Στον διετή -γιατί τόσο διήρκεσε- προεκλογικό δημόσιο διάλογο ένα από τα θέματα-ερωτήματα ήταν κατά πόσο ο ΣΥΡΙΖΑ είχε Plan B, καθώς ήταν σαφές ότι το Plan A, που σύσσωμος ευαγγελιζόταν, φάνταζε αντικειμενικά ανεδαφικό και επιπλέον θα συναντούσε και μεγάλες αντιδράσεις στο πλαίσιο της Ευρωζώνης. Προϋπόθεση για την εφαρμογή του ήταν η επανάσταση σε πάρα πολλούς τομείς και επίπεδα, μέσα και έξω από την Ελλάδα, ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Αλλά ακόμη πιο βασική προϋπόθεση ήταν η εύρεση και η εξασφάλιση χρημάτων. Μεγάλων κονδυλίων τα οποία δεν υπήρχαν, δεν υπάρχουν και δεν είναι ορατά στην Ελλάδα για το μεσοπρόθεσμο μέλλον. Δεν ήταν ανάγκη να είναι κανείς Αϊνστ…, συγγνώμη, Βαρουφάκης, για να τα γνωρίζει αυτά, εκτός και αν είχε γαλουχηθεί στις ατέρμονες, θυελλώδεις, καφενοϊδεοληπτικές συζητήσεις που αποστρέφονται τη λογική και διαμορφώνουν την Αριστερά α λα γκρέκα, εδώ και πολλές δεκαετίες. Σε μεγάλο βαθμό, άλλωστε, επρόκειτο για το πολιτικό – οικονομικό – κοινωνικό μοντέλο το οποίο οδήγησε την Ελλάδα σε ουσιαστική χρεοκοπία, άρα στα βράχια.
Μετά τις εκλογές όμως και σε πολύ μικρό διάστημα, αποδείχτηκε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε ούτε Plan Α, πέρα από τον σχηματισμό συγκυβέρνησης με τους Ανεξάρτητους Ελληνες και την εκλογή του Προκόπη Παυλόπουλου στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Ολα τα υπόλοιπα ήταν επαναλαμβανόμενες συνθηματολογικές επικεφαλίδες, δίχως ειρμό, κοστολόγηση και ρεαλισμό, που τώρα προβάλλονται ως πολιτικές που πρέπει να υλοποιηθούν, αλλά οι πραγματικές συνθήκες δεν το επιτρέπουν. Εξ ου και η καταφυγή στην αλλαγή ονομασιών, η επιμονή στην πολεμική και συγκρουσιακή ρητορική, η επίκληση της ασάφειας, έστω και της «δημιουργικής», η αμηχανία, η αδράνεια, η σύγχυση, οι παλινωδίες και οι υποχωρήσεις υπό τον μανδύα προελάσεων. Με λίγα λόγια, η «θεοποίηση» της επικοινωνιακής πολιτικής. Γιατί η επικοινωνιακή πολιτική αποτελεί πρώτη προτεραιότητα για τη σημερινή κυβέρνηση και ομολογουμένως είναι καλή σε αυτήν, με τη βοήθεια της ανοχής που ακόμη απολαμβάνει σε σημαντική μερίδα των πολιτών.
Ολα αυτά δημιουργούν το γνώριμο πια τοπίο της αγωνίας για την εξασφάλιση, σε καθημερινή ή εβδομαδιαία σχεδόν βάση, των απαραίτητων χρημάτων για την επιβίωση της χώρας στο σύνολό της. Η κυβέρνηση ψάχνει να βρει τα απαραίτητα κονδύλια, ξύνει τα τελευταία αποθέματα ρευστού για να αποφύγει η χώρα το πιστωτικό γεγονός ή για να λειτουργούν οι τράπεζες, ενώ την ίδια στιγμή κάνει ό,τι μπορεί για να προκαλεί θεσμούς και δανειστές, δίνοντας ταυτόχρονα την αίσθηση ότι τους κοροϊδεύει. Τους θεσμούς και τους δανειστές από τους οποίους εξαρτάται η κάθε ημέρα. Καμία σχέση δηλαδή με την απαιτούμενη επιδίωξη ομαλότητας και ηρεμίας που θα επιτρέπει προσδοκίες ανάπτυξης. Μιλάμε επομένως για προοπτική συνεχούς αβεβαιότητας με άγνωστο τέλος.