Σημίτης και Κύπρος

28 Οκτ 2012

Πάει καιρός που η Ελλάδα διέθετε εξωτερική πολιτική, σχέδια, στόχους, πολιτικό προσωπικό υψηλού επιπέδου, αξιοπιστία, επιτυχίες. Αυτά τα χαρακτηριστικά διέθετε η Αθήνα στα χρόνια της πρωθυπουργίας Κ. Σημίτη. Το 1997, με πρωτοβουλία του πρωθυπουργού και με συντονιστικό ρόλο στους Υφυπουργούς Εξωτερικών Γ. Κρανιδιώτη και Χ. Ροζάκη, η Αθήνα επαναπροσδιόρισε τον κεντρικό πυρήνα της πολιτικής της στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Αυτή η στροφή συνιστούσε μια δυναμική αλλαγή σελίδας, μέσω της ανάπτυξης μιας ευρωπαϊκής διπλωματικής ασπίδας στις ελληνικές θέσεις, με στήριξή τους στις διεθνείς συμβάσεις και την αλληλεγγύη των εταίρων. Ο Κ. Σημίτης αναλύει αυτήν την εναλλακτική στρατηγική, ως εξής: «Στρατηγική της Ελλάδας ήταν να συναρτηθεί η επίλυση προβλημάτων της περιοχής με τη διεύρυνση και τη μελλοντική πορεία της Ε.Ε. Η Ε.Ε. να επιδιώκει την επίλυσή τους. Η Ε.Ε. να τα θεωρεί ως εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν και να εργαστεί η ίδια για την υπέρβασή τους. Η Ελλάδα πέτυχε να αλλάξει τα πράγματα. Κατάφερε να εντάξει τις επιδιώξεις της μέσα σε μια ευρύτερη πολιτική της Ε.Ε., γιατί εφάρμοσε μια άλλη στρατηγική από εκείνη της διμερούς συζήτησης και αντιπαλότητας, με μια ευρωπαϊκή στρατηγική». (Κ. Σημίτης, άρθρο Το τέλος μιας στρατηγικής, Εφημερίδα τα ΝΕΑ 23/4/04).

Καρποί αυτής της εναλλακτικής στρατηγικής, ήταν οι αποφάσεις των «15» στη Σύνοδο Κορυφής στο Ελσίνκι, όπου το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενσωμάτωσε στα τελικά συμπεράσματά του το βασικό πυρήνα της στρατηγικής Κ. Σημίτη. Η ελληνική διπλωματία πέτυχε να διαμορφώσει ένα νέο πλαίσιο αντιμετώπισης της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, έξω από το παραδοσιακό μοντέλο. Από το 1999, οι ελληνοτουρκικές διαφορές εγγράφονται ως ευρωτουρκικές και αποτελούν τμήμα του διαλόγου Τουρκίας – Ε.Ε. και μέσω αυτού, τμήμα της εξωτερικής πολιτικής της Ε.Ε. που καλύπτει τον τομέα της διεύρυνσης (Ελσίνκι 1999, Κοπεγχάγη 2002, Βρυξέλλες 2004). Η κορυφαία εξέλιξη στο Ελσίνκι, δεν προέκυψε μόνο ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης μιας διορατικής πολιτικής, αλλά ήταν και καρπός του κύρους που η Ελλάδα είχε κατακτήσει, με την εξωστρεφή, δραστήρια και αξιόπιστη εξωτερική της πολιτική. Οι ευρωπαίοι εταίροι εξέφρασαν με πολύ συγκεκριμένο τρόπο την αλληλεγγύη τους σε μια χώρα που δούλεψε με επιμονή για την προώθηση κοινών ευρωπαϊκών στόχων.

Ο Κ. Σημίτης κρίνει αυτές τις εξελίξεις ως εξής:

«Το Ελσίνκι, αποτέλεσε μια μεγάλη επιτυχία της ελληνικής διπλωματίας, καθώς μέσα από τις συγκεκριμένες προτάσεις, προέκυψαν τουλάχιστον τέσσερα θετικά αποτελέσματα για την Ελλάδα:

Πρώτον, τα κυρίως ελληνοτουρκικά ζητήματα υπήχθησαν στον κοινοτικό έλεγχο… Ότι δεν είχε καταφέρει να επιτύχει ασκώντας το δικαίωμα της αρνησικυρίας, το πετύχαμε τώρα, μέσα από την κοινοτικοποίηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Δεύτερον, η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, αποδεσμεύτηκε από τον όρο της προηγούμενης πολιτικής επίλυσης. Η ένταξη της Κύπρου ήταν εξαιρετικά προβληματική, αφού σαφώς προσέκρουε στις αντιρρήσεις πολλών μελών της ΕΕ. Δεν ήθελαν να κληρονομήσουν ένα άλυτο πολιτικό πρόβλημα που θα τους προκαλούσε μείζονα θεσμικά ζητήματα (το καθεστώς του βορείου τμήματος του νησιού) με την Τουρκία. Η Κύπρος σήμερα είναι πλήρες μέλος, χάρη στο Ελσίνκι.

