Ήταν Σάββατο βράδυ, παραμονή της υπογραφής του πρώτου μνημονίου, στο πάρτι για τα 60ά γενέθλια ενός φίλου του Κώστα Σημίτη. Καθηγητές, πρώην και τότε νυν υπουργοί, διπλωμάτες, συγγραφείς και εκδότες πανεπιστημιακών βιβλίων οι συνδαιτυμόνες. Το μοναδικό θέμα στα πηγαδάκια ήταν, βέβαια, το μνημόνιο, το οποίο τότε δεν το λέγαμε μνημόνιο, αλλά δανειακή σύμβαση. Μπαίνει ο Σημίτης και, ακόμα και αν δεν τον γνώριζες ή δεν ήξερες την ιδιότητά του, διέκρινες τον απόλυτο σεβασμό από τους άλλους προσκεκλημένους. Παίρνει σε μια γωνιά τον Γιαννίτση, τα λένε, δηλαδή τα λέει ο Σημίτης, λίγο μετά έρχεται η σειρά του Δημήτρη Παπούλια, και άλλοι πρώην συνεργάτες και ύστερα από καμιά ώρα περίπου ο πρώην πρωθυπουργός χαλαρώνει.
«Θυμάμαι πώς δείξατε, δυο χρόνια σχεδόν πριν, στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό στη Βουλή, ότι τα ελληνικά ομόλογα έπαιρναν τον δρόμο για το ΔΝΤ» ανοίγω κουβέντα με αυτή τη φιλόφρονα παρατήρηση. Με κόβει. «Δεν έδειξα, ούτε υπέδειξα. Απόδειξα ότι έτσι που πηγαίνανε αμέριμνοι οδηγούνται κατευθείαν στο ΔΝΤ και, μάλιστα, χωρίς όρους. Γιατί, ξέρεις, μπορείς να μπεις στο ΔΝΤ και όταν βγεις να είσαι με τη δραχμή και να μην το έχεις καταλάβει». «Δηλαδή, να μην υπογράψει η κυβέρνηση;». «Σου ξαναλέω, είναι κρίσιμο ζήτημα οι όροι. Ένα περιοριστικό πρόγραμμα φέρνει ύφεση, αλλιώς τι περιοριστικό θα ήτανε; Έχουν βάλει, όμως, ρήτρες; Αν, ας πούμε, η ύφεση ξεπεράσει τις προβλέψεις τι γίνεται; Επίσης, θα πάμε με σοκ ή βαθμιαία;». «Θα προτιμούσατε το σιγά-σιγά;». «Αν είχαμε πάρει εγκαίρως τα μέτρα μας, εμείς μόνοι μας τώρα θα διαπραγματευόμαστε από καλύτερες θέσεις. Αλλά, εμείς, όχι μόνο τάζαμε, αλλά μοιράζαμε κιόλας. Το σιγά-σιγά προϋποθέτει ότι για τρία χρόνια θα το κάνουμε με συνέπεια. Θα το κάνουμε, όμως;». Η κουβέντα περνάει στην ΟΝΕ, στις κατηγορίες ότι ξεγελάσαμε την Ευρώπη στο swap. Tότε γίνεται ο κλασσικός Σημίτης όταν σαρκάζει. Κατά έναν περίεργο τρόπο το μισό πρόσωπο γελάει, ενώ το άλλο μισό αγριεύει. «Ετοιμάσαμε με τον Στουρνάρα μια σειρά άρθρων στον ξένο Τύπο. Θα τα δείτε. Swap έκαναν πολλές χώρες για τα κριτήρια ένταξης στην ΟΝΕ. Εμείς το παρουσιάσαμε δημόσια και, μάλιστα, με τεχνικές λεπτομέρειες στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού». «Έχετε δικαιωθεί, κύριε πρόεδρε» του λέει συνάδελφος. «Τι να το κάνω, κύριε, εδώ γκρεμίζονται θυσίες χρόνων, η δικαίωσή μου με απασχολεί;».
