονται με την οικοδόμηση κοινωνικής και πολιτικής συναίνεσης, την έκταση και την ένταση των προωθούμενων αλλαγών, την κατανομή των βαρών της προσαρμογής κ.λπ., τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλουν στην επιτυχή εφαρμογή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, παραγνωρίζονται καθώς περιττεύουν στο περιοριστικό ερμηνευτικό τους σχήμα.
Ορθά λοιπόν ο πολιτικός φιλόσοφος Μάικλ Όουκσοτ επισημαίνει ότι, ακόμη και αν η πλήρης απουσία κράτους είναι προτιμότερη από την κυριαρχία του, και οι δύο προσεγγίσεις ανήκουν ουσιαστικά στον ίδιο δογματικό τρόπο σκέψης. Πρόσφατο παράδειγμα το ζήτημα της φορολόγησης των ακινήτων, όπου ανάμεσα σε μία Αριστερά που αναπαράγει τις αναρχο-συνδικαλιστικές ρήσεις του Προυντόν («η ιδιοκτησία είναι κλοπή») και σε μία νέο-συντηρητική δεξιά αμερικανικού τύπου («η φορολογία είναι κλοπή»), απουσιάζει εκείνη η νηφάλια συζήτηση για τις χρήσεις γης και τη φοροδοτική ικανότητα των ιδιοκτητών, σε συνάρτηση με τις δημοσιονομικές ανάγκες της χώρας, η οποία θα συμβάλει στην υιοθέτηση μίας οικονομικά αποτελεσματικής και κοινωνικά δίκαιης ρύθμισης. Αναμενόμενα, εκεί όπου το «δεν πληρώνω» των καταναλωτών συναντά την «φορολογική ανυπακοή» των ιδιοκτητών, το μέλλον των μεταρρυθμίσεων σκοτεινιάζει.
Ο κοινωνικός επιστήμονας Άλμπερτ Χίρσμαν υπογράμμισε τις δυνητικές αρνητικές συνέπειες της κυριαρχίας των ισχυρών απόψεων σε ένα δημοκρατικό καθεστώς, όπου η «υπερπαραγωγή απόψεων με άποψη», με την αμετακίνητη σιγουριά τους, υπονομεύει την πολιτική αναζήτηση. Στην κοινωνικά κατακερματισμένη Ελλάδα της κρίσης, όπου ένα πλήθος ομάδων συμφερόντων επιδίδονται σε διαρκή «πόλεμο φθοράς», τα διάφορα μυθεύματα και οι ιδεοληψίες που κυριαρχούν στη δημόσια συζήτηση, δυσχεραίνουν την εφαρμογή ενός λειτουργικού προγράμματος εθνικής ανασυγκρότησης. Περισσότερη πολιτική και λιγότερη θεολογία: τούτο πρέπει να είναι το στοίχημα του μεταρρυθμιστικού κέντρου.