Από τις αίθουσες του κινηματογράφου κατευθείαν στην πλατφόρμα του Cinobo.
Μπαίνοντας αργοπορημένος ο Άντι, σεφ ενός ξεχωριστού εστιατορίου στην κουζίνα του, αντιλαμβάνεται εξ αιτίας μιας υγειονομικής επιθεώρησης ότι όλα έχουν καθυστερήσει απελπιστικά. Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Φίλιπ Μπαραντίνι είναι ένα μονοπλάνο χωρίς κόψιμο επί ενενήντα λεπτά. Με τους Στίβεν Γκράχαμ, Τζέισον Φλέμινγκ, Ρέι Πάνθακι, Χάνα Γουόλτερς.
Η ταινία διασχίζει τη δύσκολη νύχτα ενός εστιατορίου του Λονδίνου, του σεφ και μετόχου της επιχείρησης, η οποία έχει διάρκεια 90 λεπτά όσο και το υπέροχο μονοπλάνο της ταινίας μας. Δεν είναι λίγα αυτά που πρέπει να αντιμετωπίσει ο αρχισέφ Άντι και οι συνεργάτες του στο εστιατόριο, ατυχήματα και τραυματισμοί, απαιτήσεις παράλογων πελατών, διενέξεις ανάμεσα στο προσωπικό κάτω από την πίεση της δουλειάς, ανοιχτούς λογαριασμούς από το παρελθόν, που ταρακουνούν το παρόν και απειλούν το μέλλον, προστριβές αναίτιες, τσακωμοί που ρίχνουν τη δουλειά πίσω, ακόμα και η επιθεώρηση ελέγχου υγιεινής, που απόψε βρήκε να εμφανιστεί, τα οικογενειακά του σεφ που κι αυτά τον πιέζουν και βέβαια τα χρέη του. Όλα αυτά καθώς οι φωτιές της κουζίνας καίνε και σιγοψήνουν τα εδέσματα, οι φωτιές των γεγονότων βράζουν και κάποιες φορές καψαλίζουν τις αντοχές, την υπομονή και το κουράγιο του ήρωα μας και των συνεργατών του. Επειδή η ταινία είναι μονοπλάνο, μέλημα του δημιουργού ήταν η αφήγηση της ιστορίας πριν απ’ όλα βέβαια, αλλά και ο ρυθμός της.
Στις τέχνες όπως η μουσική, η ποίηση, ο χορός, αλλά και στον κινηματογράφο, ο ρυθμός είναι πολύ σημαντική παράμετρος για να έχουμε ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Ο ρυθμός εκφράζει την οργανωμένη διαδοχή των στοιχείων που χρησιμοποιούνται σε κάθε τέχνη: των ήχων και σιωπών στη μουσική, τα βήματα και οι κινήσεις των χορευτών στον χορό, την εναλλαγή των πλάνων στον κινηματογράφο, την οργάνωση λέξεων και προτάσεων στην ποίηση. Ο ρυθμός ως έννοια, μπορεί επίσης να σηματοδοτήσει τον τρόπο με τον οποίο είναι οργανωμένα διάφορα οπτικά γεγονότα, ως «χρονομετρημένη κίνηση μέσα στον χώρο».
Ο ρυθμός στον κινηματογράφο επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό με το μοντάζ, το οποίο προσδιορίζεται ως η σύνθεση των πλάνων που «τραβήχτηκαν» κατά τη διαδικασία του «γυρίσματος». Ο όρος εισήχθη στον κινηματογράφο από τον Σεργκέι Αϊζενστάιν ως συνώνυμο της δημιουργικής επεξεργασίας, ενώ την χρήση του περιγράφει και την τεχνική διαδικασία σύνδεσης των πλάνων μεταξύ τους. Στην ταινία μας δεν υπάρχει μοντάζ; Με τη στενή και τεχνική έννοια του όρου όχι, αλλά με την ευρύτερη υπάρχει και μάλιστα λεπτοδουλεμένο, μόνο που έχει προηγηθεί των γυρισμάτων. Έχει με μαεστρικό τρόπο ενσωματωθεί στη διαδικασία της οργάνωσης, της προετοιμασίας της ταινίας και των γυρισμάτων της.
Η «χορογραφία» των ηθοποιών, η αρμονική ένταξη των σεναριακών απαιτήσεων στην ανέλιξη της ιστορίας, η φροντίδα του ρυθμού της ταινίας, η κίνηση της κάμερας, η οποία λειτουργεί σαν λαίμαργος ηδονοβλεψίας κι όλα αυτά εναρμονισμένα στις απαιτήσεις ενός μόνο πλάνου, είναι ένα εντυπωσιακό επίτευγμα το οποίο είναι βέβαιο ότι γεννήθηκε μέσα από τρομερές και εξαντλητικές πρόβες, θα οργανώθηκε σαν μια πλήρης θεατρική παράσταση για να μπορέσει να γίνει το γύρισμα χωρίς κανένα cut και κυρίως με ρυθμό, ενδιαφέρουσα πλοκή και αγωνία. Η ταινία γυρίστηκε τέσσερις φορές μέσα σε ένα μόλις διήμερο και από αυτές τις εκδοχές επιλέχτηκε η μία, αυτή που καθώς βουλιάζουμε στην πολυθρόνα του κινηματογράφου, απολαμβάνουμε ξεχνώντας όλα τα τεχνικά και χανόμαστε στον κόσμο της κουζίνας, στις απαιτήσεις των πελατών του εστιατορίου και στις αγωνίες του Άντι. Βλέπουμε το «Σημείο Βρασμού» αφήνοντας τις σκέψεις, τις θεωρίες και τις απόψεις κατά μέρος γιατί όπως έλεγε ο Χίτσκοκ, ο σκηνοθέτης του «Βρόγχου», της πρώτης ταινίας – μονοπλάνου, «Το μυστήριο είναι μια διανοητική διαδικασία. Αλλά το σασπένς είναι κατά βάση μια συναισθηματική υπόθεση».