«Έχω αρχίσει και αισθάνομαι λίγο σαν Μενουμευρωπαίος». Αιτία η ταχύτητα με την οποία κινήθηκε το βελγικό κράτος στο εν εξελίξει Qatargate. Και ο κινδυνεύων να μείνει στην Ευρώπη; Ο μόλις πρότινος πρωθυπουργός της χώρας Α.Τσίπρας σε μια από εκείνες τις αυθόρμητες και ανοιχτόκαρδες στιγμές προσωπικού χιούμορ που τον χαρακτηρίζουν. Στιγμές ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες γιατί συμπυκνώνουν αντιλήψεις και αισθήματα που διαπερνούν την κρούστα των στερεοτυπικών πολιτικών δηλώσεων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποκαλύπτουν την αντίληψη για την αφετηριακή γενετική διαχωριστική γραμμή που κατά την αντίληψή του και την ψυχή του οργανώνει την πολιτική αντιπαράθεση στη σημερινή Ελλάδα. Και δεν είναι άλλη από τη σύγκρουση «μέσα – έξω από το ευρώ» ή «μνημόνιο - αντιμνημόνιο» όπως τη νοηματοδότησαν τα δύο αντίθετα μπλοκ που διαμορφώθηκαν στην εποχή της οιονεί χρεοκοπίας 2010-2018. Για τον Τσίπρα κατά βάθος οι αντίπαλοι είναι «μενουμευρωπαίοι», για τους αντιπάλους του ο Τσίπρας είναι ο αφερέγγυος λαϊκιστής.
Με άλλα λόγια, η έννοια «διαχωριστική γραμμή» (cleavage) χρησιμοποιείται με τη βαριά σημασία που έχει στην πολιτική κοινωνιολογία. Σαν μια θεμελιακή αντιπαράθεση που συμβαίνει σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή της εθνικής εξέλιξης, διαμορφώνει ταυτότητες, ορίζει την πολιτική αντίθεση φίλου-εχθρού, δημιουργεί παραταξιακές στοιχίσεις και δρομολογεί τον κομματικό ανταγωνισμό σε βάθος χρόνου. Υπό αυτή τη φορτισμένη σημασία, η επικρατούσα άποψη στην πολιτική και εκλογική κοινωνιολογία είναι ότι οι μεγάλες παρατάξεις στην Ελλάδα του 20ου αιώνα προέκυψαν από δύο ιστορικές διαχωριστικές γραμμές. Η πρώτη, ο εθνικός διχασμός χώρισε βενιζελικούς – αντιβενιζελικούς και στη μακρύτερη διάρκεια Κέντρο – Δεξιά. Η δεύτερη, ο εμφύλιος χώρισε την Αριστερά από τα «αστικά κόμματα» και στη μακρύτερη διάρκεια διαμόρφωσε τον κομματικό ανταγωνισμό από τη δεκαετία του 1960 ως και όλη τη μεταπολιτευτική εποχή - με τις μεταβολές προφανώς που επέφερε η εμπειρία της δικτατορίας. Η τρίτη και πιο πρόσφατη, είναι η δραματική οικονομική κρίση και τα μνημόνια. Προκάλεσε μια ραγδαία κρίση αντιπροσώπευσης στην περίοδο 2010-2012 που αποδόμησε το μεταπολιτευτικό κομματικό σύστημα. Οι διπλές εκλογές του 2012 κατέγραψαν την αποδόμηση και δρομολόγησαν ένα νέο κομματικό τοπίο βασισμένο στη νέα διαχωριστική γραμμή που ήδη αναφέραμε. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ενδεικτικό της τομής που επήλθε από τις κυβερνητικές συμμαχίες ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ οι οποίες ήταν αδιανόητες λίγους μήνες πριν.
