Όλες οι εκλογές έχουν τη σημασία τους, όχι όμως πάντα την ίδια, Υπάρχουν εκλογές που γίνονται σε μια «τρέχουσα» κατάσταση της χώρας, όπου οι συντεταγμένες τής πορείας της είναι δεδομένες. Υπάρχουν άλλες εκλογές που γίνονται σε συνθήκες,αντικειμενικές και υποκειμενικές, πρωτόγνωρες, όπως οεκείνες του «εκλογικού σεισμού» του 2012.Οι επερχόμενες εκλογές κινούνται κάπου στη μέση, γιατί από τη μια η χώρα έχει βρει μια ισορροπία αλλά από την άλλη, η Ευρώπη, ο Κόσμος, και η Ελλάδα μαζί τους, βιώνουν ένα περιβάλλον αβεβαιότητας, μια μετάβαση ανοιχτήστα πιο αντιθετικά ενδεχόμενα.
Η κοινοβουλευτική τετραετία που κλείνει,είχε ξεκινήσει με την αίσθηση της «επιστροφήςστην κανονικότητα». Μετά από δέκα χρόνια δραματικής κρίσης, μετά από μια καταστροφική διαδρομή που οι πολιτικές απάτες και αυταπάτες κράτησαν την Ελλάδα, μόνη αυτή, εννιά χρόνια στα μνημόνια, είχε έρθει η στιγμή μιας ομαλής διακυβέρνησης. Γρήγορα όμως φάνηκε ότι δεν ήταν η εποχή της κανονικότητας, αλλά η περίοδος της «μονιμοκρίσης» ή των πολυκρίσεων αν θέλουμε έναν πιο εύηχο όρο.Πανδημία, κρίση στον Έβρο, μεταναστευτικό, ελληνοτουρκική ένταση, πόλεμος στην Ουκρανία, ενεργειακή κρίση, πληθωριστικές εντάσεις.Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι στην τωρινή τετραετία των πολυκρίσεων, η Ελλάδα τα πήγε πολύ καλύτερα, συγκριτικά με την περίοδο 2016-2019των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ,η κυβερνητική διαχείριση στάθηκε σαφώς επιτυχέστερη και η κοινωνία ωριμότερη. Γι’ αυτό άλλωστε οι καταστροφολογικές κραυγές δεν βοήθησαν την αξιωματική αντιπολίτευση. Από την άλλη, η κυβέρνηση υπερεκτίμησε την υπεροχή της, ξεχνώντας πόσο ασταθής είναι η πορεία εκσυγχρονισμού αυτής της χώρας και πώς απρόβλεπτα γεγονότα, όπως το δυστύχημα του τρένου, αποκαλύπτουν χρόνιες υστερήσεις και πρόσφατες αβελτηρίες. Πόσω μάλλον που αυτές δεν αντιμετωπίστηκαν τολμηρά και δραστικά. Με αυτό το μείγμα απολογισμών, βιωμάτων και συναισθημάτων πηγαίνουμε στις εκλογές.
