Οι πρόσφατες εκλογές στην Ιταλία στέρησαν από την Κεντροαριστερή συμμαχία τη νίκη, με απρόβλεπτες συνέπειες για τον σχηματισμό κυβέρνησης αλλά και για το ευρωπαϊκό μέλλον της χώρας. Δεν είναι η πρώτη φορά που ένα κόμμα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας ηττάται, μέσα στις συνθήκες ανόδου του λαϊκισμού και του ευρωσκεπτικισμού. Στη Γαλλία, στην Ιταλία, στην Ισπανία, η εκλογική καθίζηση των παραδοσιακών Σοσιαλιστικών Κομμάτων έχει δείξει πλέον όχι μόνο τα όρια αλλά και τα αδιέξοδα του εγχειρήματος της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας. Στην αυγή του 21ου αιώνα, η πιο πετυχημένη εκδοχή Αριστεράς που γνώρισε ο δυτικός κόσμος μοιάζει να έχει πάψει να είναι η ισχυρή και ελκυστική δύναμη που κινητοποιεί τις μεγάλες κοινωνικές πλειοψηφίες. Για πολλούς, μάλιστα, η αδυναμία της σοσιαλδημοκρατίας να εμπνεύσει τα πλατιά κοινωνικά στρώματα οφείλεται στη «δεξιά» απόκλισή της, ή, έστω, σε καίριες ιδεολογικές υποχωρήσεις, που θόλωσαν το πολιτικό στίγμα της.
Για αυτό και το εκκρεμές άρχισε ήδη να γέρνει προς τα αριστερά. Από παντού, εκπέμπεται πλέον το σήμα για μια «επιστροφή στις ρίζες»? μια επιστροφή συνοδευμένη με ξόρκια για τον «τρίτο δρόμο», την κυβερνητική «συγκατοίκηση» με δεξιά κόμματα, την προσαρμογή στην παγκοσμιοποίηση. Για να χρησιμοποιήσω μια οικεία «ενδυματολογική» μεταφορά, δίπλα στις συμβατικές σοσιαλδημοκρατικές γραβάτες άρχισαν πια να προστίθενται μερικές αριστερές ποσέτ, σε μια προσπάθεια αλλαγής της ιδεολογικής ταυτότητας. Με αυτή την πρόχειρη λύση στο τσεπάκι, η σοσιαλδημοκρατία άρχισε να παίρνει, τουλάχιστον στο επίπεδο της ρητορικής, μια «αριστερή στροφή». Στο καινούργιο της ιδεολογικό κοστούμι, το «σετ με ποσέτ» είναι πια απαραίτητο. Δεν έχει κανείς παρά να αναλογιστεί το διακριτικό φλερτ των Ευρω-σοσιαλιστών με τον Τσίπρα, ή να δει τον τρόπο με τον οποίο ο Κόρμπιν και ο Αμόν επέστρεψαν σε ένα νέο-εργατισμό.
Η «συριζοποίηση» της σοσιαλδημοκρατίας άλλαξε και τη γλώσσα της. Αντί να μιλάει για την ανάπτυξη και την παραγωγή, η σοσιαλδημοκρατία άρχισε να μιλάει για τους φτωχούς και τους ανέργους, εγκαταλείποντας σταδιακά τη συμμαχία με τα μεσαία στρώματα και τις δεσμεύσεις της για τη διαρκή μεταρρύθμιση του κράτους προς όφελος της «μεγάλης κοινωνίας». Η αριστερή ποσέτ εξελίχτηκε ωστόσο σε μια μάλλον στιλιστική λεπτομέρεια παρά σε μια γοητευτική επιλογή. Οι παραδοσιακοί ψηφοφόροι της σοσιαλδημοκρατίας στράφηκαν πιο εύκολα στον καταγγελτισμό της ριζοσπαστικής Αριστεράς και στο λαϊκισμό της Δεξιάς, καθώς το αξιακό τους σύμπαν συνδυάζει πιο εύκολα τη νοσταλγία με την αγανάκτηση. Τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν. Για πρώτη φορά, τα σοσιαλιστικά κόμματα αποκόπτονται από την κοινωνική τους βάση, χάνουν την εξουσία και δίνουν τη μάχη της εκλογικής επιβίωσης. Είναι προφανές πως για να διασωθούν και να επανέλθουν στο προσκήνιο πρέπει άμεσα να αλλάξουν την ιδεολογική τους ατζέντα και την πολιτική τους στρατηγική. Και σε αυτή την κατεύθυνση, δεν είναι καθόλου σίγουρο πως η «αριστερή στροφή» είναι η λύση.
