Στο κάδρο της εξωτερικής πολιτικής αποτυπώνεται η στρατηγική μιας χώρας –αρκεί βέβαια να διαθέτει. Ειδάλλως, ακολουθεί την τακτική «βλέποντας και κάνοντας». Αν έχει ένα θεμελιωμένο σχέδιο για το πώς προτίθεται να διαχειριστεί τις διεθνείς της σχέσεις, κάλλιστα μπορεί να θέτει συγκεκριμένους εθνικούς στόχους και να τους υπηρετεί. Διαφορετικά, θα μένει θεατής των εξελίξεων, αδυνατώντας να τις επηρεάζει. Πόσω μάλλον να τις προλαμβάνει.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ αναμφίβολα ανήκει στη δεύτερη περίπτωση. Παρακολουθεί αμήχανη τα όσα συμβαίνουν στον περίγυρό μας. Το πιο επιζήμιο είναι ότι σέρνεται από τα γεγονότα. Τρανή απόδειξη, οι χειρισμοί της στο Μακεδονικό, στα ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό. Συνιστούν μνημείο ελαφρότητας, επιπολαιότητας και ρηχότητας. Φαίνεται πλέον καθαρά ότι οι πολιτικές της δεν έχουν βάθος. Ούτε εδράζονται σε συγκροτημένη στρατηγική. Έτσι εξηγούνται, η διγλωσσία, οι αμφισημίες και οι αμφιθυμίες, αλλά και οι συνεχείς αντιφάσεις και παλινωδίες.
Το πρόβλημα δεν εστιάζεται μόνο στις διαφορετικές απόψεις του υπουργού Άμυνας. Άλλωστε ο Π. Καμμένος δεν έκρυψε ότι είναι φορέας ακραίων και εθνικιστικών θέσεων. Το έδειξε αρκετές φορές με τις πατριδοκάπηλες ενέργειές του: Άλλοτε με τις στρατιωτικές του αμφιέσεις και την εκστρατεία του στο Καστελλόριζο αγκαζέ με τους χρυσαυγίτες. Άλλοτε με τους θεατρινισμούς στα Ίμια και τον υπερπατριωτικό του οίστρο στην Κύπρο. Μάλιστα, επιδίδεται σε έναν συνεχή αγώνα, προκειμένου να τις καταστήσει κυρίαρχες στον κυβερνητικό λόγο και να τις επιβάλλει στην πράξη. Το επιχείρησε με το Μακεδονικό, ασκώντας βέτο στη σύνθετη ονομασία. Το έπραξε και στο Κυπριακό, υπερφαλαγγίζοντας τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Ν. Αναστασιάδη, καθώς τού προδίκαζε ότι οι συνομιλίες στην Ελβετία θα προσκρούσουν στην τουρκική αδιαλλαξία. Προφανέστατα η πλειοδοσία σε αδιάλλακτες και εθνικιστικές απόψεις εξυπηρετεί τα στενά μικροκομματικά του συμφέροντα. Επέλεξε το εκλογικό σώμα στο οποίο απευθύνεται και το «ντοπάρει».
Το χειρότερο δεν είναι πως η κυβέρνηση γίνεται έρμαιο του υπουργού Άμυνας. Αλλά το ότι η εξωτερική της πολιτική είναι ανερμάτιστη. Το Μακεδονικό, το ανακίνησε, με σκοπό να διεμβολίσει τη Νέα Δημοκρατία. Χωρίς την παραμικρή προπαρασκευή, πίστεψε ότι θα διευθετούσε μια ιστορική εκκρεμότητα. Η αγνόηση του κεκτημένου της Ενδιάμεσης Συμφωνίας επιβεβαιώνει την πλήρη αδυναμία της να χειριστεί το ευαίσθητο αυτό θέμα. Επιπλέον αφύπνισε και τον υποβόσκοντα, αλλά υπαρκτό ακραίο εθνολαϊκισμό.
Εξίσου αποκαλυπτικός είναι και ο τρόπος που αντιμετωπίζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Στερούμενη στοιχειώδους σχεδίου, προσκάλεσε τον Ερντογάν στην Αθήνα. Το στραπάτσο που υπέστη επιβεβαίωσε ότι βαδίζει στα τυφλά. Δεν αντιλαμβάνεται ότι ο παροξυσμός της Άγκυρας δεν κατευνάζεται με δημόσιες σχέσεις. Απαιτεί στοχευμένη πολιτική που δεν θα εξαντλείται σε άγονες αντιπαραθέσεις και κοκορομαχίες. Ούτε βέβαια αχρείαστες εξάρσεις, όπως η τελευταία του Προέδρου της Δημοκρατίας Π. Παυλόπουλου, ο οποίος έφτασε στο σημείο να δηλώσει: «Μπορεί να μην έχουμε το έδαφος, που ιστορικά θα μας αναλογούσε».
Η επιλογή της Τουρκίας να ακολουθήσει στρατηγική έντασης απέναντι στην Ελλάδα καθιστά ζωτική ανάγκη μια άλλη προσέγγιση εκ μέρους μας. Το διμερές πλαίσιο στο οποίο επιδιώκει να μας εγκλωβίσει η γείτονα, κάθε άλλο παρά εξυπηρετεί τη χώρα μας. Η Συμφωνία του Ελσίνκι, το 1999 έδειξε ότι υπάρχει κι άλλος δρόμος: Η σύνδεση των ελληνοτουρκικών σχέσεων με τις ευρωτουρκικές αλλά και με τις γενικότερες εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή μας. Εξ ου και είναι αυταπάτη να θεωρούμε ότι το Κυπριακό δεν αποτελεί τροχοπέδη για την αποφόρτιση των σχέσεών μας με την Τουρκία. Η ελληνική κυβέρνηση φέρει τις δικές της ευθύνες για το ναυάγιο του Κραν Μοντανά. Η ατελέσφορη, μαξιμαλιστική θέση του υπουργού Εξωτερικών Ν. Κοτζιά περί «μηδενικών εγγυήσεων, μηδενικών στρατευμάτων» αναπόφευκτα οδηγεί στη «μηδενική λύση».
Η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης του Αλ. Τσίπρα βρίθει αντιφάσεων και ανακολουθιών. Κι αυτό γιατί δεν εδράζεται σε μια στρατηγική που θα έχει στραμμένο το βλέμμα της στο μέλλον, αφήνοντας στην άκρη ψυχώσεις και στρεβλώσεις. Αλλά ούτε μπορεί να αφομοιώσει τις όποιες άτεχνες προσπάθειες επιχειρήθηκαν για τον αναπροσανατολισμό των πολιτικών που άλλοτε ενσάρκωνε ο ΣΥΡΙΖΑ. Το χειρότερο είναι ότι οι σχεδιασμοί της υπαγορεύονται με γνώμονα κοντόφθαλμους και απαίδευτους υπολογισμούς.