Πέρα όμως από το παρελθόν, υπάρχει το μέλλον που προειδοποιεί με δύο τρόπους. Οι πολυκρίσεις θυμίζουν ότι κινούμαστε σε μια νέα εποχή με κύριο χαρακτηριστικό την αβεβαιότητα. Επίσης, σχεδόν όλες οι κρίσεις είχαν διεθνή χαρακτήρα, και καθεμία συμπαρέσερνε με διαφορετικό τρόπο τη χώρα, υποδηλώνοντας ότι η σχέση εθνικού-υπερεθνικού έχει αλλάξει ριζικά. Σε αυτή την προοπτική, η Ελλάδα καλείται να προσαρμοστεί με στόχο να αυξήσει την ανθεκτικότητά της και να βελτιώσει τη θέση στη διεθνή σκηνή. Στην πραγματικότητα, είναι ένα ραντεβού με μια νέα εποχή, ένα σημείο καμπής από το οποίο κρίνεται η τύχη της χώρας για μεγάλο διάστημα. Σε τέτοιες στιγμές, προέχει η διαυγής Πολιτική και οι καθαρές πολιτικές επιλογές. Έχω υποστηρίξει (Η Ελλάδα, μια χώρα παραδόξως νεωτερική, εκδ. Πόλις 2019) ότι ιστορικά, προωθητικές δυνάμεις για τον εκσυγχρονισμό της χώρας στάθηκαν πρωτίστως η Πολιτική, η Γεωπολιτική, η ποιότητα των Ηγεσιών και οι νεωτερικοί Θεσμοί που συνήθως λειτούργησαν σαν αγωγοί των καλών διεθνών πρακτικών και λειτουργιών που υπερέβαιναν τις δυνατότητες της κοινωνίας.Τα μορφωμένα μεσαία στρώματα έπαιξαν επίσης τον ρόλο του καλού αγωγού. Κατ’ αντίθεση, η Οικονομία,ο καπιταλισμός και η βιομηχανία, συνεισέφεραν λιγότερο, καθώς δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν τη μικρή παραγωγική κλίμακα. Με αυτή τη δομή, η Ελλάδα ακολούθησε μια catchupστρατηγική, δηλαδή «να φτάσει την Ευρώπη» και γενικότερα τις πιο αναπτυγμένες χώρες, τις οποίες θεωρούσε «πρότυπα» αλλά και «συγγενείς» γιατί αισθανόταν ότι μετείχε του ίδιου πολιτισμού. Παρά τις περιοδικές εθνικές γκρίνιες και αυτομαστιγώσεις, η ελληνική κοινωνία έδειξε συνήθως δεκτικότητα, ο εκάστοτε εκσυγχρονισμός μπορεί να γινόταν με σκαμπανεβάσματα, αλλά ώς τώρα μάς ενέταξε μάλλον στους ωφελημένους της Νεωτερικότητας.
Χρειάζεται να θυμόμαστε αυτό το παρελθόν, για να κρίνουμε τη βαρύτητα των σημερινών διακυβευμάτων και για να δούμε τις μεταβολές του παρόντος.Μπροστά μας ορθώνονται οι μεγάλες προκλήσεις, απειλές ή ευκαιρίες, όπως προτιμάτε, της νέας εποχής. Η νέα παγκόσμια γεωπολιτική που μπορεί να πάρει τη μορφή του ψυχρού πολέμου ή να οδηγήσει στην υποβάθμιση της Ευρώπης. Η κλιματική αλλαγή που ήδη εξελίσσεται και απειλεί ιδιαιτέρως τη Μεσόγειο. Η δημογραφική γήρανση που ναρκοθετεί τα συστήματα πρόνοιας, Ο παραγωγικός μετασχηματισμός και οι αλλαγές στην απασχόληση που φέρνει η τεχνολογική επανάσταση και τεχνητή νοημοσύνη. Η αλλαγή στην εκπαίδευση και στην προετοιμασία του ανθρώπινου δυναμικού για να ανταποκριθεί στις νέες παραγωγικές διαδικασίες.