Η Σέρι Μπέρμαν, συγγραφέας του βιβλίου Το πρωτείο της πολιτικής, περιγράφει συνοπτικά αλλά καίρια το πρόβλημα: «Οι σοσιαλδημοκράτες του 21ου αιώνα, μένοντας πιστοί στις καλύτερες παραδόσεις τους, θα πρέπει να απορρίψουν τόσο την τυφλή προσήλωση των νεοφιλελεύθερων στην παγκοσμιοποίηση όσο και τη φοβία με την οποία την αντιμετωπίζουν πολλοί σημερινοί αριστεροί».[1] Αν το επιτυχημένο σοσιαλδημοκρατικό πείραμα στην Ευρώπη του 20ού στηρίχτηκε στο ότι «ο καπιταλισμός μπορεί να συνυπάρξει με τη δημοκρατία και την κοινωνική σταθερότητα», σήμερα χρειάζεται ένα νέο ρεαλιστικό πρόγραμμα, που θα ανταποκρίνεται στη συγχρονική φάση της διαχείρισης του καπιταλισμού.
Το πρόβλημα όμως δεν είναι —και δεν μπορεί να είναι— στενά οικονομικό. Και δεν είναι τυχαίο ότι η σοσιαλδημοκρατία δοκιμάζεται ιδιαίτερα στις χώρες που πλήττονται από τη μετανάστευση. Η δυναμική εμφάνιση του «Κινήματος των Πέντε Αστέρων» θα πρέπει να μας προβληματίσει. Αν κάτι, δηλαδή, μοιάζει να έχει βαθύνει την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας είναι η απώλεια του κεντρικού πυρήνα της ύπαρξής της: το αίσθημα της δημοκρατικής αλληλεγγύης, που επέτρεψε τη συγκρότηση του κοινωνικού κράτους. Ο κόσμος στρέφεται πλέον είτε σε εθνικιστικές αναδιπλώσεις είτε σε ένα πολιτισμικό «εγκώμιο της διαφοράς». Από αυτή την άποψη, «οι σοσιαλδημοκράτες του 21ου αιώνα πρέπει να επιβεβαιώσουν την προσήλωσή τους στην πρωτοκαθεδρία της πολιτικής», δίνοντας έμφαση, παράλληλα με την έννοια της κοινωνικής αλληλεγγύης, στη δημιουργία νέων κοινοτικών δεσμών. Ειδικότερα, η επινόηση αυτού του νέου «συνανήκειν», το οποίο δεν μπορεί να ταυτίζεται με την αφελή πολυπολιτισμικότητα της ριζοσπαστικής αριστεράς αλλά ούτε και με τον εθνικισμό της λαϊκιστικής Δεξιάς, μπορεί σήμερα να ανοίξει ένα νέο «τρίτο δρόμο» ανάμεσα στον δικαιωματισμό και την ξενοφοβία. Σε πολύ λίγο χρόνο, οι σοσιαλδημοκράτες θα πρέπει καταλάβουν ότι η «στροφή προς το Κέντρο» δεν θα είναι μόνο ένας εναλλακτικός «τρίτος δρόμος» αλλά ίσως ο υποχρεωτικός μονόδρομος.
[1] Σέρι Μπέρμαν, Το πρωτείο της πολιτικής. Η Σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη του 20ού αιώνα, μτφρ. Ελένη Αστερίου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2014, σ. 445-6.
για τη στήλη Ανώμαλα Ρήματα