Σεράγεβο 1914, Ντονέτσκ 2014;

Θάνος Ντόκος 13 Αυγ 2014

Η κλιμάκωση των κυρώσεων από πλευράς Ε.Ε. και ΗΠΑ μετά την κατάρριψη της πτήσης ΜΗ17 και η αναμενόμενη αντίδραση της Ρωσίας απειλούν πλέον με εκτροχιασμό τις σχέσεις των δύο πλευρών. Η πιθανότητα στρατιωτικής σύγκρουσης παραμένει εξαιρετικά χαμηλή, αλλά τα σενάρια περί νέου Ψυχρού Πολέμου δεν ακούγονται πια τόσο εξωπραγματικά. Είναι πλέον σαφές ότι η εξελισσόμενη κρίση στην Ουκρανία χαρακτηρίστηκε από εσφαλμένες εκτιμήσεις και άστοχες επιλογές τόσο από την Ευρώπη όσο και από τη Ρωσία, αν και όχι υποχρεωτικά στον ίδιο βαθμό. Η Δύση υποτίμησε τη ρωσική αντίδραση, αλλά και ο Πούτιν φαίνεται να συνειδητοποιεί ότι η σχέση κόστους/οφέλους για τη Μόσχα θα είναι πολύ λιγότερο ευνοϊκή από την αρχικά αναμενόμενη. Η Ρωσία δεν ευθύνεται άμεσα για την κατάρριψη του αεροσκάφους -όπως όλα δείχνουν, από φιλορώσους αυτονομιστές λόγω λανθασμένης εκτίμησης- αλλά φέρει έμμεση ευθύνη για τη μεταβίβαση εξελιγμένων οπλικών συστημάτων και για την άρνησή της να αναγνωρίσει το μέρος της ευθύνης που της αναλογεί, ενώ και οι δύο πλευρές δεν κατάφεραν να αξιοποιήσουν αυτό το τραγικό συμβάν για την εύρεση μιας διπλωματικής λύσης στην ουκρανική κρίση.

Το κόστος ουσιαστικών οικονομικών κυρώσεων δεν θα είναι ευκαταφρόνητο για μια Ευρώπη που προσπαθεί να εξέλθει από την κρίση, ενώ η ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία δεν είναι κάτι που μπορεί να μεταβληθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το πολιτικό κόστος αφορά τη δυσχέρεια διπλωματικής διευθέτησης ανοιχτών ζητημάτων στη Μέση Ανατολή χωρίς ενεργό ρωσική εμπλοκή, αλλά και τη -σχεδόν υποχρεωτική υπό τις τρέχουσες συνθήκες- προσέγγιση Μόσχας-Πεκίνου. Δεν θα είναι όμως χαμηλό το κόστος μιας κλιμακούμενης αντιπαράθεσης και για τη Ρωσία, η οικονομία της οποίας είναι ευάλωτη σε κινήσεις διεθνών κεφαλαίων και παραμένει εξαρτημένη από την εξαγωγή ενεργειακών προϊόντων και δεν θα μπορούσε να αντέξει τη μείωση της εξαγωγής φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, ενώ κινδυνεύει να «χάσει» οριστικά την υπόλοιπη Ουκρανία.

Μια αποσταθεροποιημένη Ουκρανία αποτελεί πρόβλημα τόσο για την Ευρώπη όσο και για τη Ρωσία, ενώ για τους σκληροπυρηνικούς κύκλους στις ΗΠΑ (για τις οποίες το κόστος των κυρώσεων είναι αρκετά μικρό) αποτελεί θετική εξέλιξη η αποδυνάμωση της σχέσης Βερολίνου-Μόσχας. Η Ε.Ε. θα πρέπει να συμφωνήσει το ταχύτερο δυνατό σε μια κοινή στρατηγική απέναντι στη Μόσχα που θα παίρνει αποστάσεις από ακραίες τοποθετήσεις για υπερβολική σκλήρυνση της ευρωπαϊκής στάσης. Θα καθιστά, όμως, σαφές ότι περαιτέρω αποσταθεροποίηση της ανατολικής Ουκρανίας ή άλλη προσπάθεια αλλαγής συνόρων με τη χρήση βίας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Εφόσον η Μόσχα δείξει εποικοδομητική διάθεση, το ουκρανικό ζήτημα θα μπορούσε να επιλυθεί με λογικά επίπεδα αυτονομίας για τις ρωσόφωνες περιοχές και ένα μοντέλο Αυστρίας ή Φιλανδίας, σύνδεσης δηλαδή με την Ε.Ε. αλλά όχι ένταξης στο ΝΑΤΟ. Με δεδομένη τη σχέση ενεργειακής αλληλεξάρτησης και τα συγκλίνοντα μακροπρόθεσμα στρατηγικά συμφέροντα Ευρώπης-Ρωσίας, υπάρχουν πολλοί λόγοι για την αποφυγή περαιτέρω κλιμάκωσης της κρίσης. Αλλά τα κάθε λογής ατυχήματα και λανθασμένες εκτιμήσεις αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της διεθνούς πολιτικής, όπως έδειξε η έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου πριν από 100 χρόνια.