Οι εκλογές δεν γίνονται για να λυθούν οι διαφορές ούτε ανάμεσα στην ΔΗΜΑΡ* και τον Σύριζα ούτε ανάμεσα στα αποσυντιθέμενα και επανασυντιθέμενα κομμάτια του λεγόμενου κεντροαριστερού χώρου. Αλλού βρίσκεται η σημασία τους. Αφορούν συνολικά τη χώρα, τους εργαζόμενους –την κοινωνική βάση του σοσιαλισμού, για όποιους θυμούνται ακόμη αυτή τη λέξη-, τους ανέργους, την κοινωνική μας συνοχή, ασφαλώς και την Ευρώπη ευρύτερα. Η εσωστρέφεια λοιπόν και ο αυτισμός, όσο υπάρχει, δεν δικαιολογεί ούτε το «Αριστερά», ούτε το «ανανεωτική», ούτε το «κυβερνώσα», ούτε το «ευρωπαϊκή». Ο λόγος περί του εαυτού, λοιπόν, για ανθρώπους όπως εγώ δεν θεωρούν την ΔΗΜΑΡ ή οποιοδήποτε άλλο πολιτικό σχήμα αυτοσκοπό, λίγη αξία έχει, ελάχιστη.
Οι εκλογές και τα όσα θα επακολουθήσουν, όποια και αν είναι αυτά, θα είναι μια έντονη στιγμή της βίαιης προσαρμογής ( η φράση αποδίδεται στον Γιάννη Δραγασάκη) από την οποία περνούμε όλοι, χωρίς εξαίρεση. Ένα βασικότατο χαρακτηριστικό της ήδη διαμορφωμένης κατάστασης είναι ότι ο «κλασικός» μνημονιακός – αντιμνημονιακός λόγος έχει σε μεγάλο βαθμό ξεπεραστεί. Η κύρια λέξη γύρω από την οποία διεξάγεται η εκλογική σύγκρουση είναι πια η λέξη «διαπραγμάτευση». Η αντίθεση στα Μνημόνια και η υπόσχεση για κατάργησή τους έχει την ίδια, περίπου αξία, που θα είχε το 1981, ’82 ή ΄85 μια υπόσχεση για έξοδο από την «ΕΟΚ των μονοπωλίων» και η ενδεχόμενη θριαμβολογία για έξοδο από την μνημονιακή και είσοδο σε μια «μεταμνημονιακή» κατάσταση θα είχε την ίδια αξία με την θριαμβολογία της δεκαετίας του ’80 για «ξωπέταγμα» των αμερικανικών βάσεων, όταν η ίδια η Αμερική απέσυρε τις περισσότερες, διατήρησε όμως (ως βάσεις του ΝΑΤΟ) λίγες αλλά στρατηγικές.
Εξακολουθώ να θεωρώ τίτλο τιμής και πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο συνολικά για την Αριστερά και όχι μόνον για τα κομμάτια της που απέμειναν την συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση για όσο χρόνο μετέσχε. Κακώς υποβαθμίζεται το κεφάλαιο αυτό, σαν να ήταν λόγος ενοχής, πολύ κακώς. Η αποχώρησή της από την κυβέρνηση έμεινε ένα αμφιλεγόμενο θέμα, τόσο αμφιλεγόμενο που προκάλεσε κύματα αποχωρήσεων με συνέπεια την εκλογική καταβαράθρωση της ΔΗΜΑΡ. Είναι όμως και αυτό ένα καταπίστευμα: τόσο και έτσι άντεξε το κόμμα αυτό στις πιέσεις της βίαιης προσαρμογής, αλλά πάντως αντιμετώπισε την βίαιη προσαρμογή –αυτήν που τώρα αντιμετωπίζει το ΠΑΣΟΚ (το οποίο ίσως διακινδυνεύει ακόμη και την είσοδό του στη βουλή), αλλά και αυτή που θα αντιμετωπίσει ο Σύριζα είτε κερδίσει τις εκλογές είτε όχι.