Όλα αυτά δεν είναι σκηνές από το μέλλον, αλλά φαινόμενα που ήδη εξελίσσονται, και συνήθως συσκοτίζονται από τις επικοινωνιακές τιποτολογίες και τις ασήμαντες κομματικές αψιμαχίες. Ουσιαστικά είναι ο νέος Κόσμος τον οποίο ήδη αγωνιζόμαστε να παρακολουθήσουμε, κάνοντας ως ένα βαθμό, αυτό που πάντα κάναμε: «κυνηγάμε ή μιμούμαστε τους πιο αναπτυγμένους». Δεν είναι λίγο γιατί την περασμένη δεκαετία της κρίσης χάσαμε πολύ έδαφος. Τώρα η οικονομία, οι επενδύσεις και η απασχόληση ανακάμπτουν συγκριτικά γρηγορότερα, αλλά η απώλεια δεν έχει καλυφθεί, ιδίως στα εισοδήματα. Ο παλιός όμως τρόπος δεν φτάνει, γιατί η σχέση μας με την Ευρώπη έχει αλλάξει υπαρξιακά. Δεν φύγαμε ευτυχώς από αυτήν στην τραγική περίοδο 2010-2015, «μείναμε Ευρώπη» χάρη στους αγώνες της φιλοευρωπαϊκής παράταξης της κοινωνίας, τώρα «είμαστε Ευρώπη» και μάλιστα χώρα-σύνορο. Όμως, η Ευρώπη δεν είναι πια ένα εξωτερικό δεδομένο στο οποίο θέλουμε να φτάσουμε. Είναι μια ζωντανή οντότητα την οποία συνδιαμορφώνουμε με τους άλλους εταίρους, και μάλιστα μια οντότητα σε δοκιμασία, που αναζητά τον δικό της ρόλο σε έναν Κόσμο που έχει γίνει πιο δύσκολος γι’ αυτήν. Η αλλαγή της σχέσης δεν είναι απλώς θεσμική-οικονομική, είναι ταυτοτική. Μεταλλάσσει αργόσυρτα την ίδια την εθνική ταυτότητα αναπλάθοντας στο εσωτερικό της τη σχέση ελληνικότητας και ευρωπαϊκότητας, γεγονός που έχει πολλαπλές επιπτώσεις και που σίγουρα ενισχύει το μεταρρυθμιστικό δυναμικό της χώρας.
Από μόνο του βεβαίως δεν φτάνει. Όπως δεν φτάνει και ο «από τα πάνω εκσυγχρονισμός», ο σωστός γενικός πολιτικός προσανατολισμός, οι ορθές κεντρικές επιλογές, που θεωρητικά δίνουν κατεύθυνση στα υποσυστήματα του κράτους και της κοινωνίας. Όλα αυτά είναι απαραίτητα και αν δεν υπάρξουν η χώρα θα οπισθοδρομήσει πάλι. Όμως δεν είναι αρκετά. Χρειαζόμαστε πια έναν συστημικό και αναστοχαστικό εκσυγχρονισμό. Συστημικό με την έννοια ότι πρέπει να εξαπλωθεί στο ενδιάμεσο θεσμικό-διοικητικό επίπεδο που κείται μεταξύ ηγεσίας και κοινωνίας. Εκεί θα κριθεί η μεταρρυθμιστική έφεση της εξουσίας που θα προκύψει από τις εκλογές. Η ικανότητά της να κινητοποιεί και να εξοπλίζει μεταρρυθμιστικές δυνάμεις οι οποίες θα ανατρέπουν τις ισορροπίες της αδράνειας, της διαπλοκής και της προσοδοκρατίας που σήμερα κυριαρχούν στα διάφορα υποσυστήματα. Χρειαζόμαστε τον αναστοχαστικό εκσυγχρονισμό, με την έννοια ότι εξετάζει και επανεξετάζει τα ηθικά, ιδεολογικά και ιστορικά επιχειρήματα της μεταρρυθμιστικής πολιτικής ώστε να δημιουργεί ευρύτερες συναινέσεις και ηγεμονίες.
Όλα αυτά ακούγονται σήμερα ευχολόγια, καθώς το πρωταρχικό ζήτημα είναι αν τους επόμενους μήνες θα επιβιώσει η Πολιτική του εκλογικού εκτραχηλισμού. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις όπου οι προκλήσεις είναι ικανές να σκιαγραφήσουν ανεπαισθήτως μια ελπιδοφόρα «εικόνα της Ελλάδας» σε έναν Κόσμο ταραγμένο και μεταβαλλόμενο.