«Αύριο μια άλλη χώρα», τιτλοφορούσε ένα τρυφερό νεανικό της μυθιστόρημα η συγγραφέας Σώτη Τριανταφύλλου, θέλοντας να υποδηλώσει την τότε εκκινούσα μετάβαση από τη μετεμφυλιακή Ελλάδα, μια χώρα ανέχειας και ανυπαρξίας ατομικών προοπτικών, στην Ελλάδα της υπερκατανάλωσης, της αυτονόμησης των προσώπων και των άφθονα παρεχόμενων δυνατοτήτων κοινωνικής ανέλιξης. Σήμερα όμως, μετά την πολιτικά επώδυνη ολοκλήρωση της υπερψήφισης των δραματικών μέτρων, φαίνεται πως επιστρέφουμε στο μετεμφυλιακό χθες αφού έκλεισε, οριστικά κατά τα φαινόμενα, ο κύκλος της πενηντάχρονης επίπλαστης ευημερίας.
Επιστρέφουμε, λοιπόν, σε μια πραγματικότητα χωρίς συχνές βραδινές εξόδους, χωρίς τακτικότατες «αποδράσεις» Σαββατοκύριακων, χωρίς αέναη «προσαρμογή» στη μόδα και συνεχείς ανανεώσεις της γκαρνταρόμπας μας, χωρίς επαναλαμβανόμενες επισκέψεις στη Μύκονο, για πολλούς συμπολίτες μας, δε, χωρίς καν τη δυνατότητα ικανοποίησης αναγκών που θα χαρακτηρίζονταν ως στοιχειώδεις όχι μόνο με τα μέτρα και τις απαιτήσεις της εποχής της χλιδής. Επιπρόσθετα μάλιστα και χωρίς χαμόγελο (αυτό συνιστά ουσιώδη διαφορά από το προ της ευημερίας «σήμερα», οπότε η ανέχεια δεν συνοδευόταν από ψυχική μιζέρια). Ωστόσο…
Το χθες, εν προκειμένω αυτή η «ενδιάμεση» περίοδος της γενικευμένης αυταπάτης, δεν εξαφανίζεται ποτέ ολοσχερώς. Αφήνει πάντα ίχνη, ουλές, «λογικές», μνήμες, κυρίως νοοτροπιακά κατάλοιπα. Για «αιώνιο χθες» μιλούσε άλλωστε ο Μαξ Βέμπερ, ενώ σε «αυτό το χθες που ’χει δύναμη μεγάλη» αναφερόταν και ο Ανδρέας Λασκαράτος. Ο,τι όμως κατέλιπε το πρόσφατο εθνικό μας χθες, το κληροδότημα της περιόδου της μαζικής αυταπάτης, έχει σαφή και ακανθώδη χαρακτηριστικά: υπερδιογκωμένα «εγώ», μια αντίληψη ιδιαιτερότητας του καθενός, ακόμη και στοιχεία ανθρωποφαγίας, δηλαδή κοινωνικού κανιβαλισμού, καθώς και αντικοινωνικής αναίδειας (= απουσίας αιδούς). Ετσι, τη νέα εποχή της αναπόφευκτης προσγείωσης εξακολουθούν να τη σφραγίζουν (ως κληροδοτήματα του φουσκωμένου χθες) αρκετές κοινωνικές ομάδες…
Εν πρώτοις, πολιτικοί οι οποίοι, όσο βρίσκονται στην αντιπολίτευση, ζητούν από την επομένη των εκλογών νέες εκλογές, έχουν λύση σε όλα τα προβλήματα της Οικουμένης, ελέγχουν τις δυνάμεις της Φύσης αλλά και του διεθνούς συστήματος (εφόσον – με τις υπερδιαπραγματευτικές τους ικανότητες ή τα εκβιαστικά τους περιθώρια – «τρομοκρατούν» όλους τους παράγοντες της διεθνούς πολιτικής και οικονομίας), υποτάσσουν την πραγματικότητα στη βούλησή τους, πραγματοποιούν ανέξοδα τα βουλόμενα, «χάριν δε του λαού» επικοινωνούν, βουλεύονται και διαβουλεύονται ακόμη και με τα υπερκόσμια…