Είχα και με άλλη ευκαιρία επισημάνει ότι ως τώρα ο Σύριζα έχει αποτύχει στο σύνολο των στρατηγικών του στόχων: δεν έριξε την κυβέρνηση (η βουλή διαλύθηκε και συμπαρέσυρε την κυβέρνηση επειδή δεν εξέλεξε Πρόεδρο της Δημοκρατίας όχι επειδή δεν μπορούσε να ψηφίσει οποιοδήποτε κυβερνητικό νομοσχέδιο), δεν ματαίωσε την ψήφιση μνημονιακών νόμων, δεν ακύρωσε κινηματικά την εφαρμογή των ψηφισμένων μνημονιακών μέτρων, δεν βρίσκεται (όχι ακόμη πάντως) σε πορεία κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας, δεν απέκτησε (ακόμη) την εσωτερική συνοχή και πειθαρχία που είναι αναγκαία για να ασκήσει κυβερνητικό έργο –και μάλιστα σε δυσκολότατες συνθήκες. Θα προσέθετα ότι όλα τα εξειδικευμένα στοιχεία της πολιτικής του περιορίζονται στην πολεμική κατά των μνημονιακών μέτρων, ενώ για θέματα γενικότερης κατεύθυνσης της χώρας, της οικονομίας και της κοινωνίας της ο λόγος του είναι μάλλον γενικός. Και αν δεν βρίσκεται (όχι ακόμη πάντως, και διαφορετικά από ότι το ΠΑΣΟΚ τους πρώτους μήνες του 1981) σε πορεία κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας, αυτό οφείλεται στο ότι ενώ εκφράζει την συσσωρευμένη οργή και τις προσδοκίες αλλαγής, δεν δημιούργησε (ακόμη) την αναγκαία για τα εκλογικά ποσοστά της αυτοδυναμίας πειθώ κυβερνητικής ικανότητας χωρίς διακύβευση όσων κερδήθηκαν με το κόστος και τον πόνο που καταβλήθηκε τα τελευταία χρόνια.
Ο Σύριζα όμως πέτυχε να είναι η πολιτική δύναμη που εκφράζει το διάχυτο ρεύμα οργής και αλλαγής που καταμετράται πλειοψηφικό στην Ελλάδα σήμερα. Βρίσκεται σήμερα στο κέντρο των προσδοκιών για μία νέα κατάσταση, για έξοδο από μία συνθήκη που είναι πια συνθήκη πολιτικής στασιμότητας. Αυτό δείχνει άλλωστε και το γεγονός ότι οι άλλοι πολιτικοί σχηματισμοί του λεγόμενου κεντροαριστερού χώρου στην πραγματικότητα διαγκωνίζονται για το ποιος θα μιλήσει με καλύτερους όρους με τον Σύριζα. Από άποψη προγραμματικών θέσεων δεν υπάρχει τίποτε που να έχει πει οποιοσδήποτε από αυτούς που να μην έχουν κάπως κάποτε δεχθεί όλοι οι άλλοι. Το ποιος θα έχει την κοινοβουλευτική ισχύ να μιλήσει πρώτος και καλύτερα με τον Σύριζα είναι το κύριο πρακτικό θέμα που τους χωρίζει.
Και κάτι ίσως δευτερεύον, αλλά όχι ασήμαντο: οι τόσοι και τόσες που επί μήνες χλεύαζαν την ΔΗΜΑΡ και τον ”Μπάρμπα Φώτη” ότι πήγαν στον Σύριζα μόνο και μόνο για να σώσουν ό,τι απέμεινε από το εξανεμιζόμενο πολιτικό σαρκίο τους, οφείλουν μια συγνώμη. Όχι ανασκευή της πολιτικής τους κριτικής, αυτό είναι άλλο θέμα. Μια προσωπική συγνώμη οφείλουν, και αυτήν όχι σε όσους χλεύασαν (δεν την έχουμε και τόσο ανάγκη τη συγνώμη τους), στην δική τους προσωπική αξιοπρέπεια την οφείλουν.
***
Άκουσα μια πρόσφατη συνέντευξη του κ. Βίτσα, Γενικού Γραμματέα του Σύριζα, στο ραδιόφωνο «στο Κόκκινο». Χαρακτήρισε το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης «αδιαπραγμάτευτο», είπε ότι δεν μπορεί να αφαιρεθεί τίποτε από αυτό, μπορεί όμως να «συμπληρωθεί». Είπε ότι θα συνταχθεί εκλογικό πρόγραμμα που θα «εξειδικεύει» τα της Θεσσαλονίκης, ότι οι όποιες εκλογικές συνεργασίες του Σύριζα δεν πρέπει να έχουν μορφή που να διακινδυνεύει το bonus των 50 εδρών και ότι αν στα ψηφοδέλτια του Σύριζα ενταχθούν υποψήφιοι προερχόμενοι από την ΔΗΜΑΡ αυτοί θα πρέπει να διεκδικήσουν εκλογή εκλεγούν με σταυρό.
Νομίζω ότι όλα όσα είπε ο κ. Βίτσας είναι απολύτως λογικά και απολύτως συμβατά με μία εκλογική συνεργασία με την ΔΗΜΑΡ. Ο εκλογικός νόμος δεν χαρακτηρίζει κάθε εκλογική συνεργασία διακριτών πολιτικών σχηματισμών ως «συνασπισμό κομμάτων» ο οποίος αποκλείει από το bonus των 50 εδρών , οι δε προγραμματικές θέσεις του δεν περιλαμβάνουν σημεία που δεν θα μπορούσαν να ”συμπληρωθούν” με διάλογο, αφού αποδέχονται το μόνο στρατηγικά κρίσιμο θέμα που συνοψίζεται στην λέξη ”διαπραγμάτευση” –δηλαδή στην απόρριψη των μονομερών ενεργειών. Άλλωστε νομίζω ότι και ο Σύριζα κατά βάθος συναισθάνεται ότι, αν αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες, το περιώνυμο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» θα πάει να συναντήσει τα προγράμματα του Ζαππείου και το «άλλο μίγμα πολιτικής» τους. Το συμπέρασμα που μπορώ να βγάλω για την μη ευόδωση της συνεργασίας του Σύριζα με την ΔΗΜΑΡ είναι ότι η ηγεσία του Σύριζα μάλλον είχε την θέληση, δεν είχε όμως την ισχύ να την επιβάλει. Στο θέμα αυτό ήταν αδύναμη. Δικαιολογίες του τύπου ”δεν το ήθελε η βάση μας” είναι ανάξιες της κυβερνητικής τους δυναμικής. Αυτή η ”βάση τους” γνώριζε, πολύ καλά, όπως κάθε ενδιαφερόμενος πολίτης, εδώ και μήνες την κατεύθυνση των σχετικών συζητήσεων. Αν ο κ. Τσίπρας κληθεί να κυβερνήσει, θα έχει την ισχύ να επιβάλει πράγματα (ίσως και πρόσωπα) πολύ πιο δύσπεπτα για τις προσδοκίες που δημιούργησε, ιδίως στους χαρούμενους και βέβαιους θυμωμένους του;
***
Η παραπάνω αδυναμία του Σύριζα (ακριβέστερα: της ηγεσίας του) γεννά μια κάποια πικρία και απογοήτευση. Χαιρέκακα θα μπορούσε κανείς να περιμένει και τα πρώτα κυβερνητικά μέτρα μιας κυβέρνησης με κορμό τον Σύριζα, αν αυτή προκύψει. Όμως μια στάση παρατημένης μνηστής θα ήταν λάθος. Τίποτε δεν πρέπει να συσκοτίζει ως προς το κύριο και το δευτερεύον. Μια στρατηγική αποτυχία της Αριστεράς, εκείνης που σήμερα έχει ως κορμό τον Σύριζα, να αναδειχθεί σε αποτελεσματική κυβερνητική δύναμη δεν είναι –νομίζω και ελπίζω- στρατηγική αποτυχία εκείνων των γραφικών τύπων που βεβαίωναν, τσιφτολεβέντικα, ότι ”ο χειμώνας του ’11 και ’12 θα είναι χειρότερος από τον χειμώνα του 41-41” (και που δεν ενοχλήθηκαν με κάποιες αρνητικά εμβληματικές υποψηφιότητες ή συμπεριφορές). Θα είναι στρατηγική αποτυχία μιας κοινωνίας που βρέθηκε στην αιχμή διλημμάτων και προβλημάτων ευρωπαϊκής σημασίας και παγκόσμιου ενδιαφέροντος να δώσει την δική της αποφασιστική συμβολή όχι στην επαναφορά του καθεστώτος της μπαταχτσίδικης ευμάρειας (αυτό πάει, έφυγε) αλλά στην διαμόρφωση και την υλοποίηση μιας πολιτικής εναλλακτικής στην παρούσα τυφλή, αλλά σιγά σιγά ήδη εκ βάθρων διεθνώς αμφισβητούμενη και κλονιζόμενη κυρίαρχη ευρωπαϊκή πολιτική.
***
Είναι βέβαιο ότι μια κυβέρνηση με κορμό τον Σύριζα θα τα καταφέρει; Όχι, δεν είναι. Θεωρώ όμως βέβαιο ότι η στρατηγική ήττα της αριστερής κυβερνητικής προοπτικής, ως έχουν σήμερα τα πράγματα στην Ελλάδα, έχει περισσότερους κινδύνους για όσα εγώ θεωρώ σημαντικά. Δεν θα νικήσουν οι ευγενείς νηφάλιοι ευρωπαϊκοί Έλληνες αν χάσει η αριστερή και δημοκρατική κυβερνητική προοπτική στην Ελλάδα. Μια άγρια Δεξιά, αντιευρωπαϊκά εθνικιστική, αυταρχική και χυδαία λαϊκιστική στο εσωτερικό και ευτελώς δουλική απέναντι στον εκάστοτε ισχυρό Ευρωπαίο της ημέρας θα νικήσει. Και αν κάποιος νομίζει ότι η εθνικιστική Δεξιά δεν είναι ιδεολογικά ικανή να υποταγεί δουλικά σε ξένους, ας θυμηθεί ότι η εθνικιστική Δεξιά και όχι η διεθνιστική Αριστερά άνοιξε τις πύλες στον Αττίλα.
***
Αν είν΄ έτσι γιατί όχι Σύριζα από τώρα; Στο βαθμό που με αφορά διότι δεν ολοκλήρωσε την ”βίαιη προσαρμογή” του, όχι ακόμη πάντως. Διότι εξακολουθεί να μιλά περισσότερες γλώσσες από εκείνες με τις οποίες μπορώ να επικοινωνήσω. Διότι σε πολλούς τομείς εξακολουθεί να παρουσιάζει τον άδειο λόγο μιας νεκρής στασιμότητας και συντήρησης σαν δήθεν προοδευτικό ιδανικό. Αλλά και για λόγους αξιοπρέπειας: δεν θεωρώ αιτία πολέμου την αδυναμία του Σύριζα να ξεκαθαρίσει τα πράγματα με την ΔΗΜΑΡ (και αναφέρομαι στην πολιτική κληρονομία της ΔΗΜΑΡ, όχι σε όποιο πολιτικό προσωπικό ή εκλογική δύναμη της απόμεινε), θεωρώ όμως η δική μου αντίληψη περί πολιτικής αξιοπρέπειας (την οποία αντιλαμβάνομαι ως θέμα πολιτικής αξιοπιστίας κυρίως και όχι ως θέμα ατομικής ηθικής) δεν μου επιτρέπει Σύριζα τώρα.
* Το κείμενο στηρίζεται στην ομιλία μου στο διαρκές συνέδριο της ΔΗΜΑΡ στις 3.1.2015