Τρίτον, επετράπη το άνοιγμα του ευρωπαϊκού δρόμου για την Τουρκία. Η εξέλιξη αυτή θα έχει μακροπρόθεσμα ευεργετικά αποτελέσματα για την περιοχή, καθώς η γειτονική χώρα, στη φάση της υποψηφιότητάς της, όσο και κατά μείζονα λόγο της πλήρους ένταξής της, θα προσαρμόζεται βαθμιαία στις απαιτήσεις της Ένωσης…

Τέταρτον, η χώρα μας απαλλάχθηκε από το ενοχλητικό βάρος να είναι η μόνη χώρα που προβάλλει εμπόδια στην τουρκική υποψηφιότητα, μειώνοντας έτσι τη διαπραγματευτική της ικανότητα. Από εδώ και πέρα, η ίδια η Ένωση θα ήταν εκείνη που θα έπρεπε να παρακολουθεί την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας και να της θέτει εμπόδια κάθε φορά που διαπίστωνε ή της υποδεικνυόταν από μια ενδιαφερόμενη χώρα ότι δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της…» (Κ. Σημίτης, Πολιτική για μια Δημιουργική Ελλάδα, 1996-2004.)

Η πολιτική των διασυνδέσεων, της αξιοποίησης κάθε συγκυρίας προς όφελος της Κύπρου, έφερε το μεγαλύτερο επίτευγμα της ελληνικής και κυπριακής διπλωματίας με την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ. Τo Κείμενο Συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι, αναφέρει ότι «Η επίλυση του πολιτικού προβλήματος θα διευκολύνει την προσχώρηση της Κύπρου στην ΕΕ. Εάν μέχρι την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων δεν έχει επιτευχθεί λύση, η απόφαση του Συμβουλίου όσον αφορά την προσχώρηση, θα ληφθεί χωρίς η ανωτέρω να αποτελέσει προϋπόθεση. Εν προκειμένω, το Συμβούλιο θα λάβει υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία.»

Το κυπριακό για χρόνια ανήκε στη σφαίρα δράσης του ΟΗΕ. Αποτυχίες για δεκαετίες. Η επιλογή ΕΕ, σήμαινε την αλλαγή του πλαισίου δράσης, την αναζήτηση ενός νέου «γηπέδου», ώστε νέοι συσχετισμοί δυνάμεων να καταστήσουν την ΕΕ καταλύτη στην προσπάθεια για την επίλυση του κυπριακού. Η διπλωματία που ασκήθηκε στο Ελσίνκι, άνοιξε το δρόμο για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ. Με το κύρος που διέθετε ο Κ. Σημίτης, η Κύπρος ξεπέρασε τις ενστάσεις ισχυρών χωρών (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ολλανδία) και τελικά εγκρίθηκε η ένταξή της από όλα τα εθνικά κοινοβούλια.

Η διπλωματία τύπου Ελσίνκι, λειτουργεί ως «πολιτική win-win». Δηλαδή, για να υπάρχουν πιθανότητες για λύσεις, χρειάζεται να δημιουργούνται ισορροπίες που να δίνουν πλεονεκτήματα σε περισσότερους από έναν παίκτες (λ.χ., απρόσκοπτη ένταξη της Κύπρου/προώθηση της υποψηφιότητας της Τουρκίας).

Σήμερα, δύσκολα καταλαβαίνεις εάν η Αθήνα έχει εξωτερική πολιτική και, επίσης σήμερα, χωρίς δυσκολία βλέπεις ότι η Κύπρος βρίσκεται πολύ κοντά στην οριστική διχοτόμηση. Μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι χάθηκε πολύτιμος χρόνος σε μικροκομματικές σκοπιμότητες, χάθηκαν ευκαιρίες για επιτάχυνση εξελίξεων όπως οι συμπτώσεις συμφερόντων που δημιουργούσε η 3η Οκτωβρίου 2005, ή, η αξιολόγηση της Τουρκίας στις 11 Δεκεμβρίου 2009.

Η Κύπρος δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει συγκυρίες, γιατί ένα τμήμα της ηγεσίας της δεν μπόρεσε να συμβαδίσει με τα προτάγματα της νέας εποχής. Προτίμησε -από κεκτημένη ταχύτητα- την πολιτική της καταγγελίας μπροστά στην πιθανότητα να αντιμετωπίσει την αλλαγή του γεωπολιτικού περιβάλλοντος και τις ευνοϊκές συγκυρίες για την επίλυση του κυπριακού μαζί με την ΕΕ.