Δεν είναι μακριά η εποχή που η πολιτική συζήτηση περιστρέφονταν γύρω από το ενδεχόμενο αλλαγής του εκλογικού νόμου, προκειμένου να εξασφαλιστεί η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κοινοβουλευτική πλειοψηφία για το -έστω με λίγες ψήφους- πρώτο κόμμα. Στο ίδιο πλαίσιο ήταν και η παρότρυνση κυβερνητικών στελεχών και σχολιαστών προς τον πρωθυπουργό να πάει άμεσα σε εκλογές και να λήξει έτσι η πολιτική αστάθεια που θα δημιουργούσαν, όπως οι ίδιοι έλεγαν, οι κάλπες της απλής αναλογικής. Και αφού ούτε πρόωρες εκλογές έγιναν ούτε ο εκλογικός νόμος άλλαξε, τα κόμματα, πλέον, κάνουν τους σχεδιασμούς τους με βάση την πραγματικότητα της απλής αναλογικής.
Μονοκομματική με… δανεικούς
Η Ν.Δ. υποστηρίζει ξεκάθαρα, υπηρετώντας έτσι και τη διαχρονική της θέση, ότι οι εκλογές στην Ελλάδα θα πρέπει να γίνονται με ενισχυμένα εκλογικά συστήματα ώστε να προκύπτουν αυτοδύναμες και μονοκομματικές κυβερνήσεις καθαρής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Ταυτόχρονα, προκειμένου να υπάρχει και μια «προοδευτική» πινελιά στην παραπάνω θέση, ο Μητσοτάκης σημειώνει ότι οι μονοκομματικές κυβερνήσεις μπορούν να είναι και πολυσυλλεκτικές. Πως; Μα μέσω του αγαπημένου, για τον ίδιον, σπορ της αλίευσης στελεχών από άλλους πολιτικούς χώρους.
Εχθρός η χαλαρή ψήφος
Ο πρωθυπουργός έχει αναφέρει, σε όλες του τις συνεντεύξεις, ότι αντιμετωπίζει τις κάλπες της απλής αναλογικής ως αναγκαίο κακό και ως εκ τούτου θα τις προσπεράσει για να σταθεί σε εκείνες της ενισχυμένης, οι οποίες, κατά τη γνώμη του, θα δώσουν τελικά νέα κυβέρνηση. Ωστόσο, ο κομματικός μηχανισμός -αναπόσπαστο μέρος του οποίου είναι και ο ίδιος ο Μητσοτάκης- στέκεται με ανησυχία απέναντι σε εκείνες τις πρώτες κάλπες και στόχος είναι να αποφευχθεί, πάση θυσία, η αίσθηση της χαλαρής ψήφου.
Στην πόλωση από θέση ισχύος
Με λίγα λόγια, ακόμα και για τη Ν.Δ., οι κάλπες της απλής αναλογικής κατέληξαν να μετατραπούν από ασήμαντες σε μπούσουλα για όσα θα επακολουθήσουν. Και ο λόγος είναι απλός: Για να μπορέσει το κυβερνών κόμμα να στοχεύσει σε αυτοδυναμία στις δεύτερες εκλογές, θα πρέπει στις πρώτες να έχει καταγράψει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ποσοστό, αλλά και απόσταση ασφαλείας από τον ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, αν στις εκλογές της απλής αναλογικής κάποιοι ψηφοφόροι της Ν.Δ. κινηθούν πιο δεξιά (π.χ. Ελληνική Λύση) ή πιο αριστερά (π.χ. ΠΑΣΟΚ), το κόμμα θα ξεκινήσει με αυτοπεποίθηση τη νέα προεκλογική περίοδο, επιστρατεύοντας μπαμπούλες και φαντάσματα -όσο τρομακτικά πρέπει να είναι- προκειμένου να λάβει ποσοστό, που όχι απλά να πλησιάζει, αλλά να είναι ακριβώς εκείνο που θα του εξασφαλίσει 150+1 έδρες.