Επίσης, δικαστές που θεωρούν τις περικοπές στις αμοιβές τους, μόνο στις δικές τους, ως αντίθετες προς τον -κατά τα άλλα κουρελιασμένο από τους ίδιους – Καταστατικό Χάρτη της χώρας, τον οποίο αντιλαμβάνονται ως ιδεολογική πλατφόρμα υπεράσπισης των συντεχνιακών τους συμφερόντων. (Η «αρχή της αναλογικότητας» μάλιστα, όπως την αντιλαμβάνονται, επιβάλλει να έχουν μισθούς σχεδόν διπλάσιους από εκείνους άλλων κρατικών λειτουργών με πολύ υψηλότερα τυπικά προσόντα, μεταπτυχιακά, διδακτορικά κ.λπ. Και με διάθεση, μέσα από την επίκληση της «ιδιαιτερότητας» του δικού τους έργου, να υποβαθμίσουν αυτό των γιατρών του ΕΣΥ, των πυροσβεστών, των ναυαγοσωστών, των εκπαιδευτικών, των αστυνομικών, των πυροτεχνουργών, των πυρηνικών φυσικών κ.ο.κ.)…
Υπάλληλοι της Βουλής, ομοίως, στη συντριπτική τους πλειονότητα διορισμένοι με σκανδαλώδη ευνοιοκρατία (πλην όμως, πλέον, προστατευμένοι ΣΥΡΙΖΑ), που θεωρούν ότι προηγήθηκαν του Αϊνστάιν στην απόδειξη του διασταλτού του χρόνου, αφού ειδικά γι’ αυτούς το έτος έχει κάπου δεκαέξι μήνες…
Συνδικαλιστές ασφαλώς, φωτοδότες ή φωτοκόφτες κατά βούληση…
Εργαζόμενοι στην κρατική τηλεόραση που πιστεύουν ότι η υποχρεωτική χρηματοδότησή της μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ δεν δημιουργεί σχεδόν καμία υποχρέωση του Μέσου…
Κ.ο.κ…
Ολες αυτές οι «ένσαρκες επιβιώσεις» της νοοτροπίας του πρόσφατου παρελθόντος, οι οποίες άλλωστε εν πολλοίς προετοίµασαν το τραγικό παρόν, έχουν αίσθηση µόνο της «ιδιαιτερότητάς» τους; Ισως όχι καθολικά. Ισως, σε κάποιο βαθµό ή σε κάποιο ποσοστό, να συνειδητοποιούν ότι το περιβάλλον άλλαξε. Αυτό ωστόσο που φαίνεται να αγνοούν – και όµως το διδάσκει η Ιστορία, φυσική και κοινωνική – είναι πως επιβίωσαν µόνο τα είδη εκείνα που µέσα στον χρόνο απέδειξαν ικανότητα προσαρµογής στο µεταβαλλόµενο περιβάλλον. Οπως και οι χώρες άλλωστε…
ΚΑΙ ΤΟ ΑΣΧΕΤΟ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Η «αγλωσσία» είναι, άραγε, μεταδοτική στον ΣΥΡΙΖΑ; «Παρεισφρέουν», δεν «παρεισφρύουν», κ. καθηγητά-βουλευτά-συνήγορε… Αυτό, όμως, δεν είναι τίποτε μπροστά στην επίκληση… δικαστικής απόφασης (του Ελεγκτικού Συνεδρίου), σύμφωνα προς την οποία η κατά τον τραγικό νεολογισμό «φτωχοποίηση» των Ελλήνων προσκρούει στην ανθρώπινη αξία που κατοχυρώνεται συνταγματικά και, άρα, είναι… άκυρη. Πράγματι… Δεδομένου πως «νομικός πολιτισμός» υπήρχε τουλάχιστον από την εποχή της αρχαίας Ρώμης, εάν η ανέχεια αντιμετωπιζόταν με νόμους και την πρόσφορη ή επιθυμητή δικαστική ερμηνεία τους, η ιστορία της ανθρωπότητας θα ήταν διαχρονικά πολύ πιο ανώδυνη.
Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικών Θεσμών και Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο