Μετά από μια πενταετία λιτότητας, η πολιτική σκηνή της χώρας αναζητά με αγωνία ένα στίγμα που να την ανασύρει από το “σημείο μηδέν” που έχει βρεθεί. Η εκλογική αναμέτρηση του Μαΐου, με τη χαλαρή (άρα και πιο αντιπροσωπευτική) ψήφο, προσφέρει πολύτιμη δεξαμενή συμπερασμάτων για το μέλλον.
Δυστυχώς, το μεγαλύτερο συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι οι ρίζες της μεταπολιτευτικής πολιτικής συνείδησης είναι βαθιές. Η σύγκλιση στον λαϊκισμό υπήρξε καταλυτική για τα δυο μεγάλα κόμματα που διαχειρίστηκαν την εξουσία αλλά και για τα αριστερά κόμματα, που δικαίωναν την ύπαρξή τους με ακόμη περισσότερο λαϊκισμό. Το επιβεβαιώνει η αυθόρμητη τάση για επαναφορά του πολιτικού συστήματος στις παλιές πρακτικές μόλις φάνηκε κάποια ελπίδα περάτωσης της εποχής των μνημονίων.
Δεν είναι ανεξήγητο λοιπόν που ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας χαρακτηρίζεται ακόμη από ισχυρή ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να επιστρέψουμε στο παρελθόν. Έχοντας αναπτύξει επί μακρόν αποτελεσματικές μεθόδους διεκδικήσεων συντεχνιακών παροχών, αδιαφορεί για τις εργασιακές αλλαγές που συντελούνται στην παγκόσμια κοινότητα και επιμένει στην τυφλή εσωστρέφεια της χώρας με οποιοδήποτε κόστος για το μέλλον.
Βεβαίως, υπάρχουν και κοινωνικές ομάδες που έχουν πληγεί ισχυρά από μια κακοσχεδιασμένη και άδικη λιτότητα, αλλά σίγουρα όσοι εξεγείρονται δεν βρίσκονται στο χείλος της καταστροφής.
Η αγανάκτηση σήμερα βρίσκει διέξοδο μέσα από τον ριζοσπαστισμό κομμάτων όπως ο ΣΥΡΙΖΑ ή η Χρυσή Αυγή και όχι μέσα από τον συγκαταβατικό (έως αμφίσημο) λόγο της ΔΗΜΑΡ, η οποία εντέλει δεν μπόρεσε να πείσει για τον λόγο ύπαρξής της στην πολιτική σκηνή. Το φαινόμενο αυτό δείχνει την πίεση που δέχεται και θα δέχεται το πολιτικό σύστημα για τη διατήρηση συντεχνιακών κεκτημένων. Πίεση που θα οδηγήσει σε πολωτική κατάσταση και σε επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις αν δεν αντιμετωπιστεί στο επόμενο διάστημα.
Η μόνη λύση που διαφαίνεται για τη χώρα είναι η γρήγορη υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών με δίκαιη διακυβέρνηση. Υπάρχουν κοινωνικές ομάδες που μπορούν να στηρίξουν την επιλογή αυτή; Τα κόμματα του φιλελεύθερου κέντρου σχεδόν εξαφανίστηκαν. Υπάρχουν φωνές στα κόμματα της συγκυβέρνησης που επικαλούνται μεταρρυθμιστικές πρακτικές, πολύτιμες φωνές, αλλά μάλλον μειοψηφικές.
Η έκπληξη ήρθε στις εκλογές του Μαΐου από μία νέα κίνηση πολιτών, που επέλεξαν να κάνουν ένα αποφασιστικό βήμα στην πολιτική σκηνή και να στηρίξουν νέες πολιτικές διακυβέρνησης. Όχι πολιτικές μεγαλόστομων εξαγγελιών προγραμματικών πλαισίων, που καταλήγουν νεκρά κείμενα νόμων. Πολιτικές με επιμονή στην υλοποίηση θέσεων με μετρήσιμα αποτελέσματα και σαφή χρονοδιαγράμματα. Πολιτικές της πράξης, της εφαρμογής, με εγγυήσεις για το μέλλον. Οι δυνάμεις αυτές επέλεξαν να εκφραστούν μέσα από σχήματα που θυμίζουν ελάχιστα την κλασική πολιτική οδό, δείγμα της ετοιμότητας για υπερβάσεις. Στα χρόνια της ευημερίας κανείς δεν θα τολμούσε να μιλήσει για “Ποτάμια”. Τώρα όμως είμαστε στο “σημείο μηδέν”. Και τα κοινωνικά αιτήματα μεταφέρονται μέσα από ποικίλα κανάλια.
Χαρακτηρίζεται εύκολα “απολίτικη” η προσέγγιση αυτή, διότι η κλασική πολιτική έχει δεδομένους τρόπους, σκληρούς κανόνες και σαφείς διαχωριστικές γραμμές. Φωτισμένος ηγέτης, δεξιά, αριστερά, συσστράτευση, διχασμός. Μέχρι τώρα όμως το μέλλον υπήρχε και βάζαμε το χρώμα. Σήμερα προέχει η κατοχύρωση της ύπαρξης του μέλλοντος και έτσι γυρνάμε στις βασικές αξίες: αξιοκρατία, αποτέλεσμα, αξιοπιστία.
Το ερώτημα που τίθεται είναι αν υπάρχει δυνατότητα συνεργασίας όλων των δυνάμεων που δηλώνουν ότι επιζητούν τον εκσυγχρονισμό της διακυβέρνησης της χώρας. Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική. Οι διαφορετικές φάσεις οργάνωσης της κομματικής ζωής σε Ελιά, ΔΗΜΑΡ, Ποτάμι, κόμματα μεταρρυθμιστικού κέντρου και οικολογίας δεν ευνοούν άμεση αποκατάσταση σχέσεων εμπιστοσύνης και συνεργιών. Οι παλιοί φορείς αναφέρονται σε τρόπους διακυβέρνησης που αμφισβητούνται ισχυρά, οι νέοι εξερευνούν τον δικό τους δρόμο. Χρειάζεται χρόνος λοιπόν, ειλικρινής προσπάθεια και συγκεκριμένες πρακτικές για να διαφανούν συγκλίσεις σε ένα πειστικό πρόγραμμα σταθερής ανάπτυξης της χώρας.