Μικροκομματικά μαθηματικά
Ο ΣΥΡΙΖΑ από την πλευρά του, πέρα από το γεγονός ότι ήταν το κόμμα που ως κυβέρνηση έφερε προς ψήφιση την απλή αναλογική, θα χρησιμοποιήσει το όποιο θετικό για τον ίδιον εκλογικό αποτέλεσμα προκειμένου να δημιουργήσει εντυπώσεις, τις οποίες στη συνέχεια θα θελήσει να εκμεταλλευτεί και να κάνει λόγο ακόμα και για προσδοκία πολιτικής αλλαγής. Για παράδειγμα, ενδεχόμενα χαμηλά ποσοστά για τη Ν.Δ. -ακόμα και αν είναι πρώτο κόμμα- με ταυτόχρονη μικρή διαφορά μεταξύ τους, θα δώσει το δικαίωμα στον ΣΥΡΙΖΑ να μιλήσει για ήττα Μητσοτάκη και να ερμηνεύσει τη θέληση του εκλογικού σώματος ως απαίτηση για άλλη κυβέρνηση. Μπορεί ο Τσίπρας να έχει απορρίψει τον σχηματισμό κυβέρνησης με βασικό κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ αν αυτός έρθει δεύτερος, όμως, την εκλογική βραδιά, δεν θα λείψουν εκείνοι που, με αυθαίρετες προσθέσεις εδρών των κομμάτων της «κεντροαριστερής πολυκατοικίας», θα θελήσουν να αποδείξουν ότι η λεγόμενη προοδευτική διακυβέρνηση είναι εφικτή.
Σε συναγερμό λόγω κάμψης
Σε όλα όσα περιγράψαμε κομβικό ρόλο θα κληθεί να παίξει το ΠΑΣΟΚ, το οποίο, ως εκ τούτου, βρίσκεται στην πιο δύσκολη θέση. Οι δημοσκοπήσεις εξακολουθούν να καταγράφουν άνοδο σε σχέση με τις εκλογές του 2019, ωστόσο τα ποσοστά που του δίνουν αυτή τη στιγμή είναι αισθητά χαμηλότερα από εκείνα που είχε λίγο μετά την ανάδειξη της νέας ηγεσίας. Πράγματι, τότε, ένας ανέστιος κόσμος της κεντροαριστεράς και ένα σημαντικό ποσοστό απογοητευμένων ψηφοφόρων της Ν.Δ. και του ΣΥΡΙΖΑ, επηρεασμένοι από τη δυναμική που έδωσαν οι εσωκομματικές διαδικασίες, δήλωναν την πρόθεσή τους, όταν στηθούν οι κάλπες, να ψηφίσουν ΠΑΣΟΚ. Ωστόσο, ο ενθουσιασμός κόπασε και σήμερα η δημοσκοπική κάμψη είναι φανερή, χωρίς όμως να μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι το μομέντουμ έχει χαθεί οριστικά.
Το ΠΑΣΟΚ πίσω στο παιχνίδι
Η αρχική στάση Ανδρουλάκη ότι δεν συνεργάζεται ούτε με τη Ν.Δ. ούτε με τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν επιβεβλημένη προκειμένου να μπετονάρει την εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ από πιθανές διαρροές εκείνων που εξακολουθούν να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στο αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο και εκείνων που κουβαλούν τα ιστορικά αντιδεξιά αντανακλαστικά. Ωστόσο, όσο πιο κοντά βρισκόμαστε στην εκλογική αναμέτρηση, η θέση του ΠΑΣΟΚ μεταβάλλεται, προκειμένου να απαντήσει στο αίτημα της κυβερνησιμότητας που προκύπτει. Ο Ανδρουλάκης, ξεκαθαρίζοντας ότι το κόμμα θα κινητοποιήσει τους ψηφοφόρους για να πάνε μαζικά στις κάλπες της απλής αναλογικής, με στόχο να λάβει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ποσοστό και από θέση ισχύος να διαπραγματευτεί τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας, ουσιαστικά ξαναβάζει το ΠΑΣΟΚ δυναμικά στο παιχνίδι.