Και στις τρεις περιπτώσεις (διχασμός, εμφύλιος / δικτατορία, χρεοκοπία) η «διαχωριστική γραμμή» και η πόλωση δεν περιοριζόταν στο κομματικό επίπεδο, αλλά διείσδυε βαθιά στην κοινωνία συγκροτώντας αντίπαλα πολιτικά-ιδεολογικά μπλοκ, με διαφορετικά βιώματα. Μια παράταξη μπορούσε να εκφράζεται με περισσότερα κόμματα, όπως ο βενιζελισμός στον Μεσοπόλεμο, οι συμμαχίες μεταξύ παρατάξεων μπορούσαν να αλλάζουν αναλόγως των ιστορικών διακυβευμάτων, το μετεμφυλιακό Κέντρο ήταν σύμμαχός της Δεξιάς, ενώ στη Μεταπολίτευση μέχρι τη μέση της δεκαετίας του 1980, το Κέντρο και η Αριστερά συνέπλεαν ως Αντιδεξιά.
Οι πολιτικές συμπεριφορές και τα βιώματα που προκύπτουν από τις μείζονες αυτές αντιπαραθέσεις διαφέρουν ανάλογα με τη δραματικότητα της σύγκρουσης και την εποχή που συνέβησαν. Άλλο ο Εμφύλιος και άλλο η πόλωση της οιονεί χρεοκοπίας παρότι θα μπορούσε και αυτή να είχε καταστροφικά αποτελέσματα. Υπάρχει όμως και μια πρόσθετη ουσιαστική διαφορά. Οι δύο προηγούμενες «διαχωριστικές γραμμές», ο εθνικός διχασμός και ο εμφύλιος, επήλθαν πάνω σε ένα υπαρξιακό σχεδόν γεωπολιτικό δίλημμα στη διάρκεια δύο πολέμων. Σε ποια μεριά της Ιστορίας θα βρισκόταν η Ελλάδα; Αντιθέτως, η πολιτική πόλωση του 2010-2018 συνέβη σε συνθήκες όπου η Ιστορία είχε μόνο μία μεριά, αυτή της Ευρώπης, από την οποία αν αποβαλλόταν η Ελλάδα το 2015 δεν θα ήταν για «να χτίσει έναν άλλο Κόσμο καλύτερο», αλλά γιατί θα ήταν απλώς μια αρνητική εξαίρεση, ένα «αποτυχημένο κράτος» που έκανε αυτοκαταστροφικές πολιτικές επιλογές. Ποια καλύτερη απόδειξη από την περιώνυμη «κωλοτούμπα» του ΣΥΡΙΖΑ; Η πλειοψηφία των πολιτών το κατάλαβε βαθμιαία, μετά την αρχική παραζάλη, και τώρα έχει κατασταλάξει σε ένα βίωμα προειδοποιητικό που εξηγεί και την παγίωση των δημοσκοπικών κομματικών συσχετισμών επί τόσο καιρό – γεγονός μάλλον πρωτοφανές. Έτσι όμως λειτουργούν οι «διαχωριστικές γραμμές» που προκύπτουν από μείζονες κρίσεις και συγκρούσεις. Διαμορφώνουν έναν νέο πολιτικό πλαίσιο, που ορίζει σε μεγάλο βαθμό τις κινήσεις των κομμάτων και των ηγετών. Το πλαίσιο που έχει προκύψει από την κρίση της προηγούμενης δεκαετίας είναι του «ενός και μισού κόμματος εξουσίας».
Όλες οι τοποθετήσεις των βασικών κομμάτων και την ηγετών, όλες οι επικοινωνιακές «μάχες» που παρακολουθούμε καθημερινά, κινούνται στην επιφάνεια αυτού του σταθερότερου υπόβαθρου. «Μάχες» που έχουν βεβαίως ουσιαστική πολιτική σημασία, γιατί μικρές μετακινήσεις ψηφοφόρων μπορεί να έχουν μεγάλες συνέπειες. Αξίζει όμως να σημειώσουμε ότι και αυτές οι «καθημερινές» κινήσεις δεσμεύονται από τη μήτρα της μονιμότερης σύγκρουσης που παγιώθηκε την προηγούμενη δεκαετία και από την κουλτούρα που κληροδότησε στα κόμματα και τους ηγέτες. Για το ΠΑΣΟΚ δεν είναι η στιγμή των ανασκοπήσεων καθώς εκκρεμούν οι αναγκαίες αποσαφηνίσεις. Σαφέστερες είναι αντιθέτως οι κινήσεις του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ. Ο Α.Τσίπρας εκ πρώτης όψεως κάνει όλα τα σωστά για να πάψει να είναι «μισό κόμμα εξουσίας». Διαλαλεί ότι μάς έβγαλε από τα μνημόνια, προσπαθεί να ανοιχτεί στο κέντρο, πλαγιοκοπεί εντέχνως το ΠΑΣΟΚ, φλερτάρει με τους ευρωσοσιαλιστές. Την ίδια όμως στιγμή, ξεπηδούν όλα εκείνα τα γενετικά χαρακτηριστικά που εμποδίζουν τον ίδιο και τον ΣΥΡΙΖΑ να εξελιχθεί σε κόμμα της ευρωπαϊκής δημοκρατικής αριστεράς. Η εχθροπάθεια του λαϊκιστικού λόγου, η ενθάρρυνση κάθε είδους «αγανάκτησης», η άρνηση αναστοχασμού για το παρελθόν, η προγραμματική υστέρηση που αναπαράγεται από έναν παρωχημένο αντικαπιταλισμό και έναν πρωτόγονο κρατισμό. Ο Κ. Μητσοτάκης από την άλλη, στηρίχτηκε ασφαλώς στο φιλοευρωπαϊκό μπλοκ της περιόδου των μνημονίων, όμως με το φιλελεύθερο προφίλ του σταθεροποίησε την πολυσυλλεκτικότητα του φιλοευρωπαϊκού τόξου διεισδύοντας στο κέντρο και την κεντροαριστερά. Οικειοποιήθηκε και εξέφρασε την «ευρωπαϊκή επιλογή» στην οποία βασανιστικά κατέληγε η ελληνική κοινωνία, και επιπλέον ενισχύθηκε από την «επιστροφή της Δύσης» μετά τον πόλεμο της Ουκρανίας - από την επανενεργοποίηση του ΝΑΤΟ και από τη νέα ιδεολογική αντιπαράθεσή της φιλελεύθερης δημοκρατίας προς τους νέους αυταρχισμούς. Επέβαλε έτσι την προσωπική του πολιτική κυριαρχία. Ούτε όμως τα πρόσωπα ούτε τα κυβερνητικά επιτελεία αρκούν για να σταθεροποιήσουν τη στροφή της χώρας. Πόσω μάλλον που είναι εκτεθειμένα στη δυσαρέσκεια που προκαλεί η οικονομική στενότητα, η υπόθεση των υποκλοπών, και οι παραδοσιακές προεκλογικές πελατειακές πρακτικές (με πιο ακραία την επαναπρόσληψη των ανεμβολίαστων υγειονομικών).
Έτσι, η Ελλάδα αφήνει πίσω της τη δεκαετία της κρίσης, την εποχή της ανόδου των λαϊκισμών, την κατάσταση του παρία της Ευρώπης, αλλά έχει ακόμα νωπά και ανεπεξέργαστα τα τραύματα. Παραμένει ανοιχτό το εθνικό στοίχημα και ερώτημα: πώς θα σχηματιστεί ένα ηγεμονικό πλειοψηφικό ρεύμα υπέρ της μεταρρύθμισης του «ελληνικού μοντέλου». Αυτού του μοντέλου που γκρεμίστηκε στον σεισμό του 2008 και του 2010 και που στο τσακ η Ελλάδα έμεινε στη σωστή μεριά της Ιστορίας.
Πηγή: www.tanea.gr