Η ανάγκη εύρεσης λύσης στο Μακεδονικό, μέσα στα πλαίσια των διεθνών κανόνων, που θα ήταν επωφελής και για τις δύο χώρες, ήταν επιτακτική. Εκτός από τη ρύθμιση των διακρατικών σχέσεων, αναδύονταν και προβλήματα τήρησης ευρύτερων ισορροπιών στην περιοχή, επιρροών και συμφερόντων των συλλογικοτήτων που ανήκει η χώρα μας.
Η παράταση της ρευστότητας στην περιοχή, θα δημιουργούσε με βεβαιότητα συνεχώς χειρότερες συνθήκες επίλυσης. Τα παραδείγματα πολλά, στην κορυφή τους το Κυπριακό. Οι κοινωνίες, τα κράτη, οι γειτονίες, προχωρούν μέσα από συμφωνίες και αμοιβαίους συμβιβασμούς. Οι συμφωνίες για να είναι βιώσιμες, δεν πρέπει να υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, όλες οι πλευρές κάτι χάνουν, κάτι κερδίζουν.
Η ανάγκη της τελικής υπογραφής της συμφωνίας, με την επιτυχή ολοκλήρωση όλων των σταδίων που προβλέπονται και χωρίς την ύπαρξη αστερίσκων και κρυφών παραγράφων, είναι μονόδρομος κι ας πιστωθεί σαν η καλύτερη πράξη της χειρότερης κυβέρνησης.
Μια κυβέρνηση που αν κρίνουμε από τη συμμετοχή της στους λάθος χειρισμούς και τελικά στο ναυάγιο της επίλυσης του Κυπριακού, μάλλον οδηγήθηκε προς την επούλωση μιας ανοιχτής πληγής για τη χώρα, από την συγκυρία των διεθνών πιέσεων και την ύπαρξη στο γειτονικό κράτος του κ. Ζάεφ. Δεν είχε λόγο άλλωστε να διαταράξει την εταιρική κυβερνητική σταθερότητα. Μια κυβέρνηση, που σε ένα θέμα που θα αναβάθμιζε τη χώρα στη διεθνή σκηνή, δεν κατόρθωσε να αποφύγει την πάγια και προσφιλή της τακτική, τον διχασμό και την εργαλειοποίηση ακόμη και αυτών των κρίσιμων εθνικών θεμάτων. Συναγωνίστηκε με την εθνικά επιζήμια αρνητική στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Υπάρχουν ζητήματα, Εθνικά κύρια, που με ευθύνη και της χώρας μας, χρονίζουν άλυτα και δημιουργούν δυσοίωνες διεθνείς σχέσεις και καταστάσεις. Σε αυτά ακριβώς τα ζητήματα, η προσέγγιση, η προσπάθεια για κοινή κατά το δυνατόν θέση και δράση επιβάλλεται και η μέγιστη δυνατή συναίνεση πρέπει να επιδιώκεται.
Άλλο όμως αυτό και άλλο η επιδίωξη αυτής της αναγκαίας συναίνεσης να προβάλλεται και να στηρίζει θεωρίες προσέγγισης κομματικών φορέων με διαφορετικές ιδεολογικές αναφορές. Πολύ δε περισσότερο, χωρίς αρχές, να θεωρείται αφετηρία για μελλοντικές συνεργασίες. Η πιθανή σύμπτωση με τον «αριστερό» κυβερνητικό εταίρο, σε ένα – δύο ή τρία Εθνικά θέματα, δεν αναιρεί την επιτακτική ανάγκη επιστροφής της χώρας στην κανονικότητα και την δοκιμασία του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτήν, στο σεβασμό των θεσμών και τη λειτουργίας τους.
Στην μεταπολιτευτική Ελλάδα, παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες, δεν ευοδώθηκε ποτέ η δόμηση ενός κανονικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Ενός κόμματος που να εκφράζει ουσία και όχι κατ’ όνομα τη σοσιαλδημοκρατία. Η αλλαγή του πατριωτικο – κινηματικού χαρακτήρα του ΠΑΣΟΚ ξοδευόταν πάντα στις λεπτομέρειες και η μετεξέλιξη της Ανανεωτικής Αριστεράς, παρέμενε δέσμια των ιστορικών καταβολών της. Είναι λοιπόν απορίας άξιον, πως υποστηρίζεται από κάποιους, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, η αυτοκτονική επιλογή της Αριστεράς (κατά Αγγ. Ελεφάντη), με τόσες ιδεοληπτικές, νεοκομμουνιστικές, εξωθεσμικές, αντισυστημικές αποκλίσεις, θα μπορέσει να μετεξελιχθεί σε τέτοιο.
Ο αμοραλισμός, η διάσωση όσο το δυνατόν μεγαλύτερων ποσοστών, η παγίωση στο 85+% της συσπείρωσης της ΝΔ και η αδυναμία διείσδυσης του μνημονιακού πια ΣΥΡΙΖΑ στα περιχαρακωμένα ποσοστά του ΚΚΕ, επέβαλε τον επικοινωνιακού χαρακτήρα χειρισμό της «μετεξέλιξης» του σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ή της προσέγγισης του μεσαίου χώρου.
Ποιό άλλωστε θα ήταν το μέσον για το ξεκλείδωμα της δεξαμενής των κεντροαριστερών ψηφοφόρων, πέραν της εκταφής των αντιδεξιών ανακλαστικών και την πασαρέλα του προοδευτικού μετώπου? Ποιό άλλωστε θα ήταν το μέσον για την «κανονικοποίησή» του?
Ακούσιος αρωγός το Κίνημα Αλλαγής, που όσο θα κρύβεται, θα ετεροκαθορίζεται και δεν θα καταθέτει το ιδεολογικό του στίγμα, απαλλαγμένο από παθογένειες του παρελθόντος, τόσο θα δίνει το δικαίωμα στον ΣΥΡΙΖΑ να διεκδικεί και να καταλαμβάνει το χώρο του.
Σημ. Για τις ευθύνες των επικεφαλής του ΚΙΝ.ΑΛ. και την επιλογή τους για προσωπικές επικοινωνιακές πολιτικές ή επιδείξεις κυριαρχικών δικαιωμάτων ας μη μιλήσουμε ακόμη και όσο τα πράγματα παραμένουν ρευστά !!!