Θα μπορούσε κάποιος καλοπροαίρετα να θεωρήσει τα όσα γράφω παρακάτω, ως προσωπικές εξομολογήσεις που λίγους ενδιαφέρουν. Συγχωρήστε με, αλλά δεν είναι έτσι. Ή, τουλάχιστο, δεν είναι αυτή η πρόθεσή μου. Το προσωπικό, ίσως και αυτοαναφορικό, ύφος είναι απότοκο του θέματος και όχι της ψυχικής διάθεσης του συγγραφέα. Θα δείτε γιατί.
Πριν πολλά –πολλά χρόνια, είχ εργαστεί ως υπεύθυνος από Ελληνικής πλευράς σε ένα Ελληνοαμερικανικό project συγκριτικού σχεδιασμού κοινοτικής ανάπτυξης δύο παρόμοιου μεγέθους και κοινωνικής σύνθεσης κοινοτήτων στις δυο συνεργαζόμενες χώρες: Της Mercer County Στην Βόρεια Ντακότα, και της πεδιάδας του Φραγκοκάστελου, στη νότια Κρήτη. Στη πρώτη επίσκεψή μου στην Mercer County ζήτησα στατιστικό υλικό σχετικό με την περιοχή καθώς και τυχόν συναφείς μελέτες περιπτώσεων. Φορτώθηκα μια επί πλέον βαλίτσα στην επιστροφή μου με το αεροπλάνο. Έκανα το ίδιο όταν γύρισα την Ελλάδα για το Φραγκοκάστελο. Βρήκα αρκετό υλικό πάσης φύσεως για τους Δροσουλίτες της περιοχής, δηλαδή για τα τοπικά …φαντάσματα (!!), αλλά πέραν των κολοβών στατιστικών της ΕΛΣΤΑΤ, ελάχιστα περί των πραγματικών καταστάσεων, πλην κάποια στοιχεία φιλότιμης χωροταξικής δουλειάς που έκανε σε κάποια περίοδο η Περιφερειακή Υπηρεσία Αναπτύξεως Κρήτης.
Για να μη πολυλογούμε, λίγα χρόνια αργότερα, έτρωγα ένα τεράστιο Tibone Stake σε μπριτζολάδικο του παγωμένου Bismarck (πρωτεύουσας της Β. Ντακότα), και φυλλομετρούσα φωτογραφίες και άφθονο υλικό σχετικό με την πραγματική μεταμόρφωση της Mercer County. Από θνήσκουσα κοινότητα βασικά ανθρακωρύχων που είχαν χάσει του δουλειά τους, όταν εξαντλήθηκαν τα εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα γαιάνθρακα, είχε μεταμορφωθεί σε μια σύγχρονη κοινότητα αγροτοκτηνοτρόφων με μοντέρνες εγκαταστάσεις τουρισμού εξειδικευμένου στα τοπικά πλεονεκτήματα της περιοχής και με μια σύγχρονη ζυθοποιία που, απασχολούσε περί τα 200 άτομα, όλα πρώην ανθρακωρύχοι. Σκεφτόμουν, απελπισμένος το τι είχε γίνει στο μεταξύ στο Φραγκοκάστελο. Τίποτα. Δεν ξέρω βέβαια τι έχει γίνει σήμερα, ύστερα από σαράντα χρόνια, όπως θα έγραφε και ο Δουμάς.
