«Μα σοβαρά; Θα ασχοληθείς με τον Καρανικόλα;». Αυτή θα μπορούσε να είναι η αρχική αντίδραση όσων μπείτε στον κόπο να διαβάσετε το παρόν κείμενο. Αλλά όχι, ηρεμήστε. Δεν θα ασχοληθώ ούτε με τον Καρανικόλα, ούτε με τον Σπυρόπουλο, ούτε με τη Φτακλάκη, τις προσχωρήσεις των οποίων κάποια ΜΜΕ τις παρουσίασαν ως «στροφή της Ν.Δ. στο Κέντρο» και άλλα, χρησιμοποιώντας πιο ποδοσφαιρική ορολογία, έγραψαν για «μπαράζ μεταγραφών».
Δυναμικές και αδυναμίες
Είναι αλήθεια ότι, λίγους μήνες πριν τις εκλογές, τέτοια φαινόμενα εμφανίζονται ως ευκαιρία προκειμένου κάθε πλευρά να δείξει την ενδεχόμενη δική της δυναμική ή την ενδεχόμενη αποσυσπείρωση της άλλης. Ωστόσο, στις προαναφερόμενες περιπτώσεις δεν έχουμε να κάνουμε με μεγάλα, τρανταχτά ονόματα, αλλά -στην καλύτερη- με μικρομεσαία τοπικά στελέχη, που ακριβώς λόγω της χρονικής περιόδου χρησιμοποιούνται προπαγανδιστικά για να «φτιάξουν κλίμα». Άλλωστε εδώ και πολύ καιρό είναι έντονες οι προσπάθειες των επικοινωνιακών μηχανισμών της Ν.Δ., και κυρίως των εκ της κεντροαριστεράς συμμάχων της, να μας πείσουν, με κάθε τρόπο, για τη δυναμική που έχει ο «καλύτερος πρωθυπουργός της Μεταπολίτευσης».
Ανέκδοτα περί συνεργασίας
Οι συγκεκριμένες κινήσεις όμως έχουν και τη μετεκλογική τους σημασία. Αν ήδη υπάρχουν μικρομεσαία στελέχη του ΠΑΣΟΚ που αλλάζουν όχθη και μάλιστα τη στιγμή που όλα δείχνουν ότι το κόμμα θα τα πάει καλύτερα εκλογικά απ’ ότι το 2019, φανταστείτε τι θα συμβεί μετά τις πρώτες κάλπες. Ειδικά αν και στις εκλογές της ενισχυμένης αναλογικής, στον λεγόμενο δεύτερο γύρο, η Ν.Δ. δεν καταφέρει την πολυπόθητη -για αυτήν- αυτοδυναμία. Γιατί ας μην γελιόμαστε. Για τον Μητσοτάκη δεν υπάρχει το σενάριο της συγκυβέρνησης.
Ασφυξία μέχρι «πνιγμού»
Πρώτα απ’ όλα η επικοινωνιακή πίεση που θα δεχθεί το ΠΑΣΟΚ, τόσο σε κεντρικό όσο και σε τοπικό επίπεδο, προκειμένου να ακουστεί από πριν το «ναι» σε συνεργασία με τη Ν.Δ., θα είναι τόσο μεγάλη που πιθανά θα αποτυπωθεί στο εκλογικό αποτέλεσμα της «δεύτερης» αναμέτρησης. Έτσι, από όχι και τόσο πλεονεκτική θέση πλέον, ο Ανδρουλάκης θα δει να πέφτουν πάνω του λυτοί και δεμένοι, με στόχο να παραδοθεί άνευ όρων στην «αγκαλιά» του Μητσοτάκη και σε περίπτωση που δεν το κάνει, μικρομεσαίοι βουλευτές, που αυτή τη στιγμή δεν τους ξέρει κανένας -πέρα από τους ψηφοφόρους τους-, θα εμφανιστούν πρόθυμοι να δώσουν τη στήριξη ή την ανοχή τους σε μια νέα «γαλάζια» πλειοψηφία.
Ζήτημα εδρών, αλλά πόσων;
Γράφαμε, στις 30 Σεπτεμβρίου, στη Μεταρρύθμιση1, σχετικά με την πιθανότητα οριακής μη αυτοδυναμίας στις κάλπες της ενισχυμένης αναλογικής: «Πόσες άραγε έδρες θα χρειαστεί η Ν.Δ. για να αποκτήσει τη δεδηλωμένη και να συγκροτήσει κυβέρνηση; Θα χρειαστεί τη βοήθεια ενός κόμματος με πολλές έδρες ή ενός με λίγες; (…)Αξίζει για τον Μητσοτάκη η “φασαρία” των συζητήσεων, των υποχωρήσεων και των συγκλίσεων, με κάποιον πολιτικό αρχηγό ή μεταξύ εκπροσώπων κομμάτων, όταν η Ν.Δ. θα έχει λάβει -υποθετικά- 148 έδρες;».
Περιπέτειες και ευθύνες
Λίγο παρακάτω και αναφορικά με τα περί κεντροαριστερών βουλευτών, που ίσως δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης ή ανοχής σε κυβέρνηση Ν.Δ., σημειώναμε χαρακτηριστικά: «(…) αυτό που ενδεχομένως φοβάται ο Ανδρουλάκης είναι ότι (…) θα ακουστούν κουβέντες περί του κινδύνου “η χώρα να μπει σε περιπέτειες” και για δυνάμεις που πρέπει “να αναλάβουν τις ιστορικές τους ευθύνες” και κάπως έτσι -και με παρόμοιες δικαιολογίες- θα βρεθούν βουλευτές που, αν και θα έχουν εκλεγεί με άλλα ψηφοδέλτια, θα εμφανιστούν “πρόθυμοι” να δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης σε μια κυβέρνηση, που θα εφαρμόσει, όχι ένα πρόγραμμα συνεργασίας που προέκυψε ύστερα από συζητήσεις μεταξύ πολιτικών δυνάμεων, αλλά το δικό της, μονοκομματικό πρόγραμμα, με τον αρχηγό της να θεωρεί ότι οι μεταγραφές υπουργών και υφυπουργών, αρκούν ως τεχνική για να ισχυρίζεται ότι δεν κυβερνά μόνος».
Τα χειρότερα έρχονται
Κάτι λιγότερο από έξι μήνες μετά, οι παραπάνω σκέψεις παραμένουν -δυστυχώς- ζωντανές, ενώ οι πρόσφατες μεταπηδήσεις μάς προετοιμάζουν για τα χειρότερα που μάλλον θα ακολουθήσουν. Θα φανεί σύντομα, εντός προεκλογικής περιόδου, πόση τοξικότητα και πόλωση μπορούμε να αντέξουμε ως κοινωνία. Ιδιαίτερα με τα όσα ενδεχομένως συμβούν ανάμεσα στις δύο αναμετρήσεις, αλλά και μετά τις «δεύτερες» κάλπες, σε περίπτωση που ο στόχος της Ν.Δ. για αυτοδυναμία δεν επιτευχθεί. Ας κάνουμε υπομονή. Σίγουρα δεν θα βαρεθούμε, αλλά ίσως, για ακόμα μία φορά, απογοητευτούμε