Η συζήτηση γυρνάει στον νόμο του Γιαννίτση για το ασφαλιστικό. Ακούει και δεν εκφράζεται. Του μπαίνω: «Δε θα ήταν καλύτερα τα πράγματα τώρα, αν αντί να πάτε σε έκτακτο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, τότε, πηγαίνατε σε εκλογές; Ακόμα και αν τις χάνατε θα είχατε χάσει με μια πλατφόρμα παρακαταθήκη. Όλοι θα σας αναζητούσαν τώρα». Μικρή παύση. Όπα, πάτησα κάλο – κοκορεύομαι από μέσα μου.
«Δε μου λες, κύριέ μου. Πες ότι τις χάναμε. Τώρα, που όλοι ξέρετε τι είδους κυβερνήσεις και πρωθυπουργοί μας διαδέχτηκαν, μπορείτε να μου απαντήσετε σε δυο απλά ερωτήματα; Η χώρα θα έκανε Ολυμπιακούς Αγώνες; Η Κύπρος θα έμπαινε στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Για να μη σας πω και άλλα.».
«Μα, τους Ολυμπιακούς, ούτε εσείς τους θέλατε. Τη βρήκατε τη διεκδίκηση…».
«Σαν τον Χριστοδουλάκη μου τα λες. Ναι, τη βρήκαμε, αλλά και τη στηρίξαμε. Δε θα κηρύσσαμε εθνικό πένθος αν δεν τους παίρναμε, αλλά έχει μεγάλη σημασία, αγαπητέ μου, να θέτεις μεγάλους στόχους σε έναν λαό. Και να τον εμπνέεις».
«Αλλά και με την Κύπρο; Ούτε οι Κύπριοι δε σας το αναγνώρισαν».
Ξανά μορφασμός μισός-μισός. «Όλο τις αναγνωρίσεις ψάχνεις. Άλλο σε ερώτησα. Θα κάναμε τους Αγώνες, που είχαμε κάνει και τόσα έξοδα; Δε θα τους κάναμε. Θα έμπαινε η Κύπρος; Δε θα έμπαινε. Εδώ πήγανε οι επόμενοι, υποτίθεται, σε διαπραγματεύσεις για το Ανάν και κλείστηκαν σε ένα ξενοδοχείο, μη τυχόν και συναντήσουν κανέναν και αναγκαστούν να πουν μιαν άποψη».
«Ακόμα και με αυτά τα δύο διακυβεύματα, συν την πλατφόρμα Γιαννίτση, θα άξιζε να πηγαίνατε σε εκλογές κι ας χάνατε», επέμεινα ο ξεροκέφαλος και το εισέπραξα. «Θυμάμαι και παλιά ήσουν λίγο ηττοπαθής» είπε με ολόκληρο χαμόγελο, χωρίς το μισό-μισό.
Εννοούσε, όταν δυο μέρες πριν από την εκλογή του το 1996, μου ακύρωσε μια συνέντευξή του στον ΑΝΤΕΝΝΑ λέγοντας «είναι κρίσιμες οι ώρες» κι εγώ του είπα «Κύριε καθηγητά…» -έτσι είχε καθιερώσει την προσφώνηση ο Νίκος Θέμελης- «…μη στεναχωριέστε. Δώσατε έναν ωραίο αγώνα». Απάντησε: «Μην είσαι ηττοπαθής. Πρέπει να ‘μαστε ολίγον… κομφουκιανοί». Επανέφερα το συμβάν για την ομήγυρη, αλλά με έκοψε: «Προσοχή, κομφουκιανός δε σημαίνει ότι αποδέχεσαι το μαρτύριο της σταγόνας». Το ?πε παραμονή του πρώτου μνημονίου.
Προφανώς στα μάτια του είμαι πάντα ένα κλικ πίσω.
Υ.Γ.: Ανέσυρα αυτές τι σημειώσεις για να σταθμίσει καλύτερα ο αναγνώστης της προχτεσινής ομιλίας Σημίτη τη συνέπεια του ανδρός. 40 μήνες μετά, δε νομίζω ότι έσπασα το off the record.