Αναρωτήθηκα αργότερα, έχει άραγε κάποια σχέση η διαφορά των περιπτώσεων με την διαφορά «τεκμηριωμένης γνώσης» του τόπου που την επισημάναμε εισαγωγικώς; Εγώ λέω, ναι, βεβαίως και έχει. Όποιος δεν με πιστεύει ας μελετήσει το θέμα βαθύτερα και ευρύτερα, και μέσα από την οπτική που θα αναφέρω στη συνέχεια και που αφορά πινελιές του προβλήματος κοινοτικής ανάπτυξης της σύγχρονης ελληνικής περιφέρειας. Είναι σαφές, ότι το θεσμικό σύστημα της Β. Ντακότα, είχε εγκαίρως επισημάνει το πρόβλημα και είχε εγκαίρως αρχίσει να διαμορφώνει την «γνωστική» βάση για έναν αποτελεσματικό σχεδιασμό. Αυτό, όμως, είναι η μισή, και ίσως η κοινότυπη αλήθεια. Γιατί, σήμερα, ύστερα από τριάντα περίπου χρόνια οργανωμένης μελέτης αλλά και τοπικού ακτιβισμού στον δικό μας τόπο, μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι, στη δική μας περίπτωση, και αν ακόμη είχαμε την αντίστοιχη βαλίτσα με υλικό τεκμηρίωσης, η προσπάθεια τοπικής ανάπτυξης, για παράδειγμα, ενός νησιού όπως η Σάμος, και πάλι δεν θα πετύχαινε, επειδή της λείπει μια δεύτερη και αναγκαία προϋπόθεση. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξα όχι τόσο με θεωρητική μελέτη, όσο με ανάλυση των συγκεκριμένων βιωμάτων στην «περίπτωση» της Σάμου (ισχύει για το σύνολο περίπου του Ελληνικού Αρχιπελάγους, με χαρακτηριστικές εξαιρέσεις, αλλά δεν θέλω να επεκταθώ τόσο επί του παρόντος).
Τον παράγοντα που τότε είχα υποτιμήσει, ενώ τώρα τον αντιλαμβάνομαι ως κρίσιμο, ας τον ονομάσουμε «επάρκεια βλαστικών κοινωνικών κυττάρων (ΕΒΚΚ)» για να συνεννοούμαστε και στην πορεία θα φανεί γιατί επέλεξα. Αυτόν τον προφανώς μεταφορικό όρο.
Το σημείο, λοιπόν που δεν είχα τότε προσέξει και είχα ως εκ τούτου υποτιμήσει ήταν, η τεράστια διαφορά ποιότητας στις κοινοτικές διαβουλεύσεις, ανάμεσα στο Αμερικάνικο υπόδειγμα και στο Ελληνικό. Στη Mercer County, οι προγραμματικές διαβουλεύσεις γίνονταν συντεταγμένα, με δομημένο αντικείμενο της διαβούλευσης (agenda, τεκμηριωτικό υλικό κλπ) που είχαν επεξεργαστεί τα μέλη της δικής μας ομάδας εμπειρογνωμόνων, σε συνεργασία πάντα με τις τοπικές αρχές. Αντίθετα, στο Φραγκοκάστελο, αφενός η ομάδα μας δεν μπορούσε να δομήσει αξιόπιστη agenda επειδή από τη μία δεν είχε αξιόπιστα δεδομένα, και αφετέρου, οι τοπικοί παράγοντες αδυνατούσαν να διατηρήσουν την διαβούλευση σε επίπεδο οργανωμένου και νηφάλιου λόγου, και σχεδόν αμέσως εξέπιπτε σε τυπική οχλαγωγία γνωστή στις συνεδριάσεις των τοπικών αιρετών οργάνων ανά την επικράτεια.
Δεύτερο, οι δημόσιες διαβουλεύσεις στην MC ήταν πολυπληθείς και εξαιρετικά αντιπροσωπευτικές την κοινωνικής σύνθεσης της κοινότητας. Αντίθετα, στις διαβουλεύσεις στο Φρ. συμμετείχαν, συνήθως απροετοίμαστοι, τοπικοί κομματικοί παράγοντες που απλώς εκφωνούσαν λογύδρια που ταίριαζαν από κηδεία μέχρι αναγόρευση επίτιμου δημάρχου, και εντελώς άσχετα με την ουσία των επίδικων ζητημάτων! Πολύ δύσκολα μπορούσαμε να κάνουμε σοβαρή και χρήσιμη συζήτηση.
Τρίτο, στη MC ήταν ασφαλής η ανάδειξη των συγκεκριμένων λειτουργικών ρόλων των συμμετεχόντων. Είχαν δικό τους οργανωμένο λόγο που ξεχώριζε τον επιχειρηματία, από τον απλό εργαζόμενο, τον εκπαιδευτικό, τον αιρετό τοπικό εκπρόσωπο, τον ακτιβιστή, τον κομματικό εκπρόσωπο, το μέλος των μειονοτήτων (η Β. Ντακότα κατοικείται και από σημαντική μειονότητα ιθαγενών Ινδιάνων) κ.ο.κ. Και το κυριότερο, ο καθένας τους εύκολα σου δημιουργούσε αίσθημα εμπιστοσύνης για αυτά που έλεγε, αλλά και γιαυτά που βλέπαμε ότι θα μπορούσε να αναλάβει στα πλαίσια του προγράμματος. Αντίθετα, στην περίπτωση του Φρ. η σύνθεση της ομάδας των διαβουλευόμενων ήταν ένας τυπικός αχταρμάς ατόμων που ο καθένας ειχε εμμονή σε κάποια ατομική ή ομαδική διεκδίκηση από το «κράτος». Η διαβούλευση γρήγορα εξελίσσονταν σε θορυβώδη διάλογο κουφών. Ήταν χαρακτηριστική η απελπισία που έπιανε εμάς, τους εμπειρογνώμονες, στο τελος κάθε διαβούλευσης για να καταγράψουμε το πρακτικό της.
Τέλος, κάθε διαβούλευση στη ΜC κατέληγε σε αποτέλεσμα ή απόφαση, που ελέγχονταν στην επομένη και έτσι χτιζόταν βήμα προς βήμα η συναίνεση που απαιτείται για να είναι αποτελεσματικό ένα πρόγραμμα κοινοτικής ανάπτυξης. Αντίθετα, στο ΦΡ, ουδέποτε καταλήξαμε σε συγκεκριμένη απόφαση μέχρι το τέλος, όπου με την αλλαγή της κυβέρνησης σταμάτησε και το Πρόγραμμα.
Το γενικό συμπέρασμα όπου κατέληξα ύστερα από όλες αυτές τις αναζητήσεις, με οδήγησε, μεταξύ άλλων, σε αλλαγή τακτικής για τα τωρινά μου σχέδια ακτιβισμού και καταγράφονται στην νεόκοπη θεωρίας μου του «Μοναχικού Λύκου». Όμως, με οδήγησαν να διαμορφώσω και μια άλλη εξ ίσου σημαντική άποψη που αφορά ειδικά τις κλειστές τοπικές κοινότητες. Η διαφορά μεταξύ MC και Φραγκοκάστελου αναμφισβήτητα αποτυπώνεται και στην ανισότητα μεταξύ τους σε ότι αφορά την διαθεσιμότητα κοινωνικών υποκειμένων που είναι έτοιμα να απορροφήσουν την νέα πληροφορία για να παίξουν τον ρόλο τους στην μεταρρύθμιση και των εκσυγχρονισμό της κοινότητάς τους. Σε όροyς θεωρίας, αυτό μου θύμισε την χαρακτηριστική άποψη του J.P.Olsen, ότι οι τυπικές πολιτικές διαδικασίες δεν είναι η μόνη πηγή νομιμοποίησης των παρεμβάσεων για τα κοινά (άρθρο του στο Journal of Public Administration Research and Theory, με τον τίτλο «Maybe it is time to rediscover Bureaucracy»). Έχω πολλούς λόγους σήμερα για να πιστεύω ότι, οι εκτός τυπικού συστήματος πολιτικής διακυβέρνησης παρεμβάσεις των ενεργών πολιτών γίνονται συνεχώς και περισσότερο χρήσιμες, ίσως και απαραίτητες σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως αυτή που αναφέρομαι στο παρόν κείμενο.
Τώρα, υποθέτω, ότι υπάρχουν τρεις εναλλακτικές λύσεις για την κάλυψη ελλείμματος στο οποίο αναφερθήκαμε αμέσως παραπάνω. (α) Να διεγερθούν τυχόν «υπνώτοντα» ικανά τοπικά στελέχη και να αναλάβουν τους σχετικούς ρόλους, (β) Να εισαχθούν, από έξω από τα όρια της κοινότητας, τα απαραίτητα «κοινωνικά βλαστοκύτταρα» που θα εξελιχθούν σε ικανούς παράγοντες της τοπικής ανάπτυξης- για να χρησιμοποιήσουμε μια παρομοίωση της μόδας (στην προκείμενη περίπτωση, θεωρώ ότι ο ίδιος αποτελώ αναπόφευκτα, τέτοιο βλαστοκύτταρο)- και (γ) ένας ισορροπημένος συνδυασμός των δυο πρώτων. Κάθε μία από τις λύσεις αυτές έχει τα δικά της «μυστικά» και προβλήματα, αλλά προτιμώ αντί να προστρέξω σε μια θεωρητική ex ante απαρίθμηση, να τα επισκεφθώ συγχρονικά καθώς θα αναπτύσσεται η πειραματική ακτιβιστική πρωτοβουλία μου στη Σάμο.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, χρειάστηκε να επινοήσω μια πατέντα ταχείας αποδόσεως από την κατηγορία (α) παραπάνω. Μια τριετής περίπου άτυπη έρευνά μου με έπεισε, ότι η τοπική κοινωνία διαθέτει αρκετά «υπνώτοντα» κοινωνικά στελέχη που αν ενεργοποιηθούν, έχουν την δυνατότητα να θέσουν σε ενέργεια σημαντικές εκσυγχρονιστικές διαδικασίες, ώστε να δημιουργήσουν τις συνθήκες που σε επόμενη φάση, ή ακόμη και συγχρονικά, θα επέτρεπαν την αξιοποίηση της (β) ομάδας εργαλείων. Κατάφερα στο ιδιο περίπου διάστημα να οργανώσω και ένα πείραμα σε μικρή κλίμακα, και με χαρά μου είδα να πετυχαίνει αυτό που στόχευα. Δεν θα αναφερθώ σε αυτό, επειδή βρίσκεται σε εξέλιξη και δεν θέλω να διαταράξω την εσωτερική δυναμική του.
Η «πατέντα» είναι να προκαλέσεις «σόκ» σε διάφορες ζώνες της τοπικής κοινότητας για να θέσεις στελέχη ή απλούς πολίτες πιεστικά μπροστά στις κοινωνικές ευθύνες τους. Τις «θρυαλλίδες» τοποθετώ ήδη με σύστημα και αναμένω τις αντιδράσεις για να σχεδιάσω τα επόμενα βήματα. Μια προσχεδιασμένη πρωτοτυπία του εγχειρήματος είναι ότι ενεργώ σε πλήρη διαφάνεια, ώστε να αποκλείσω τους αναπόφευκτους συμβιβασμούς που επιβάλλουν οι «κρυφοί» σκοποί. Καθ’ αυτή η τακτική έχει τους κινδύνους της, αλλά τα πλεονεκτήματα είναι πολύ περισσότερα.
Καταλαβαίνω πλήρως, ότι η τακτική που επέλεξα δεν μπορεί να έχει γενική εφαρμογή. Εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από την επιτόπου παρουσία και ελευθερία δράσης του «προβοκάτορα». Εκεί είναι το μεγάλο πολιτικό πρόβλημα της τακτικής αυτής. Ότι δηλαδή, ο απαραίτητος προβοκάτορας πρέπει να έχει γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία, που κατά κανόνα δεν διαθέτουν πολλά ντόπια κοινωνικά στελέχη, αφού ακριβώς το πρόβλημα των κλειστών περιοχών είναι ότι απωθούν συστηματικά τα φιλόδοξα και ικανά άτομα και τα υποχρεώνουν να μεταναστεύσουν σε πιο υποσχόμενες κοινωνίες. Παρά ταύτα, δεν είναι αδύνατο για τις πολιτικές παρατάξεις, αν πράγματι αποφάσιζαν να εφαρμόσουν μια τέτοια τακτική, να επινοήσουν εναλλακτικές λύσεις πέραν της εξαιρετέας, ενδεχομένως, εθελοντικής πρωτοβουλίας συνταξιούχων καθηγητών πανεπιστημίου (χωρίς να αποκλείουν και το μέσο αυτό). Περί αυτού, άλλοτε.
Εν πάση περιπτώσει, θα προσπαθήσω να κρατήσω ενήμερους όσους ενδιαφέρονται, με συνοπτικές περιγραφές από το Ημερολόγιο του Εγχειρήματος. Ο καθένας μπορεί να αξιοποιήσει τις σχετικές πληροφορίες κατά βούληση, και φυσικά κάθε σχόλιο στην πορεία θα είναι για μένα πολύτιμο.